Ένα τέλος, μια αρχή
Σχεδόν τρεις χιλιάδες μέλη και στελέχη των κομμάτων και κινήσεων που συνεργάζονται στο πλαίσιο της ΔΗΣΥ αλλά και αιρετοί εκπρόσωποι της κοινωνίας, από την Αυτοδιοίκηση, τους εργατικούς, επιστημονικούς και επαγγελματικούς φορείς, συμμετείχαν σε μια δημοκρατική διαδικασία διαβούλευσης που πραγματοποιήθηκε σε συνθήκες καύσωνα.
Η ενεργός συμμετοχή τους αποτελεί ποιοτικό πολιτικό κριτήριο και επιβεβαιώνει το αίσθημα προσμονής που επικρατεί στον χώρο των δημοκρατών και προοδευτικών πολιτών, για μια πρόταση διεξόδου από το τέλμα στο οποίο βρίσκεται η χώρα και κατά συνέπεια η ελληνική κοινωνία, ως αποτέλεσμα των αδιέξοδων πολιτικών επιλογών των κυβερνήσεων της Νέας Δημοκρατίας και των ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ, δηλαδή των κατʼ εξοχήν εκπροσώπων της συντήρησης, που στη δεύτερη εκδοχή της, ως δήθεν Αριστερά, κυβερνά με έντονο άρωμα Ακροδεξιάς.
Το ερώτημα που θα πρέπει τώρα να απαντηθεί είναι αν το εγχείρημα της συνεργασίας των προοδευτικών δυνάμεων, υπό την κοινή ομπρέλα της Δημοκρατικής Συμπαράταξης, βγήκε από αυτήν τη δημοκρατική διαδικασία πιο ενισχυμένο πολιτικά και, κυρίως, αν κομίζει μια ουσιαστική πρόταση διακυβέρνησης προς τον ελληνικό λαό.
Ως προς το πρώτο σκέλος του ερωτήματος, η απάντηση είναι εμφανής και απλή. Πράγματι, η θέση της Δημοκρατικής Συμπαράταξης στο πολιτικό σκηνικό ενδυναμώθηκε.
Βεβαίως, αν θα αξιοποιηθεί αυτό το κεκτημένο είναι άλλη υπόθεση και σε μεγάλο βαθμό, αν όχι απολύτως, θα εξαρτηθεί από την απάντηση που θα δοθεί στο δεύτερο σκέλος του ερωτήματος.
Αυτό το δεύτερο, με τη σειρά του, για να απαντηθεί, θα πρέπει να προσδιορίσουμε το διακύβευμα που έχουμε να αντιμετωπίσουμε.
Το διακύβευμα της ανασυγκρότησης των προοδευτικών δυνάμεων, λοιπόν, δεν μπορεί παρά να είναι ταυτόσημο ως προς τις στρατηγικές στοχεύσεις του, με ό,τι έχει πραγματικά ανάγκη η χώρα.
Την εκ βάθρων αλλαγή της.
Το ξερίζωμα του παρασιτικού – πελατειακού κράτους, που συνεχίζει να κρατά σε ομηρία έναν ολόκληρο λαό και να απαξιώνει τα συγκριτικά πλεονεκτήματα της χώρας.
Με μια θεσμική επανεκκίνηση. Που θα λειτουργήσει καταλυτικά στη δημοκρατική λειτουργία των θεσμών, με κανόνες ίδιους για όλους, χωρίς εξαιρέσεις για ισχυρούς και ημετέρους και θα διαμορφώσει τις προϋποθέσεις για ένα αναπτυξιακό σοκ.
Αυτό θα σημάνει την οριστική σωτηρία της και τη δυνατότητα οικοδόμησης μιας βιώσιμης επόμενης ημέρας, με βιώσιμες θέσεις εργασίας, απαλλαγμένης από τις αντιλήψεις, τις νοοτροπίες και τις συμπεριφορές της «κανονικότητας» που βίωσαν οι Έλληνες την περίοδο 2004-2009.
Την «κανονικότητα» ενός πελατειακού συστήματος, που έχει αποκτήσει πλέον χαρακτηριστικά παρακράτους και μαφίας. Αν δεν επέλθει το οριστικό τέλος του, οι κρίσεις θα επανέρχονται ως συστημικά φαινόμενα. Και το χειρότερο, το χρήμα θα συγκεντρώνεται ανεξέλεγκτα στα χέρια όλο και πιο λίγων και η Δημοκρατία θα δέχεται αλλεπάλληλα πλήγματα. Οι αδικίες και οι ανισότητες θα κυριαρχούν και θα εντείνονται. Γιʼ αυτό και το τέλος αυτού του συστήματος αποτελεί προϋπόθεση για μια νέα αρχή.
Οτιδήποτε άλλο, πέραν αυτού του στρατηγικού στόχου, είναι κατώτερο του ιστορικού ρόλου που οφείλουν να διαδραματίσουν οι προοδευτικές δυνάμεις, οι δυνάμεις του δημοκρατικού σοσιαλισμού.
Γιατί το μείζον ζήτημα, που πρέπει να απαντηθεί με το χτύπημα του παρασιτισμού και του πελατειασμού, είναι η παραγωγή νέου πλούτου, που όμως θα είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με τη δίκαιη κατανομή του και τη στήριξη όσων χτυπήθηκαν από την κρίση.
Γιʼ αυτό, οι προοδευτικές δυνάμεις του τόπου, απαιτείται με αποφασιστικότητα να θέσουμε τον δάκτυλο επί τον τύπον των ήλων, με μια γενναία, ανατρεπτική, οραματική και μαζί αξιόπιστη και αποτελεσματική προοδευτική πρόταση διακυβέρνησης της χώρας απέναντι στη συντηρητική.
Μια πρόταση που θα υποχρεώνει τις πολιτικές και παραγωγικές δυνάμεις της χώρας να καθίσουν γύρω από το τραπέζι, το οποίο θα σηματοδοτήσει την εθνική προσπάθεια, που αποτελεί αδήριτη ανάγκη. Και να πάρουν θέση. Είτε κυβερνήσουν είτε όχι.