Αποφασιστικό βήμα προς επιστροφή στη φορολογική κανονικότητα
Εφαρμόζοντας πιστά τις συνταγματικές αρχές που πρέπει να διέπουν την επιβολή του φόρου, όπως αυτές απορρέουν από τις διατάξεις του άρθρου 78 του Συντάγματος, διατυπώνει τον κανόνα (βλ. σκ. 6 αυτής) ότι «ως ουσιαστικό στοιχείο της φορολογικής ενοχής η διάρκεια της παραγραφής πρέπει να καθορίζεται εκ των προτέρων, ενώ μεταβολή της με την πρόβλεψη επιμηκύνσεως είναι δυνατή μόνον υπό τις προϋποθέσεις της παραγράφου 2 του ανωτέρω άρθρου 78 του Συντάγματος, δηλαδή με διάταξη θεσπιζόμενη το αργότερο το έτος, που έπεται εκείνου, στο οποίο ανάγεται η φορολογική υποχρέωση.».
Επομένως, κρίσιμο γεγονός δεν είναι απλά να μην έχει εκπνεύσει ο (αρχικός ή κατόπιν παρατάσεως) χρόνος παραγραφής, όπως υπελάμβανε έως σήμερα ο νομοθέτης, αλλά να μην έχει παρέλθει το επόμενο της γεννήσεως της φορολογικής υποχρεώσεως έτος.
Ως εκ τούτου, σύμφωνα με τον κανόνα αυτόν, η παράταση του χρόνου παραγραφής, π.χ., της χρήσεως 2004 μπορούσε κατά τρόπο συνταγματικώς επιτρεπτό να πραγματοποιηθεί με νόμο θεσπιζόμενο το αργότερο έως τη λήξη του επομένου έτους, ήτοι έως τις 31-12-2005, και όχι, βεβαίως, λίγο πριν από την εκπνοή του, που ελάμβανε χώρα στις 31-12-2010 (υπενθυμίζεται ότι ο χρόνος παραγραφής εκκινεί από το τέλος του έτους εντός του οποίου υποβάλλεται η δήλωση, ήτοι από το τέλος του επόμενου έτους). Συνακόλουθα, η παγία πρακτική του νομοθέτη, προφανώς καθʼ υπόδειξη της διοικήσεως, να χορηγεί, με αντίστοιχα νομοθετήματα, παρατάσεις του ως άνω χρόνου παραγραφής λίγο πριν από την εκπνοή του πόρρω απέχει από την ως άνω συνταγματικής περιωπής επιταγή, που διαμορφώνει η προεκτεθείσα νομολογία.
Η στρεβλή αυτή πρακτική του νομοθέτη επιτείνεται, όταν πρόκειται για αλλεπάλληλες και διαδοχικές παρατάσεις του χρόνου παραγραφής, καθώς, σύμφωνα με την ανωτέρω απόφαση (βλ. σκ. 10 αυτής), τούτο έχει ως αποτέλεσμα «η θεσπιζόμενη με το άρθρο 84 παρ. 1 του Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος ως κανόνας πενταετής παραγραφή, που είναι, άλλωστε, εύλογη, να φαίνεται ότι δεν έχει πλέον σε καμιά περίπτωση εφαρμογή για τις φορολογικές υποχρεώσεις που γεννήθηκαν κατά τις χρήσεις τις οποίες αφορούν οι ανωτέρω διατάξεις και, αντιθέτως, να διαφαίνεται από τις ρυθμίσεις αυτές αδυναμία οποιασδήποτε προβλέψεως περί του χρόνου λήξεως της παραγραφής τους, με συνέπεια να κλονίζεται η αξιοπιστία του κράτους γενικότερα, πράγμα που δεν συμβάλλει στην εμπέδωση της συνειδήσεως στους πολίτες ότι οφείλουν να εκπληρώνουν τις φορολογικές τους υποχρεώσεις».
Δεδομένων των ανωτέρω, καταλήγει η προαναφερθείσα απόφαση (βλ. σκ. 10 αυτής) ότι οι επίμαχες περί παρατάσεως του χρόνου παραγραφής διατάξεις «αντίκεινται στις εξειδικεύουσες την (απορρέουσα από την αρχή του κράτους δικαίου) αρχή της ασφάλειας δικαίου διατάξεις των παραγράφων 1 και 2 του άρθρου 78 του Συντάγματος, διότι παρατείνουν την προθεσμία παραγραφής φορολογικών αξιώσεων του Δημοσίου, αναγομένων σε ημερολογιακά έτη προγενέστερα του προηγουμένου της δημοσιεύσεως των σχετικών νόμων ετών».
