Στον βυθό οδηγούνται οι συντάξιμες αποδοχές
Μέσα από υποδείγματα μισθών (συντάξιμων αποδοχών), όπως τείνουν να διαμορφωθούν -στην ελληνική οικονομία- μετά τη μνημονιακή πολιτική, προκύπτει ότι είναι σημαντικές οι μειώσεις που επήλθαν στις συντάξεις με την εφαρμογή του νόμου Κατρούγκαλου, που ενδεχομένως θα συνεχιστούν -επί τα χείρω- τα επόμενα χρόνια.
Ο βασικός τύπος υπολογισμού των συντάξεων, που αφορά τις αποδοχές από το 2002, που είναι το 100% από το 20% των καταβληθεισών εισφορών, αλλά και τα ποσοστά αναπλήρωσης, που υπολογίζονται με βάση τα πραγματικά χρόνια ασφάλισης, καταγράφονται στον παρακάτω πίνακα:
ΑΠΟ–ΕΩΣ (ΧΡΟΝΙΑ ΑΣΦΑΛΙΣΗΣ) ΠΟΣΟΣΤΟ ΑΝΑΠΛΗΡΩΣΗΣ
0 15 0,77%
15,01 18 0,84%
18,01 21 0,90%
21,01 24 0,96%
24,01 27 1,03%
27,01 30 1,21%
30,01 33 1,42%
33,01 36 1,59%
36,01 39 1,80%
39,01 42 και περισσότερα 2,00%
Για τους μισθωτούς, στην εύρεση των αποδοχών σύνταξης συμπεριλαμβάνονται τα δώρα Χριστουγέννων και Πάσχα καθώς και τα επιδόματα αδείας, για τα οποία έχουν καταβληθεί εισφορές. Ενώ γενικότερα προβλέπεται η αναπροσαρμογή των συντάξιμων αποδοχών για το διάστημα μέχρι και το 2020 με βάση τη μεταβολή του Μέσου Ετήσιου Γενικού Δείκτη Τιμών Καταναλωτή της ΕΛΣΤΑΤ και για το διάστημα από το 2021 και μετά με βάση τον Δείκτη Μεταβολής Μισθών. Αναφερόμαστε στην ανταποδοτική σύνταξη, ενώ υπάρχει και η εθνική σύνταξη που, ως γνωστόν, με 20 χρόνια ασφάλισης, είναι 384 ευρώ και μειώνεται κατά 2%, για κάθε χρόνο προς τα κάτω και μέχρι τα 15 έτη ασφάλισης (345,60 ευρώ). Επιπλέον, η εθνική σύνταξη μειώνεται επίσης:
α) Κατά 1/40 στους συνταξιούχους λόγω γήρατος, για κάθε έτος που υπολείπεται των 40 ετών νόμιμης και μόνιμης διαμονής στην Ελλάδα, μεταξύ του 15ου έτους και του έτους κατά το οποίο συμπληρώνουν το προβλεπόμενο όριο ηλικίας καταβολής της σύνταξης.
β) Στις περιπτώσεις καταβολής μειωμένης σύνταξης γήρατος (6% για κάθε έτος που υπολείπεται του ορίου ηλικίας πλήρους σύνταξης και με ανώτατο πλαφόν 30%) ή μειωμένης σύνταξης αναπηρίας. Εξαίρεση αποτελεί η σύνταξη γήρατος λόγω αναπηρίας.
Πρέπει να επισημανθεί ότι πλέον υπάρχουν χιλιάδες εργαζόμενοι με ελαστικές μορφές απασχόλησης και ιδιαίτερα χαμηλούς μισθούς, την ώρα που η ανεργία χτυπάει κόκκινο -μέσα στα Μνημόνια- και είναι σχετικά δύσκολο ή και αδύνατον οι νέοι ασφαλισμένοι να φτάνουν τα σαράντα χρόνια ασφάλισης, ή και παραπάνω, για να λαμβάνουν μεγαλύτερες συντάξιμες αποδοχές.
Με το σκεπτικό αυτό, παραθέτουμε τρία υποδείγματα ασφαλισμένων με διαφορετικές αποδοχές και χρόνο πραγματικής ασφάλισης.
1. Υπόδειγμα: Ασφαλισμένος με 30 χρόνια ασφάλισης θα αποχωρήσει από την εργασία του στις 31/12/2022 με μέσο όρο μηνιαίων συντάξιμων αποδοχών από το 2002 (για απλή και άμεση κατανόηση του υποδείγματος) 1.000 ευρώ και χωρίς να ληφθεί υπόψη η ύπαρξη δώρων.
Από την 1/1/2002 μέχρι τις 31/12/2022 θα έχει 252 μήνες (21 χρόνια χ 12 μήνες) εργασίας. Οι αποδοχές του θα είναι: 1.000 Χ 252 = 252.000 ευρώ. Επειδή αναφερόμαστε σε απλοποιημένο υπόδειγμα, για να υπάρξει άμεση κατανόηση κάνουμε τη διαίρεση των 252.000 ευρώ : 252 μήνες, όπου προκύπτει ποσό μηνιαίων αποδοχών 1.000 ευρώ. Ανατρέχοντας στον πίνακα με τα ποσοστά αναπλήρωσης, βάσει των πραγματικών χρόνων ασφάλισης, που είναι 30, θα εξάγεται ο συντελεστής (15 Χ 0,77) + (3Χ 0,84) + (3Χ0,90) + (3Χ0,96) + (3Χ1,03) + (3Χ1,21) = 26,37. Στο ποσό των 1.000 ευρώ επί το ποσοστό αναπλήρωσης 26,37% θα προκύπτει ανταποδοτική σύνταξη 263,70 ευρώ, το οποίο θα προστεθεί στην εθνική σύνταξη των 384 ευρώ, εάν δεν έχει μειώσεις -πολύ πιθανόν-, δίδοντας συνολικές συντάξιμες αποδοχές της τάξης των 647,70 ευρώ.
