Η περιπέτειά μου στο ΚΘΒΕ

Γιʼ αυτό και διάφορα πρόσωπα συγκέντρωναν υπογραφές διαμαρτυρίας προς τον πρόεδρο της κυβερνήσεως Κ. Καραμανλή με αίτημα την απόλυση του υπουργού του.

Εκείνες τις μέρες, που διεξήγο­ντο διάφορες συζητήσεις για το συμβάν, η βοηθός μου στο πανεπιστήμιο Ειρήνη Χαλκιά μού τηλεφώνησε το βράδυ μιας Πέμπτης και με πληροφόρησε ότι οι απολυθέντες από το θέατρο συνάδελφοί μου συγκέντρωσαν τους φοιτητές και κατεφέροντο εναντίον μου με τη δικαιολογία ότι θα συμμετείχα σε νέο συμβούλιο του ΚΘΒΕ. Την επομένη το πρωί ρώτησα τον καθηγητή Χρύσανθο Χρήστου, ο οποίος συμμετείχε στη συγκέντρωση, γιατί κατεφέροντο εναντίον μου και μου απάντησε ότι διαμαρτύρονταν επειδή είχα δεχθεί να συμμετάσχω σε νέο συμβούλιο του θεάτρου. Τον ρώτησα από πού έχει την πληροφορία και μου είπε ότι αυτό αναφερόταν σε μια εφημερίδα. Μόλις μου έδωσε την πληροφορία, έφυγα για την Αθήνα και πήγα στο υπουργείο Παιδείας, όπου σε συνάντησή μου με τον υπουργό Γ. Ράλλη τον παρεκάλεσα να εξαιρεθώ από το νέο συμβούλιο για δύο λόγους: Πρώτον, γιατί οι απολυθέντες ήσαν συνάδελφοί μου στο πανεπιστήμιο και τυχόν συμμετοχή μου στο νέο συμβούλιο θα με έφερνε σε σύγκρουση μαζί τους. Δεύτερον, γιατί είχα μόλις προ μιας εβδομάδος εκλεγεί αντιπρύτανης και δεν ήθελα στην πρυτανεία μου να έχω να αντιμετωπίσω την εχθρότητα ενός μέρους της πανεπιστημιακής κοινότητας. Ο υπουργός παραδέχτηκε ότι είχα δίκιο, φώναξε τον καθηγητή Παντελίδη και του είπε να μεταφέρει προς τον υπουργό Πολιτισμού Κ. Τρυπάνη τη σύμφωνη γνώμη του υπουργού Παιδείας να μη συμμετάσχω στο νέο συμβούλιο του θεάτρου. Επέστρεψα αυθημερόν στη Θεσσαλονίκη με την εντύπωση ότι το θέμα διευθετήθηκε όπως θα το ήθελα. Όμως, την επόμενη μέρα, Σάββατο, επικοινώνησε τηλεφωνικά μαζί μου ο υπουργός Κ. Τρυπάνης και με παρακαλούσε με επιμονή και ικετευτικά να δεχθώ να συμμετάσχω στο συμβούλιο, έστω και για λίγο. Εγώ αρνιόμουν να δεχθώ την πρότασή του, αλλά αυτός επέμενε να την αποδεχτώ. Στο μεταξύ ήρθε στο γραφείο μου η βοηθός μου, η οποία μου ανέφερε ότι εξακολουθούσαν οι συνάδελφοί μου να συγκεντρώνουν τους φοιτητές και να εκτοξεύουν απειλές προς το πρόσωπό μου. Κατόπιν αυτού, σε νέα επικοινωνία, που έγινε με πρωτοβουλία και πάλι του υπουργού Πολιτισμού, δεν επέμεινα στην άρνησή μου, αλλά του έδωσα την εντύπωση ότι μπορούσα να συμμετάσχω.

