ΑΛΛΟΣ ΑΙΜΟΔΟΤΗΣ ΑΛΛΟΣ ΠΡΟΔΟΤΗΣ
Εγύρισε ταις πλάταις του•
φεύγει, φεύγει ο προδότης•
αλαμπή σέρνει τ’ άρματα
φαρμακερά, το στήθος του
έγινεν άδης.
•••
Τον σταυρόν και
τους Έλληνας
άφησ’ οπίσω, εξάπλωσεν
αδελφικώς την χείρα του
‘ς τους Τούρκους,
κ’ επροσκύνησε
βάρβαρον νόμον.
•••
Τον συντροφεύει ολόμαυρον
μέγα εναέριον σύγνεφον•
κρέμεται ακόμα ατίνακτον
αστροπελέκι επάνω του,
κι άγρυπνος μοίρα.
•••
Ω Βαρνακιώτη• τρέχεις,
και ο κτύπος των ποδών σου
αντιβομβεί, ωσάν ‘νάτρεχες
επί τον κούφιον θόλον
βαθείας αβύσσου.
•••
Αν κοπιασμένος πέσης
‘ν’ αναπαυθής ‘ς τα χόρτα,
η τιμωρός συνείδησις
με’ σε πλαγιάζει αλλάζουσα
τα χόρτα εις δράκοντας.
•••
Το φως εσύ αποφεύγεις
της ημέρας, φοβούμενος
μήπως των προδομένων
ανθρώπων
σε ‘ξανανοίξουσιν
η μακραί σπάθαι.
•••
Κράζεις την νύκτα,
κ’ έρχεται•
αλλά εις το σκότος μέσα
τυλιγμένους φαντάζεσαι
εχθρούς αρματωμένους,
και ως άφρων μένεις.
•••
Αν μαυροφορεμένης
χήρας, αν βρέφους θρήνον
ορφανικόν ακούσης,
τρέμεις, και το ποτήρι σου
πέφτει σχισμένον.
•••
Αν της χαράς τον γέλωτα
ιδής εις φιλικόν
δείπνον περιπετώμενον,
απ’ ίδρωτα θανάτου
στάζουν τα φρύδια σου.
•••
Ω, ποίαν ζωήν ηγόρασες,
προδότα Βαρνακιώτη!
και τι έλπιζες; το θείον
δια τους ομοίους σου τέτοια
δώρα ετοιμάζει.
•••
Αν ήθελες χρυσάφι –
πολύν εις τας βαρβάρους
αγαρηνάς σκηνάς
με’ το σπαθί εις το χέρι
εύρισκες πλούτον.
•••
Πληγωμένος απ’ ύβριν
Ελληνικών στομάτων
αν ήθελες εκδίκησιν –
η καλητέρα εκδίκησις
είναι η συμπάθεια.
•••
Μέγα, λαμπρόν εάν ήθελες
όνομα, και περνώντας
εσύ κάθε οφθαλμός
με’ θαυμασμόν
‘να στρέφεται
παρατηρώντας σε –
•••
σφαλερόν δρόμον, άθλιε,
εδιάλεξας• οι Έλληνες
‘που επρόδωσας
θαυμάζονται
από την οικουμένην
κ’ ήρωες καλούνται.
•••
Και καταφρονημένος
ο Βαρνακιώτης έγινε.-
Γύρευε από την μοίραν σου
κρυπτόν ‘να σου χαρίση
τάφον εις όλους.
======
Μια μυρωμένη ανοιξιάτικη μέρα του Απρίλη
γεννιέται το 1792
στη Ζάκυνθο ο Ανδρέας Κάλβος.
Πεθαίνει στην Αγγλία
και θάβεται στο νεκροταφείο
του Λόουθ. Ο Κάλβος
και ο Σολωμός γεννήθηκαν
για την Ελευθερία
ή η Ελευθερία γεννήθηκε
γιʼ αυτούς.