Το ακραίο χρονικό όριο, το οποίο δέχθηκε η εν λόγω απόφαση σχετικά με το επιτρεπτό της παρατάσεως του χρόνου παραγραφής, ήτοι να έχει δοθεί αυτή το αργότερο έως το τέλος του επομένου έτους της γεννήσεως της φορολογικής υποχρεώσεως, εφαρμοζόμενο και στα νομοθετήματα περί παρατάσεως, των οποίων η συνταγματικότητα δεν κρίθηκε με την απόφαση αυτή, διότι δεν είχαν ακόμη θεσπισθεί κατά τον κρίσιμο χρόνο της επιβολής του φόρου στην οικεία υπόθεση (σημειώνεται ότι η συζητηθείσα υπόθεση αφορούσε τη χρήση 2001 και η καταλογιστική πράξη της φορολογικής αρχής εκδόθηκε το έτος 2010), οδηγεί άνευ ετέρου σε καθʼ όλα όμοιο συμπέρασμα περί αντιθέσεώς τους προς το Σύνταγμα, διότι καμιά εκ των διαδοχικώς χορηγηθεισών παρατάσεων, που υιοθετήθηκαν εντεύθεν, δεν θεσπίστηκε με νόμο εκδοθέντα έως το τέλος του επομένου έτους εκείνου, το οποίο αφορούσε η παράταση.
Επισημαίνεται, ωστόσο, ότι η ανωτέρω απόφαση δεν εξέφερε κρίση περί του πότε τυγχάνει εφαρμοστέα, ως εξαίρεση από τον κανόνα της πενταετούς παραγραφής, η δεκαετής παραγραφή, που απορρέει από τη συνδυαστική εφαρμογή των διατάξεων των άρθρων 68§2 και 84§4 του ν. 2238/1994 (ΚΦΕ), καθώς δεν απετέλεσε αντικείμενο κρίσεως αυτής το πότε στοιχειοθετείται η έννοια των «συμπληρωματικών στοιχείων», η συνδρομή των οποίων επιφέρει την εφαρμογή της ως άνω δεκαετούς παραγραφής.
Το ζήτημα αυτό, όσον αφορά τους ελέγχους των φυσικών προσώπων με άνοιγμα των τραπεζικών λογαριασμών τους, παραμένει εκκρεμές ενώπιον της Επταμελούς Συνθέσεως του Βʼ Τμήματος του Συμβουλίου της Επικρατείας, κατόπιν εκδόσεως των υπʼ αριθμ. 3820/2016 και 3821/2016 αποφάσεων του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών, η δε σχετική δίκη έχει προσδιορισθεί μετʼ αναβολήν για τον προσεχή Οκτώβριο.
Σε κάθε περίπτωση, με βάση τις παραδοχές και τα πορίσματα της αποφάσεως της Ολομέλειας του Συμβουλίου της Επικρατείας, ακόμη και υπό την εκδοχή της εφαρμογής της δεκαετούς παραγραφής σε ελέγχους όπως οι προαναφερθέντες, τούτη δεν επιδέχεται οποιασδήποτε παρατάσεως, με αποτέλεσμα, σε πραγματικό χρόνο, εν έτει 2017, να τυγχάνει παραγεγραμμένο και το έτος (χρήση) 2005.
Σημειώνεται ότι έως τώρα, προς της αποφάσεως αυτής, με βάση τη διοικητική πρακτική, οι έλεγχοι που αφορούν άνοιγμα των τραπεζικών λογαριασμών φυσικών προσώπων εκτείνονται έως και το έτος 2000.
Αυτονόητο παρίσταται ότι, εφόσον εφαρμοστέα τυγχάνει η πενταετής παραγραφή, σήμερα παραγεγραμμένο είναι και το έτος (χρήση) 2010.
Τέλος, δεν θα πρέπει να παροράται ότι σε περίπτωση μη υποβολής φορολογικής δηλώσεως η παραγραφή είναι δεκαπενταετής, κατʼ άρθρο 84§5 του ν. 2238/1994 (ΚΦΕ).
Συμπερασματικώς, πρόκειται για απόφαση-σταθμό στη φορολογική νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας, εκδοθείσα μάλιστα ομοφώνως, η οποία καταδεικνύει το αδιασάλευτο κύρος του ως θεσμού και την αναμφισβήτητη νομική πληρότητα των μελών του, ενώ, σε αντίθεση με τις «εύκολες αναγνώσεις», σε καμιά περίπτωση δεν αποτελεί άφεση αμαρτιών για τους φοροφυγάδες, διότι αφενός επʼ ουδενί κάθε ελεγχόμενος, υφιστάμενος το δυσβάστακτο βάρος να αναχθεί στο απώτατο παρελθόν και να συλλέξει αναλυτικά στοιχεία, που ούτε οι αντίστοιχοι φορείς δεν έχουν διατηρήσει στα αρχεία τους, δεν συνιστά και κατά τεκμήριο φοροφυγά και αφετέρου ένας πιο λελογισμένος και πιο ορθολογικός ως προς τα καταλογιζόμενα ποσά φορολογικός έλεγχος αυξάνει και τις πιθανότητες εισπραξιμότητος των ποσών αυτών.