Πράγματι δημοσιεύτηκαν τα ονόματα των μελών του νέου συμβουλίου, ανάμεσα στα οποία ήταν και το δικό μου. Όταν τούτο συνήλθε, εκλέχτηκα πρόεδρος του νέου συμβουλίου. Τότε δημοσιογράφοι με συναντούσαν και με ρωτούσαν αν έχω σχέση με το θέατρο. Τους απαντούσα ευθέως ότι δεν είχα καμιά ιδιαίτερη σχέση με το θέατρο, όπως είχε ο πρόεδρος του προηγούμενου συμβουλίου, ο αείμνηστος Ν. Χουρμουζιάδης. Αλλά προσέθετα ότι εγώ ως πρόεδρος θα ασκούσα μόνον τις διοικητικές μου ιδιότητες, ώστε το συμβούλιο να ανταποκριθεί επάξια στα καθήκοντά του, που ασφαλώς δεν ήταν η ανάμειξη στα καθήκοντα του διευθυντή του θεάτρου. Όταν ανέλαβε το νέο συμβούλιο, συνέχισαν στις εφημερίδες των Αθηνών και της Θεσσαλονίκης διάφοροι δημοσιογράφοι να καταφέρονται εναντίον του υπουργού και του νέου συμβουλίου και εναντίον του διευθυντή του θεάτρου, του σκηνοθέτη Μ. Βολανάκη, ο οποίος, επειδή είχε συνεργαστεί με το προηγούμενο συμβούλιο, ελάμβανε σοβαρά υπόψη τις επιθέσεις εναντίον του. Μια μέρα τηλεφώνησε το μεσημέρι στο σπίτι μου λέγοντάς μου ότι στην εφημερίδα «Τα Νέα» των Αθηνών επιτέθηκαν με άρθρο εναντίον του ονομαστικά και απαιτούσε από μένα να απαντήσω στην εφημερίδα. Εγώ του είπα ότι δεν νομίζω ότι είναι δουλειά μου να απαντήσω και ότι αν ο ίδιος δεν μπορεί να υποφέρει τέτοιου είδους δημοσιογραφικές επιθέσεις, υπήρχε και η λύση της παραίτησης. Του είπα επίσης ότι εάν αποφασίσει να υποβάλει παραίτηση, μπορεί να γράψει και να μας αποστείλει ένα σύντομο κείμενο και ευχαρίστως θα γινόταν αποδεκτή η παραίτησή του, πράγμα το οποίο και έπραξε. Κατόπιν τούτου, συνεννοήθηκα με τον υπουργό Πολιτισμού και αποφασίσαμε να προταθεί για τη θέση του διευθυντή ο σκηνοθέτης Σπύρος Ευαγγελάτος, ο οποίος και αποδέχτηκε την πρότασή μας.

Ο Σπ. Ευαγγελάτος ήταν τότε νέος, με μεγάλη όρεξη για δουλειά και πολύ δημιουργικός. Με τα χρήματα της ίδιας χρηματοδότησης του υπουργείου ο Ευαγγελάτος δημιούργησε πέντε σκηνές, αντί των δύο που υπήρχαν κατά την περίοδο του προηγούμενου συμβουλίου. Εκτός από την κύρια σκηνή και την πειραματική, προστέθηκε τότε πο­ντιακή σκηνή, με έργα γραμμένα στην ποντιακή διάλεκτο, παιδική σκηνή και όπερα. Στις παραστάσεις του ποντιακού θεάτρου κατέφθαναν από την επαρχία 30-40 λεωφορεία και η αίθουσα γέμιζε ασφυκτικά. Το ίδιο και στις παραστάσεις της όπερας, γιατί η Θεσσαλονίκη για πρώτη φορά τότε γνώριζε οργανωμένη παράσταση όπερας, με πρωταγωνιστές τα καλύτερα ονόματα του ελληνικού και του ευρωπαϊκού θεάτρου.

Ήταν κάτι απροσδόκητο η συρροή του κόσμου στις παραστάσεις. Ανάλογη ήταν και η επιτυχία των παραστάσεων του θεάτρου και στο εξωτερικό. Θυμάμαι ότι ο Ευαγγελάτος σκηνοθέτησε τους «Πέρσες» του Αισχύλου, με μια εντυπωσιακή μουσική γραμμένη από τον Χάλαρη, και την παράσταση αυτήν την παρουσιάσαμε και στη Ρωσία, στη Μόσχα και στην Πετρούπολη (τότε ακόμα Λένινγκραντ). Στη Μόσχα, όπου συνόδευσα τον θίασο, από την ελληνική πρεσβεία μου έλεγαν ότι δεν επρόκειτο να είχαμε άμεση εκδήλωση εντυπώσεων από την παράσταση εκ μέρους των Ρώσων. Ωστόσο, το επίσημο σοβιετικό πρακτορείο ΤΑΣΣ αμέσως μετά την παράσταση, σε μια δισέλιδη ανακοίνωσή του, εξέφραζε ενθουσιασμό και επαινούσε ανενδοίαστα την παράσταση. Μια άλλη παράσταση έργου του Αριστοφάνη με πρωταγωνιστή τον Θ. Καρακατσάνη μεταφέρθηκε αργότερα και στη Ρουμανία, όπου επίσης έτυχε ενθουσιώδους υποδοχής.