2. Υπόδειγμα: Ασφαλισμένος με 29 χρόνια ασφάλισης θα αποχωρήσει από την εργασία του στις 31/12/2030 με μέσο όρο μηνιαίων συντάξιμων αποδοχών από το 2002 (για απλή και άμεση κατανόηση του υποδείγματος) 800 ευρώ και χωρίς να ληφθεί υπόψη η ύπαρξη δώρων.
Από την 1/1/2002 μέχρι τις 31/12/2030 θα έχει 348 μήνες (29 χρόνια χ 12 μήνες) εργασίας. Οι δε αποδοχές του θα είναι: 800 Χ 348 = 278.400 ευρώ. Επειδή αναφερόμαστε σε απλοποιημένο υπόδειγμα, για να υπάρξει άμεση κατανόηση κάνουμε τη διαίρεση των 278.400 ευρώ : 348 μήνες, όπου προκύπτει ποσό μηνιαίων αποδοχών 800 ευρώ. Μετά πάμε στον πίνακα με τα ποσοστά αναπλήρωσης, βάσει των πραγματικών χρόνων ασφάλισης, που είναι 29, και εξάγεται ο συντελεστής (15 Χ 0,77) + (3Χ 0,84) + (3Χ0,90) + (3Χ0,96) + (3Χ1,03) + (2Χ1,21) = 25,16. Το ποσό των 800 ευρώ επί το ποσοστό αναπλήρωσης 25,16% δίνει ανταποδοτική σύνταξη 201,28 ευρώ, το οποίο θα προστεθεί στην εθνική σύνταξη των 384 ευρώ, εάν δεν έχει μειώσεις -πολύ πιθανόν-, δίδοντας συνολικές συντάξιμες αποδοχές της τάξης των 585,28 ευρώ.
3. Υπόδειγμα: Ασφαλισμένος με 22 χρόνια ασφάλισης θα αποχωρήσει από την εργασία του στις 31/12/2022 με μέσο όρο μηνιαίων συντάξιμων αποδοχών από το 2002 (για απλή και άμεση κατανόηση του υποδείγματος) 600 ευρώ και χωρίς να λάβουμε υπόψη την ύπαρξη δώρων.
Από την 1/1/2002 μέχρι τις 31/12/2022 θα έχει 252 μήνες (21 χρόνια χ 12 μήνες) εργασίας. Οι δε αποδοχές του θα είναι: 600 Χ 252 = 151.200 ευρώ. Επειδή αναφερόμαστε σε απλοποιημένο υπόδειγμα, για να γίνει αντιληπτό κάνουμε τη διαίρεση των 151.200 ευρώ : 252 μήνες, όπου θα προκύψει ποσό μηνιαίων αποδοχών 600 ευρώ. Μετά ανατρέχουμε στον πίνακα με τα ποσοστά αναπλήρωσης, βάσει των πραγματικών χρόνων ασφάλισης, που είναι 22, και εξάγεται ο συντελεστής (15 Χ 0,77) + (3Χ 0,84) + (3Χ0,90) + (1Χ0,96) = 17,73. Το ποσό των 600 ευρώ επί το ποσοστό αναπλήρωσης 17,73% δίνει ανταποδοτική σύνταξη 106,38 ευρώ, το οποίο θα προστεθεί στην εθνική σύνταξη των 384 ευρώ, εάν δεν έχει μειώσεις -πολύ πιθανόν-, δίδοντας συνολικές συντάξιμες αποδοχές της τάξης των 490,38 ευρώ.
Η μείωση των συντάξιμων αποδοχών των μεσαίων εισοδημάτων και με περισσότερα χρόνια ασφάλισης είναι μεγαλύτερη από αυτήν των μικρότερων εισοδημάτων και με λιγότερο χρόνο πραγματικής ασφάλισης. Η κυριότερη αιτία είναι η εθνική σύνταξη, που παραμένει αμετάβλητη μετά τα 20 χρόνια πραγματικής ασφάλισης.
Πρέπει να επισημάνουμε ότι με τη μείωση του αφορολόγητου και τις λοιπές κρατήσεις οι συντάξεις θα είναι ακόμη χαμηλότερες σε πραγματικό εισόδημα. Επίσης, στα παραπάνω υποδείγματά μας λάβαμε υπόψη ότι η εθνική σύνταξη εισπράττεται στο ακέραιο, ενώ σε πολλές περιπτώσεις υπάρχουν περικοπές και επιπλέον δεν υπάρχουν στοιχεία -αυτήν τη στιγμή- για να υπολογίσουμε από την επόμενη τριετία τον δείκτη μεταβολής μισθών, που, όπως δείχνουν τα σημερινά δεδομένα, τείνει μειούμενος.
Σε περιόδους Μνημονίων και σε καθεστώτα ύφεσης – υψηλών πλεονασμάτων είναι ιδιαίτερα δύσκολο τέτοιοι δείκτες να έχουν θετικό πρόσημο, αφού δεν υπάρχει αύξηση της παραγωγικότητας στην οικονομία.
Είναι δε παγκοσμίως γνωστό ότι η μείωση των μισθών και των συντάξεων δημιουργεί έναν φαύλο κύκλο συρρίκνωσης της πραγματικής οικονομίας, που οδηγεί σε περαιτέρω αφαίμαξη των συντάξεων, από τη στιγμή που η χώρα μας δεσμεύτηκε για περαιτέρω μειώσεις συντάξιμων δαπανών για τα επόμενα χρόνια.