Η τακτική Κοτζιά που απέκρουσε τα τουρκικά τελεσίγραφα

Τελικά αποδείχθηκε ότι ο Έσπεν Μπαρθ Άιντα με προχειρότητα έστρωσε το χαλί για μια διάσκεψη που απλώς θα έδινε την ευκαιρία για άσκηση εκβιασμών εις βάρος της Λευκωσίας… Άλλωστε και ο ίδιος κ. Γκουτιέρες παραδέχθηκε ότι «γίνεται πρόοδος», αλλά «μένουν πολλά να γίνουν…»..

Το εκβιαστικό δίλημμα που επιχείρησε με χοντροκομμένο τρόπο να θέσει ο Μεβλούτ Τσαβούσογλου στην Κύπρο και τον Νίκο Αναστασιάδη ήταν: «Είτε θα δώσετε κάτι ή, διαφορετικά, η διαδικασία τελειώνει».

Αθήνα και Λευκωσία, παρά τις δυσκολίες που είχαν υπάρξει στο παρελθόν, βρήκαν κοινό βηματισμό και αυτό οφείλεται κυρίως στον Νίκο Κοτζιά, που συνέβαλε στη διαμόρφωση της κοινής στρατηγικής με την οποία αντιμετωπίστηκε ο τουρκικός εκβιασμός.

Τον εκβιασμό ότι «αυτή είναι η τελευταία και τελική διάσκεψη» ακολούθησε και δεύτερος εκβιασμός, με τον κ. Τσαβούσογλου, το βράδυ της Πέμπτης, να απαιτεί την τακτοποίηση των θεμάτων της ασφάλειας και των εγγυήσεων, όσον αφορά τα εκκρεμή ζήτημα του Κυπριακού, ο οποίος -κι αυτός- απορρίφθηκε από τον Νίκο Κοτζιά και τον Νίκο Αναστασιάδη.

Ο έλληνας ΥΠΕΞ μάλιστα δήλωσε στη διάσκεψη ότι από την αρχή η διαδικασία ήταν open ended (ανοικτού τέλους) και ότι τέτοιοι εκβιασμοί δεν λειτουργούν στο Κυπριακό αλλά έχουν αντίθετα αποτελέσματα, όταν μάλιστα υπάρχουν και τα δημοψηφίσματα.

Η σκληρή δήλωση του Νίκου Κοτζιά την Παρασκευή, λίγο πριν ξεκινήσει η διάσκεψη, παρουσία του ΓΓ του ΟΗΕ Αντόνιο Γκουτιέρες, έδωσε το στίγμα της ημέρας: «Αποτρέψαμε την προσπάθεια εκβιασμού. Δεν θα επιτρέψουμε σε κανέναν να ζητά όλα ή τίποτα. Η Ελλάδα και οι Ελληνοκύπριοι διαθέτουν τη δύναμη του δικαίου και η άλλη πλευρά την κατοχή και τον Στρατό…».

Σε ό,τι αφορά την πρόταση για συζήτηση-πακέτο, απορρίφθηκε και από την Λευκωσία αλλά και από την Αθήνα, καθώς η Ελλάδα ως εγγυήτρια δύναμη έχει λόγο μόνο για τα θέματα ασφάλειας/εγγυήσεων και όχι για την εσωτερική πτυχή του Κυπριακού, που αφορά αποκλειστικά και μόνο τις δύο κοινότητες.

Σημαντικό στοιχείο, το οποίο βοήθησε σημαντικά στο Κραν Μοντανά την κυπριακή και την ελληνική κυβέρνηση, ήταν ότι στην τελευταία Σύνοδο Κορυφής της ΕΕ η Άνγκελα Μέρκελ και ο Εμανουέλ Μακρόν είχαν συμφωνήσει με Αναστασιάδη και Τσίπρα ότι οι εγγυήσεις δεν μπορούν να γίνουν αποδεκτές σε ό,τι αφορά ένα ανεξάρτητο κράτος και μάλιστα μέλος της ΕΕ. Αυτό το γεγονός ενίσχυσε σημαντικά την ελληνική διαπραγματευτική θέση και συγχρόνως όρθωσε ένα όριο, το οποίο ο κ. Αναστασιάδης, ακόμη και εάν είχε τέτοιες σκέψεις, δεν μπορούσε να υπερβεί.