Κατά τη διάρκεια της σύντομης (1977-1980) παραμονής μου ως προέδρου του ΚΘΒΕ, χάρη και στην άμεμπτη συνεργασία με τον Σπ. Ευαγγελάτο, δόθηκε η ευκαιρία να σκηνοθετήσουν παραστάσεις έμπειροι σκηνοθέτες από την Αθήνα και αλλού αλλά και μερικοί νέοι, ορισμένοι από τους οποίους αργότερα διακρίθηκαν. Το ίδιο έγινε και με τους ηθοποιούς, αφού δόθηκε η ευκαιρία σε φτασμένους μεγάλους ηθοποιούς αλλά και σε νέα ταλέντα να εμφανιστούν. Επιπλέον, κατά τη σύντομη αυτή παραμονή μου στο συμβούλιο του θεάτρου, ιδρύσαμε, με τη συνεργασία του υπουργού Πολιτισμού, δύο περιφερειακά θέατρα. Το πρώτο στην Κομοτηνή, στα εγκαίνια του οποίου παρέστη και ο ίδιος ο υπουργός, και το δεύτερο στις Σέρρες. Μου κάνει δε εντύπωση το γεγονός ότι πρόσφατα ρώτησα κατοίκους των δύο πόλεων εάν τα θέατρα αυτά υπάρχουν και λειτουργούν. Οι αόριστες απαντήσεις που έλαβα με οδηγούν στο συμπέρασμα ότι τα δύο αυτά θέατρα έχουν διακόψει από πολύ καιρό τη λειτουργία τους ως τμήματα του ΚΘΒΕ, αφού από το 1984 και πέρα -ή και αργότερα- αντικαταστάθηκαν από τοπικά δημοτικά θέατρα (ΔΗΠΕΘΕ). Ένα χαρακτηριστικό περιστατικό ενδεικτικό της ελληνικής γραφειοκρατίας, που συνέβη κατά την παρουσία μου στο συμβούλιο του θεάτρου, αξίζει να αναφερθεί. Κατά τη μετάβασή μας στη Ρωσία, στη Μόσχα, συνέβη το εξής περιστατικό:

Όταν άρχισαν οι παραστάσεις των «Περσών» στη Μόσχα, συνέβη να κλείσει ξαφνικά ο λαιμός της πρωταγωνίστριας Αντιγόνης Βαλάκου, που υποδυόταν την Άτοσσα, και φοβηθήκαμε ότι δεν θα μπορούσε να βγάλει τη βραδινή παράσταση. Ενώ φροντίζαμε, με τη βοήθεια των γιατρών του «Μπολσόι», να μπορέσει να συνεχίσει τις παραστάσεις, φώναξα μιαν ηθοποιό που ήταν η αντικαταστάτριά της και της είπα να είναι έτοιμη το βράδυ αν παραστεί ανάγκη να υποδυθεί τον ρόλο της Άτοσσας. Αυτή, όμως, αντί να ακούσει την παράκλησή μας, έφυγε και πέρασε τη μέρα της επισκεπτόμενη διάφορα μουσεία. Ευτυχώς, με τη βοήθεια των γιατρών του «Μπολσόι», η Βαλάκου μπόρεσε το βράδυ να βγάλει την παράσταση. Όμως μου προξένησε μεγάλη οργή το γεγονός ότι η αντικαταστάτρια δεν έδωσε διόλου προσοχή στην παράκλησή μας να ανταποκριθεί στα στοιχειώδη καθήκοντά της. Όταν επιστρέψαμε στην Ελλάδα, εισηγήθηκα την απόλυσή της, καθότι αρνήθηκε να εκτελέσει και τα πιο στοιχειώδη καθήκοντά της.

Η κυρία αυτή, όπως πληροφορήθηκα αργότερα, ήταν κόρη ενός υψηλόβαθμου υπαλλήλου του υπουργείου Προεδρίας, και ο πατέρας της ήταν πολύ φίλος του Κ. Καραμανλή. Φαίνεται ότι στη σχέση αυτή του πατέρα της με τον πρωθυπουργό οφειλόταν και η ανεξήγητη συμπεριφορά της. Η απόλυσή της είχε για μένα προσωπικά κάποιες συνέπειες. Συνέβαινε τότε να είμαι πρύτανης του ΑΠΘ και πρόεδρος των ελλήνων πρυτάνεων. Γινόταν τότε, κατʼ έτος, σύνοδος των ευρωπαίων πρυτάνεων (CRE) και εκείνη τη χρονιά η σύνοδος θα γινόταν στο Ελσίνκι. Όταν ζήτησα να μου χορηγηθεί άδεια μετάβασης στο Ελσίνκι, η αίτησή μου απερρίφθη από τους τρεις αρμόδιους υπουργούς. Ένας διευθυντής στο υπουργείο Παιδείας, ο αείμνηστος Λ. Μαυρίδης, με διαβεβαίωσε ότι η άδεια θα δοθεί. Εγώ όμως, επειδή δεν έλαβα την άδεια, δεν ετοιμάστηκα να φύγω για το Ελσίνκι. Λίγες μέρες πριν από τη σύνοδο ο γραμματέας της CRE από τη Γενεύη έστειλε επιστολή που έλεγε ότι ήταν αδιανόητο να γίνει η σύνοδος και από την Ελλάδα να απουσιάζει ο πρόεδρος των ελλήνων πρυτάνεων. Παρʼ όλα αυτά, οι άλλοι ελληνες πρυτάνεις ξεκίνησαν για το Ελσίνκι και την εσχάτη μόνο στιγμή μου διεμηνύθη ότι μπορούσα να μεταβώ κι εγώ εκεί. Επήγα πράγματι και βρήκα τους άλλους πρυτάνεις και λάβαμε μέρος στις εργασίες της συνόδου, όπου μεταξύ άλλων μου προτάθηκε από τους έλληνες πρυτάνεις να είμαι ο μόνιμος εκπρόσωπος της Ελλάδας στην CRE, διότι ο τότε μόνιμος εκπρόσωπος, ένας καθηγητής του Πολυτεχνείου Αθηνών, δεν ενδιαφερόταν και πολύ. Κατά τη διάρκεια μάλιστα της συνόδου απουσίαζε σε εκδρομή με άλλους ξένους συνέδρους.

