Η Πενταμερής στο Κραν Μοντανά έσχατο όριο μιας αυτοκαταστροφικής πολιτικής

Τα ερωτήματα αυτά υπενθυμίζουν ότι η διαδικασία είναι μέρος της ουσίας και ότι η αποδοχή προτάσεων για τη συζήτηση και τη διαπραγμάτευση της ουσίας δεν είναι πάντα αθώα και ακίνδυνη. Τον Σεπτέμβριο του 1955, η Μεγάλη Βρετανία, για να εισαγάγει την Τουρκία στο Κυπριακό ως ενδιαφερόμενο μέρος, πήρε την πρωτοβουλία για την οργάνωση στο Λονδίνο της περιβόητης Τριμερούς Διασκέψεως Μεγάλης Βρετανίας, Ελλάδος, Τουρκίας «για τη συζήτηση θεμάτων ασφαλείας της Ανατολικής Μεσογείου, περιλαμβανομένου του Κυπριακού».

Η Διάσκεψη τυπικά «απέτυχε», γιατί κατέληξε σε αδιέξοδο. Για τους Βρετανούς οργανωτές της όμως ήταν αναμενόμενο ότι θα κατέληγε σε αδιέξοδο. Ο πραγματικός στόχος ήταν άλλος. Ήταν η εισαγωγή της Τουρκίας στο Κυπριακό ως «ενδιαφερόμενου μέρους», ενώ η τελευταία είχε παραιτηθεί από κάθε ενδιαφέρον και δικαίωμα πάνω στην Κύπρο με τη Συνθήκη της Λωζάννης. Από την άποψη αυτή, η Τριμερής του Λονδίνου δεν «απέτυχε» καθόλου. Αντιθέτως, τις οδυνηρές συνέπειές της τις ζούμε μέχρι σήμερα.

Ο Κύπριος Πρόεδρος Νίκος Αναστασιάδης, σʼ ένα δείπνο με τον Τουρκοκύπριο ηγέτη Μουσταφά Ακιντζί και τον ειδικό αντιπρόσωπο του Γ. Γραμματέα του ΟΗΕ στο Κυπριακό Έσπεν Μπαρθ Άιντα, στο Μον Πελεράν της Ελβετίας, την 1η Δεκεμβρίου 2016, ανέτρεψε τη διαχρονική πολιτική της Ελληνικής πλευράς και δέχθηκε αυτό που πάντα ζητούσε η Τουρκική πλευρά: Πενταμερή Διάσκεψη για το Κυπριακό, στην οποία θα συμμετείχαν οι τρεις εγγυήτριες δυνάμεις (Τουρκία, Μ. Βρετανία, Ελλάδα, συν Ελληνοκυπριακή και Τουρκοκυπριακή κοινότητα).

Το μόνο επιχείρημα που επέσειε ο Κύπριος Πρόεδρος ήταν ο ισχυρισμός ότι δήθεν, στο πλαίσιο της Πενταμερούς, η Τουρκία θα υποχρεωνόταν να αποκαλύψει τα χαρτιά της και να συζητήσει επιτέλους τα θέματα ασφαλείας και εγγυήσεων, τα οποία απέφευγε συστηματικά να συζητήσει. Η Τουρκία όμως απέφευγε να τα συζητήσει όχι γιατί τα θεωρούσε κρυφά χαρτιά αλλά γιατί τα θεωρούσε αδιαπραγμάτευτα.

Για του λόγου το αληθές, ο Τούρκος υπουργός Εξωτερικών Μεβλούτ Τσαβούσογλου επανέλαβε, με καθόλου διπλωματικό τρόπο, τις τέσσερις βασικές τουρκικές θέσεις για τη διεθνή πτυχή του Κυπριακού: Παραμονή Τουρκικών στρατευμάτων και μετά τη «λύση», Τουρκικές εγγυήσεις, αποδοχή από την Ευρωπαϊκή Ένωση ως «πρωτογενούς Ευρωπαϊκού δικαίου» του πακέτου της «λύσεως» του Κυπριακού, απόδοση των τεσσάρων Ευρωπαϊκών Ελευθεριών, που αναφέρονται μόνο στους Ευρωπαίους πολίτες, σʼ όλους τους Τούρκους υπηκόους, ενώ η Τουρκία δεν είναι χώρα-μέλος της Ευρωπαϊκής Ενώσεως. Οι Τουρκικές αυτές θέσεις για τη διεθνή πτυχή προστίθενται, βεβαίως, στις Τουρκικές θέσεις για την εσωτερική πτυχή: Καμιά ουσιαστική «παραχώρηση» κατεχομένου εδάφους, το οποίο χρησιμοποιείται συστηματικά ως δέλεαρ για την Ελληνική πλευρά. Διζωνική ομοσπονδία με πολιτική ισότητα, που συνιστά στην πραγματικότητα, κατά μείζονα λόγο, συνομοσπονδία και μόνο, κατά ελάσσονα λόγο, όπου συμφέρει την Τουρκική πλευρά, ομοσπονδία. Η εξίσωση αυτή των δύο μερών, της Ελληνοκυπριακής δηλαδή πλειοψηφίας του 82% με την Τουρκοκυπριακή μειοψηφία του 18%, καταλύει, προφανώς, κάθε έννοια δημοκρατικής αρχής και κατʼ επέκταση πραγματικής ανεξαρτησίας και λαϊκής κυριαρχίας. Στην πραγματικότητα, με την περιβόητη «πολιτική ισότητα», με τους Τουρκοκυπρίους, η Κυπριακή Δημοκρατία θα καταλυόταν και θα υποκαθίστατο από ένα τερατώδες δικέφαλο κράτος, το οποίο θα ελεγχόταν, μέσω των «ισοτίμων» Τουρκοκυπρίων, από την Άγκυρα. Καμιά απόφαση για κανένα σημαντικό θέμα δεν θα ήταν δυνατό να ληφθεί χωρίς τη σύμφωνη γνώμη και τη συγκατάθεση της Άγκυρας.

