Έξοδος στις αγορές
Νομίζω ότι η περίπτωση της εξόδου της Πορτογαλίας συνάδει αρκετά καλά με τη δική μας περίπτωση, με τη γενική παρατήρηση ότι οι ιδιομορφίες της ελληνικής περίπτωσης θα επιβαρύνουν κατά τι τις μελλοντικές εξελίξεις (πολιτικό σύστημα, μικρότερες απώλειες στο ΑΕΠ, μικρότερα ελλείμματα {δημοσιονομικό και εξωτερικό}, άρα και μικρότερη δημοσιονομική προσαρμογή κ.λπ.).
Αυτό που έχει μεγάλη σημασία και για την ελληνική περίπτωση είναι ότι η έξοδος της Πορτογαλίας από το πρόγραμμα είχε προετοιμαστεί κατάλληλα πολύ πριν από την εκπνοή του προγράμματος. Βασικές προϋποθέσεις: Η ανάκαμψη της οικονομίας ξεκίνησε το 4ο τρίμηνο του 2013, με θετικούς ρυθμούς ανάπτυξης σε όλα τα τρίμηνα έκτοτε και μέχρι σήμερα. Είχε επιτευχθεί η δημοσιονομική προσαρμογή και η επαναφορά της ανταγωνιστικότητας της οικονομίας (σε όρους κόστους παραγωγής). Με αυτές τις προϋποθέσεις η Πορτογαλία βγήκε από το πρόγραμμα τον Μάιο του 2014, έχοντας ήδη αποκαταστήσει σε μεγάλο βαθμό την πρόσβασή της στις αγορές.
Για παράδειγμα, τον Οκτώβριο του 2012 κατάφερε να μετατρέψει ένα ομόλογο 3,76 δισ. ευρώ που έληγε τον Σεπτέμβριο του 2013 (με απόδοση 3,1%) σε τριετές ομόλογο με λήξη τον Οκτώβριο του 2015 (με απόδοση 5,12%). Αυτή ήταν η πρώτη προσπάθεια. Ακολούθως, τον Ιανουάριο του 2013, βγήκε στις χρηματοπιστωτικές αγορές για πρώτη φορά, αυξάνοντας το ποσό κατά 2,5 δισ. ευρώ, προκειμένου να αναχρηματοδοτήσει ένα ομόλογο ύψους 6 δισ. ευρώ, που έληγε το 2017, με κόστος κάτω του 5%. Γενικότερα, το 2013, με δανεισμό 13,3 δισ. ευρώ, η Πορτογαλία κάλυψε το 77% των χρεολυσίων και το 44% των χρηματοδοτικών αναγκών της, ενώ το 2014, με δανεισμό 13,4 δισ. ευρώ, κάλυψε το 100% των χρεολυσίων και το 49% των χρηματοδοτικών αναγκών. Σημειώνεται ότι ο δανεισμός αυτός πραγματοποιήθηκε με δεκαετή ομόλογα, με επιτόκια ελαφρώς πάνω από 6% το 2013 και με μέσο επιτόκιο κάτω του 4% το 2014. Αυτό, όμως, το οποίο εδραίωσε, πέραν πάσης αμφισβήτησης, την εικόνα μιας δημοσιονομικά πειθαρχημένης Πορτογαλίας στην αγορά κεφαλαίων και βοήθησε ταυτόχρονα στη δραστική μείωση του επιτοκίου δανεισμού το 2014 ήταν το γεγονός ότι η Πορτογαλία βγήκε από το πρόγραμμα έχοντας αποθεματοποιήσει ρευστά διαθέσιμα συνολικού ύψους 15,6 δισ. ευρώ. Το αποθεματικό αυτό ήταν αρκετά υψηλό ώστε να καλύψει το εναπομείναν δημοσιονομικό έλλειμμα του 2014 μετά το πέρας του προγράμματος (Μάιος 2014) και ολόκληρο το προσδοκώμενο δημοσιονομικό έλλειμμα του 2015.