Η στρατηγική του Νίκου Κοτζιά, που από την πρώτη ημέρα που ασχολήθηκε με το Κυπριακό ανέδειξε και έφερε στην κορυφή της ατζέντας το ζήτημα των εγγυήσεων και της ασφάλειας, αποδείχθηκε κρίσιμη και στη δεύτερη διάσκεψη για το Κυπριακό.

Με ισχυρή επιχειρηματολογία τόσο ο Νίκος Αναστασιάδης όσο και ο Νίκος Κοτζιάς εξήγησαν και απέδειξαν για ποιους λόγους δεν είναι δυνατή η διατήρηση των εγγυήσεων. Ακόμη πιο σημαντικό ήταν ότι από την πρώτη ημέρα της διάσκεψης τη θέση αυτή αποδέχθηκαν τόσο ο εκπρόσωπος της ΕΕ κ. Τίμερμανς, που πρόβαλε τον ρόλο που πρέπει να έχει η ΕΕ για την ασφάλεια των πολιτών της, ενώ αρνητικά στο ενδεχόμενο συνέχισης των εγγυήσεων τοποθετήθηκαν ο εκπρόσωπος των Βρετανών Τζόναθαν Άλεν και ο αναπληρωτής ΓΓ του ΟΗΕ Τζέφρι Φέλντμαν.

Αυτό το στοιχείο πιθανόν εξόργισε την τουρκική πλευρά και οδήγησε στις δηλώσεις Τσαβούσογλου, που δυναμίτισαν τη διαδικασία.

Σε δηλώσεις του σε τούρκους δημοσιογράφους ο κ. Τσαβούσογλου έκανε λόγο για «όνειρο που έχουν οι Έλληνες και Ελληνοκύπριοι για μηδέν εγγυήσεις και μηδέν στρατό και θα πρέπει να ξυπνήσουν».

Η Τουρκία εμφανίσθηκε με τις γνωστές, ανελαστικές προτάσεις και ιδέες της για το θέμα των εγγυήσεων, ελπίζοντας ότι θα πετύχει την αλληλοσύνδεση του κεφαλαίου αυτού, που αποτελεί τη διεθνή πτυχή του Κυπριακού, με τις εσωτερικές πτυχές και τη διαπραγμάτευση που διεξάγεται μεταξύ των δύο κοινοτήτων.

Και παρότι και αυτή η διαδικασία είναι απολύτως προβληματική, επιχειρεί να πλαγιοκοπήσει και να διεμβολίσει μέσω του Κυπριακού και την ΕΕ, ζητώντας την υιοθέτηση των τεσσάρων ελευθεριών για τους τούρκους πολίτες και την εξομοίωση των τούρκων πολιτών με τους έλληνες πολίτες (που είναι πολίτες της ΕΕ) στη νέα, ενωμένη Κύπρο.

Αυτό όμως συνιστά μείζονος σημασίας ζήτημα: Η ισότιμη μεταχείριση ελλήνων και τούρκων πολιτών στο επανενωμένο νησί σημαίνει ότι παρακάμπτεται ουσιαστικά η ισορροπία 4 προς 1 για τους έλληνες και τούρκους πολίτες που θα υπάρχουν στο νησί. Συγχρόνως, είτε θα πρέπει όλες οι χώρες της ΕΕ να εγκρίνουν την προνομιακή μεταχείριση των τούρκων πολιτών για όλες τις χώρες-μέλη της ΕΕ είτε η Κύπρος θα πρέπει τουλάχιστον να αποχωρήσει από την Ευρωζώνη και από άλλους θεσμούς της ΕΕ προκειμένου να ικανοποιηθεί, εφόσον βρεθεί νομικός τρόπος, η τουρκική απαίτηση.

Διαφορετικά θα χρησιμοποιηθεί η ρύθμιση αυτή ως Δούρειος Ίππος για τη θέσπιση έμμεσης, προνομιακής μεταχείρισης της ΕΕ προς τους πολίτες της Τουρκίας.

Κωνσταντίνος Τσάκαλος


Σχολιάστε εδώ