Η επόμενη σύνοδος της CRE είχε οριστεί για την Οχρίδα της τότε Γιουγκοσλαβίας. Είχα ζητήσει άδεια μετάβασής μου και υπολόγιζα να πάω στη Φλώρινα με το πρυτανικό αυτοκίνητο και από εκεί με ένα ταξί στην Οχρίδα. Στην αίτησή μου ανέφερα ότι τα έξοδα για τη συμμετοχή μου στη CRE θα ήταν 22.000 δρχ. Όμως άδεια για να μεταβώ δεν δόθηκε ποτέ και έτσι τελικά δεν συμμετείχα. Το περίεργο όμως είναι ότι δύο περίπου μήνες μετά τη σύνοδο έλαβα μια επιστολή, υπογεγραμμένη από τους τρεις υπουργούς (Προεδρίας, Οικονομικών και Παιδείας), στην οποία ούτε λίγο ούτε πολύ αναφερόταν ότι αν και δεν υπάκουσα στις εντολές τους και πήγα στη σύνοδο, αυτοί θα μου πλήρωναν τα έξοδα της μετάβασής μου. Κατόπιν αυτού έγραψα ένα εκτεταμένο γράμμα προς το περιοδικό «Πολιτικά Θέματα», όπου διηγούμουν τι είχε συμβεί. Ο διευθυ­ντής του περιοδικού δημοσίευσε την επιστολή μου στην πρώτη σελίδα με επικεφαλίδα «Ιδού πώς συμπεριφέρονται προς τους πρυτάνεις» και εμέμφετο τους τρεις υπουργούς. Στο δικό μου γράμμα εξέφραζα την απορία μου πώς μου απέστειλαν τέτοιο έγγραφο αφού εγώ δεν είχα πάει στο συνέδριο. Όταν δημοσιεύτηκε το γράμμα μου, ο τότε υπουργός Προεδρίας Κ. Στεφανόπουλος έγραψε ένα σύντομο γράμμα στον διευθυντή του περιοδικού και τον εμέμφετο διότι δημοσιεύει τέτοια γράμματα χωρίς να τον συμβουλευτεί, ενώ επαναλάμβανε το ίδιο τροπάριο, δηλαδή πως αυτοί μου παρείχαν τα έξοδα του συνεδρίου, παρότι εγώ δεν υπάκουσα στις εντολές τους και πήγα. Εις απάντηση στο γράμμα του αείμνηστου Κ. Στεφανόπουλου, έγραψα ότι μου κάνει εντύπωση το γεγονός ότι ο υπουργός, ενώ τον διαβεβαίωσα ότι δεν έλαβα μέρος στο συνέδριο, επιμένει ότι συμμετείχα σʼ αυτό και ότι με μεγαλοθυμία μου κάλυπτε τα έξοδα.

Η αιτία των δύο αυτών επεισοδίων, της μετʼ εμποδίων μετάβασής μου στο Ελσίνκι και της μη μετάβασής μου στην Οχρίδα, είναι το ότι ζήτησα την απόλυση, όπως είχα καθήκον, της κόρης ανωτέρου υπαλλήλου, συνεργάτη του Κ. Στεφανόπουλου και του Κ. Καραμανλή. Ας προστεθεί εδώ ότι μόλις το 1980 έφυγα ξαφνικά από την Ελλάδα και έγινα υπουργός στην Κύπρο, οι πρώην συνάδελφοί μου στο συμβούλιο του ΚΘΒΕ ξαναδιόρισαν την κυρία.


Σχολιάστε εδώ