Κάτι ανάλογο είχε συμβεί και στην περίπτωση της Ιρλανδίας και κάτι ανάλογο θα πρέπει να συμβεί και στην περίπτωση της Ελλάδας. Αυτό σημαίνει ότι το πρωτογενές πλεόνασμα (πέραν του στόχου) που επιτεύχθηκε το 2016 και, ενδεχομένως, τα τυχόν αντίστοιχα πλεονάσματα το 2017 και 2018 θα οδηγηθούν σε αποθεματοποίηση. Αυτό είναι απαραίτητο σε μια προσπάθεια να κτισθούν αποθεματικά τα οποία θα διασφαλίσουν την πρόσβαση του Ελληνικού Δημοσίου στις αγορές σε σχετικώς ικανοποιητικά (βιώσιμα) επιτοκιακά επίπεδα. Δεν πρέπει να λησμονείται ότι η ανανέωση όλων των δανείων που λήγουν από εδώ και πέρα -και βρίσκονται, ως επί το πλείστον, στα χαρτοφυλάκια των ευρωπαίων εταίρων- θα γίνεται σε επιτόκια αγοράς, που κατά κανόνα θα είναι υψηλότερα. Συνεπώς, είναι εκ των ουκ άνευ η πρόσβαση στις αγορές να γίνεται με όσο το δυνατόν χαμηλότερα επιτόκια.
Δεν είναι τυχαίο το γεγονός ότι η απόφαση του Eurogroup της 15ης Ιουνίου 2017 αναγνωρίζει την αναγκαιότητα δημιουργίας ενός σημαντικού αποθεματικού ρευστότητας ώστε να υποβοηθηθεί η έξοδος της χώρας στις αγορές. Και προς αυτήν την κατεύθυνση η απόφαση επισημαίνει τη δέσμευση των Ευρωπαίων όπως μέρος των μελλοντικών εκταμιεύσεων του προγράμματος να κατευθύνεται στη δημιουργία ενός αποθεματικού ρευστότητας, ικανού να ενισχύσει την εμπιστοσύνη των επενδυτών και έτσι να διευκολύνει την πρόσβαση της Ελλάδας στις αγορές.
Ακόμη δεν έχουμε, στην περίπτωση της Ελλάδος, την οικονομία σε θετικούς ρυθμούς μεγέθυνσης, τουλάχιστον για τρία τρίμηνα, ούτε έχουμε ικανά ρευστά αποθέματα για να εξασφαλίσουμε την αναχρηματοδότηση των αναγκών μας τουλάχιστον για το 2018. Μια έξοδος στις αγορές για την αναχρηματοδότηση του ομολόγου (Σαμαρά – Βενιζέλου) που λήγει το 2019, με τη βοήθεια των ελληνικών τραπεζών και του κοινού ταμείου της Τραπέζης της Ελλάδος, δεν θα ήταν ό,τι καλύτερο. Δεν θα είχε τα επιθυμητά αποτελέσματα, δεδομένου ότι οι χρηματοπιστωτικές αγορές γνωρίζουν πολύ καλά τα συμβαίνοντα. Πιθανόν θα εξυπηρετούσε εγχώριους εκλογικούς λόγους. Πάντως, ο επικεφαλής του Ευρωπαϊκού Μηχανισμού Στήριξης Κλ. Ρέγκλινγκ πολλές φορές έχει μιλήσει για δοκιμαστική έξοδο προς το τέλος του χρόνου ή στις αρχές του επόμενου.
Βλέπουμε, λοιπόν, ότι πρέπει να τηρηθούν ορισμένες βασικές προϋποθέσεις, που συνάδουν με τη λογική των χρηματοπιστωτικών αγορών. Δυστυχώς, αυτές βαρούν τα νταούλια και εμείς χορεύουμε στον ρυθμό τους.