Η Τασούλα έφυγε, η Τασία ήρθε…

Χαιρέτησε τον παππού και έφυγε χαρούμενη, καθώς μεθαύριο παντρευόταν ο αδερφός της και η Τασούλα ένιωθε ιδιαίτερα ευτυχισμένη. Είχε όμως τόσες εκκρεμότητες ακόμη σχετικές με την εμφάνισή της. Έπρεπε να ρίξει μια τελευταία ματιά στα καινούρια της ρούχα και σκαρπίνια, να φροντίσει και να βάψει τα μαλλιά της, να κλείσει ραντεβού με την κομμώτρια, με δυο λόγια να κάνει εκείνα τα μύρια όσα που βασανίζουν τις γυναίκες. Και τώρα έτρεχε για να προλάβει να αποτελειώσει αυτά τα… μύρια όσα. Ήταν «περίπτωση» ή Τασούλα. Γεννημένη στη Θεσσαλονίκη, έζησε και εργάστηκε στην Αθήνα, όπου παντρεύτηκε έναν πραγματικό λεβεντάνθρωπο. Στα πατρογονικά της ξαναβρέθηκε όταν η μητέρα της, βαριά άρρωστη, διακομίστηκε σε νοσοκομείο και η Τασούλα κατέφθασε άρον άρον στη Θεσσαλονίκη για να την προλάβει ζωντανή. Ο θάνατός της και η απρόοπτη εγχείρηση του συζύγου, που κυριολεκτικά τη σκαπούλαρε από του χάρου τα δόντια, άλλαξαν τις καταστάσεις. Έτσι η Τασούλα ξανάγινε Σαλονικιά, εγκαταστάθηκε στο πατρικό της και άρχισε να ψάχνει για δουλειά…

Η Κατερίνα, που αναζητούσε μια γυναίκα για ολιγόωρη νοσηλεία της μάνας της, που δεν είχε πια ζωή, βρήκε την Τασούλα και αμέσως την προσέλαβε. Τους περίπου δυο μήνες που καθημερινά η άρρωστη έσβηνε, η Τασούλα την περιέβαλε με συγκινητική αγάπη και στοργή. Της μιλούσε τρυφερά, την τάιζε υπομονετικά αλλά και τη μετακινούσε μαλακά στο κρεβάτι, μην τυχόν και πονέσει. Και είναι αξιοπερίεργο πως υπήρχανε στιγμές που η ετοιμοθάνατη Λιλίκα ξανάβρισκε τα λογικά της και κουβέντιαζε σοβαρά μαζί της. Όταν εκείνη «έφυγε», η Κατερίνα ζήτησε από την Τασούλα να παραμείνει για να συντροφεύει τον γέρο της πατέρα, τον μόνο κι έρημο πια παππού, που οι αναμνήσεις μιας ολόκληρης ζωής τον βύθιζαν σε μιαν ανυπόφορη κατάθλιψη.

Η Τασούλα ανέλαβε το σπίτι κι έκανε κουμάντο σε όλα. Ήταν μια ευγενική και αεικίνητη δουλευταρού, μοναδική νοικοκυρά, που η συμπαράστασή της πρόσφερε παρηγοριά. Συχνά έλεγε πως «έχασε τον πατέρα της, αλλά τώρα με τον παππού βρήκε έναν δεύτερο πατέρα…». Ίσως επειδή ο παππούς ουδέποτε της φορτώθηκε με αγγαρείες. Αντίθετα, της έδειχνε ενδιαφέρον για ολόκληρο το πολυμελές της σόι.

Σιγά σιγά άρχισε να τον κηδεμονεύει. Τι θα φάει, τι θα πιει, τι θα φορέσει και τον μάλωνε επειδή έτρωγε πολλά γλυκά… Το χαζολόγαγε εκείνος λέγοντας: «Απόκτησα κακιά πεθερά!». Μα όταν έσπασε το πόδι του, την ώρα που τον πήγαιναν με το φορείο στο χειρουργείο, η Τασούλα, που παραβρισκόταν, έσκυψε αυθόρμητα και τον φίλησε, σαν στερνό της αντίο. Και ο παππούς, φορτωμένος συγκίνηση, συνταράχτηκε από την ανεπιτήδευτη ανθρωπιά της. Δεν μετριέται η ευγνωμοσύνη που της χρωστάει και θα της χρωστάει εσαεί για όσα του πρόσφερε. Μαζί του συνέπασχε σε όλη τη μετεγχειρητική και τη μετέπειτα περίοδο. Ούτε ώρες ήξερε, ούτε μέρες μέτραγε, ούτε κούραση λογάριαζε προκειμένου να λάμπει ο παππούς. Κύλαγε ο χρόνος, έμαθε ο ένας για τη ζωή και τα μυστικά του άλλου, ανταλλάξανε τα βάσανά τους κι εξομολογήθηκαν τις πίκρες που τους ταλάνιζαν. Μέσα σʼ αυτό το φιλικό κλίμα, έφυγε για τις γαμήλιες προετοιμασίες.

Την Τρίτη επέστρεψε τελείως μεταλλαγμένη. Αντί για τη γνωστή, φιλική Τασούλα, ήρθε μια ψυχρή, στρυφνή και αμίλητη Τασία, που βιαζότανε να τελειώσει τις δουλειές και να φύγει… Αυτή θα ήταν πια η νέα τους ζωή. Κατηγορεί τον παππού πως δεν λογαριάζει τίποτα, πως κάνει όλο του κεφαλιού του. Τις ιατρικές υποδείξεις τις γράφει στα παλιά του τα παπούτσια και ό,τι υποφέρει οφείλεται στο κακό του το κεφάλι. Λέξεις όπως «δεν μπορώ» ή «δεν νιώθω καλά» απαγορευόταν να ξεστομίζονται μπροστά της, επειδή αποτελούσαν υποκρισίες του για να την εξαναγκάζει να μένει να τον υπηρετεί… Συνέχεια τον μαλώνει, του φωνάζει, τα βάζει μαζί του, καθώς ό,τι κάνει, το κάνει επίτηδες για να την ταλαιπωρεί. Το κουβε­ντολόι τους καταργήθηκε επειδή της έσπαγε τα νεύρα. Τον κατηγορούσε για λαίμαργο και αν τολμούσε να φάει γλυκό ήταν έγκλημα καθοσιώσεως… Τελικά, η Τασία μπήκε σʼ έναν καινούριο κόσμο. Μυστήριο παρέμενε τι προκάλεσε αυτήν την αλλαγή. Να ήταν, άραγε, ο καρπός από τις φροντίδες της καλής αθηναίας φίλης της; Να ήταν η καλοσυνάτη καινούρια της γνωριμία, που προέκυψε από το πουθενά; Που την εξυπηρετεί με το αυτοκίνητο της; Που κάνουνε παρέα και έγιναν σχεδόν αδελφοποιτές; Να είναι ένα άλλο, μεγάλο, απροσδιόριστο μυστικό; Ο Θεός κι η ψυχή της…

Και ο παππούς ζει στη μοναξιά του, προσμένοντας να γυρίσει η Τασούλα. Όπως προσμένουνε στην Πόλη να ξυπνήσει ο μαρμαρωμένος βασιλιάς…


Σχολιάστε εδώ