Η Τουρκική πλευρά παρέμεινε μέχρι το τέλος πλήρως αδιάλλακτη στην πρώτη Γενεύη, όπως προέβλεπαν άλλωστε όσοι παρακολουθούν από κοντά το Κυπριακό. Τι μεσολάβησε από τότε, ώστε η Ελληνική πλευρά να συνεχίσει την ίδια πολιτική, λησμονώντας το αρχαίο ρητό ότι «ουκ ανδρός σοφού το δις εξαμαρτείν»; Η δεύτερη Γενεύη, στο Κραν Μοντανά, έγινε μάλιστα με νέες Ελληνικές παραχωρήσεις: Την αναβάθμιση του ρόλου του ειδικού αντιπροσώπου του Γ. Γραμματέα του ΟΗΕ για το Κυπριακό Έσπεν Μπαρθ Άιντα, ο οποίος έχει δώσει μέχρι τώρα πολλά δείγματα του ρόλου που διαδραματίζει. Η αναβάθμισή του συνίστατο στην ανάθεση σʼ αυτόν της συντάξεως και υποβολής στη Διάσκεψη «κοινού» εγγράφου για τα θέματα ασφαλείας και εγγυήσεων.

Ο Έσπεν Μπαρθ Άιντα δεν διέψευσε τον εαυτό του. Το έγγραφο που ετοίμασε, με υποβολέα το Βρετανικό Φόρεϊν Όφις, ήταν πλήρως ετεροβαρές υπέρ των Τουρκικών θέσεων. Λευκωσία και Αθήνα διαμαρτυρήθηκαν και αρνήθηκαν να αναγνωρίσουν ως «κοινό» ένα τέτοιο έγγραφο. Ο Έσπεν Μπαρθ Άιντα αναγκάσθηκε να το αποσύρει. Η δεύτερη υποχώρηση, στην οποία προέβη η Ελληνική πλευρά, είναι η αποδοχή της πάγιας Τουρκικής θέσεως για άμεση σύνδεση και κοινή διαπραγμάτευση των θεμάτων της διεθνούς και της εσωτερικής πτυχής, ώστε να γίνει ένα παζάρι «πάρε-δώσε» και να χρησιμοποιηθεί κυρίως το εδαφικό για την απόσπαση νέων παραχωρήσεων της Ελληνικής πλευράς και στα θέματα ασφάλειας και εγγυήσεων.

Όπως και στην πρώτη Γενεύη, το ίδιο και για τη δεύτερη, διαδιδόταν επιτηδείως από την προπαγάνδα του ξένου παράγοντα, που πρωτοστατεί στο παρασκήνιο, ότι η Τουρκική πλευρά θα κάνει κάποια σημαντική κίνηση στο θέμα της ασφάλειας, υπονοώντας εξαγγελία για μείωση των Τουρκικών στρατευμάτων κατοχής.

Είναι προφανές ότι η μείωση του αριθμού των κατοχικών στρατευμάτων δεν αλλάζει την ουσία του θέματος. Σε κάθε όμως περίπτωση, ο Τούρκος υπουργός Εξωτερικών έσπευσε να δώσει το στίγμα της Τουρκικής πολιτικής: «Να αφυπνισθούν», είπε, «η Ελλάδα και η Κύπρος από το όνειρο ότι η Τουρκία θα δεχθεί λύση χωρίς στρατιωτική παρουσία και εγγυήσεις».

Ως πιστός αντιφωνητής του, ο Τουρκοκύπριος ηγέτης Μουσταφά Ακιντζί έσπευσε να υπερακοντίσει στο θέμα της αποδόσεως σʼ όλους τους Τούρκους υπηκόους των τεσσάρων Ευρωπαϊκών ελευθεριών. Επανέλαβε επίσης όλες τις γνωστές, αδιάλλακτες Τουρκικές θέσεις για το εδαφικό, την εκ περιτροπής Προεδρία, την οικονομία, τους εποίκους, την «ισότιμη» διακυβέρνηση.

Στις 30 Ιουνίου αναμενόταν να έρθει στο Κραν Μοντανά και ο Γ. Γραμματέας του ΟΗΕ Αντόνιο Γκουτιέρες. Η Ελληνική πλευρά δεν μπορεί να ελπίζει σε κάτι θετικό από αυτό το πλαίσιο, που αντιπροσωπεύει το έσχατο όριο μιας αυτοκαταστροφικής πολιτικής. Το φιάσκο και της δεύτερης Γενεύης επιτάσσει την αναζήτηση, γρήγορα, μιας εναλλακτικής στρατηγικής, που θα έχει στο επίκεντρό της αυτό που είναι η ουσία του Κυπριακού, η Τουρκική εισβολή και κατοχή.


Σχολιάστε εδώ