Eurogroup 15 Ιουνίου – Πολύ μεγάλο κακό για το τίποτα
Ας πάρουμε όμως τα πράγματα με τη σειρά. Η ελληνική κυβέρνηση δεσμεύτηκε σε μια λίστα 140 και βάλε προαπαιτούμενων. Από αυτά έχει ψηφίσει τα περισσότερα, ενώ η απόφαση του Eurogroup την καλεί να λάβει επιπλέον μέτρα για περιορισμό της φαρμακευτικής δαπάνης, περεταίρω μείωση συντάξεων και επιδομάτων και άλλα. Για να μπορέσει να συγκεντρώσει τη απαιτούμενη κοινοβουλευτική πλειοψηφία υποσχέθηκε στην ελληνική κοινωνία διευθέτηση του χρέους, εξασφάλιση του αξιόχρεου και ένταξη στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης. Δεν πήρε τίποτα από τα παραπάνω, παρά τη μακρά συζήτηση που, υποτίθεται, διεξήγαγε σχετικά.
Ο λόγος είναι κατά βάση το γεγονός ότι το ΔΝΤ δεν θεωρεί ότι η Ελλάδα διαθέτει αξιόχρεο και ζητά άμεσα μέτρα ελάφρυνσης του χρέους για την εξασφάλισή του. Στις σημερινές συνθήκες, και ιδιαίτερα πριν από τις γερμανικές εκλογές, μέτρα για το χρέος δεν πρόκειται να παρθούν. Με δεδομένο το γεγονός ότι η ΕΚΤ απαιτεί βεβαίωση αξιόχρεου για ένταξη στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης, το οποίο, σημειωτέον, λήγει στο τέλος του 2017, είναι πλέον απίθανο να συμπεριληφθούν τα ελληνικά ομόλογα στις δυνητικές αγορές της Κεντρικής Τράπεζας.
Αλλά και αναφορικά με το χρέος, η ελάφρυνση που πιθανολογείται για μετά το τέλος του προγράμματος είναι ιδιαίτερα περιορισμένη. Αφορά, στην καλύτερη περίπτωση, 25 δισ. περίπου σε όρους παρούσης αξίας, λόγω επιτοκίων και άλλων περιορισμένων μέτρων ελάφρυνσης. Αυτό σημαίνει ότι η χώρα δεσμεύεται για πρωτογενή πλεονάσματα 3,5% μέχρι το 2022 και 2% από το 2023 μέχρι το 2060! Όπως επισημαίνει και ο κ. Zettelmeyer, του Ινστιτούτου «Peterson», πρόκειται για έναν δημοσιονομικό ζουρλομανδύα, αφού καμιά χώρα μετά το 2ο Παγκόσμιο Πόλεμο δεν έχει διατηρήσει δημοσιονομικά πλεονάσματα για τόσο μεγάλο διάστημα. Επιπλέον, δεν είναι καθόλου βέβαιο ότι η λύση αυτή συνεπάγεται, έστω στα χαρτιά, τον περιορισμό των δαπανών εξυπηρέτησης του χρέους σε ποσοστά μικρότερα του 20%, που είναι και το όριο βιωσιμότητας. Σε αυτό το συμπέρασμα καταλήγει μελέτη της Eurobank με ημερομηνία 22/6/2017, παρόλο που προβαίνει σε ένα σύνολο ευνοϊκών υποθέσεων για την «κάλυψη κρίσιμων στοιχείων και πληροφοριών που λείπουν από τα δημοσιευμένα επίσημα έγγραφα». Προτείνει μάλιστα τα μέτρα ελάφρυνσης να επεκταθούν και στα ομόλογα του 1ου και 3ου Μνημονίου, που εξαιρούνται από την όποια πιθανή ελάφρυνση μνημονεύεται στη συμφωνία.
Κοντολογίς, η χώρα βιώνει την αποτυχία και το αδιέξοδο των Μνημονίων και η κυβέρνηση εισπράττει το μεγαλύτερο μερίδιο από αυτήν την αποτυχία. Είναι μάλιστα η πρώτη φορά που επικοινωνιακά μοιάζει να της έχουν τελειώσει όλα τα επιχειρήματα ώστε να διασκεδάσει τις εντυπώσεις. Σε αυτό συνέβαλαν βέβαια και οι δανειστές, που διέρρευσαν τα πρακτικά του Eurogroup της 8ης Ιουνίου, που δείχνουν τον κ. Τσακαλώτο να ενδιαφέρεται μόνο για την κατάρρευση του επικοινωνιακού αφηγήματος της κυβέρνησης λόγω της αναβολής λήψης ή έστω αναγγελίας μέτρων για το χρέος, παρά για το ίδιο το πρόβλημα. Τα πράγματα έγιναν χειρότερα με την ψήφιση μνημονιακών μέτρων τη βδομάδα πριν από το Eurogroup και ιδιαίτερα την παράταση του παγώματος των συλλογικών συμβάσεων επʼ αόριστον. Τέλος, η δήλωση Σόιμπλε περί συμφωνίας που είχε επιτευχθεί από τις 20 Μαΐου και καθυστέρηση από πλευράς της ελληνικής κυβέρνησης για επικοινωνιακούς λόγους ήταν ταφόπλακα στους ισχυρισμούς της κυβέρνησης περί σκληρής διαπραγμάτευσης.
Στο ίδιο μήκος κύματος βρίσκεται και η ανακοίνωση του Eurogroup. Σε απάντηση των λεονταρισμών του κ. Τσίπρα περί μη εφαρμογής των μέτρων, αναφέρει ότι η δόση θα δοθεί «εν όψει της πλήρους εφαρμογής όλων των προαπαιτούμενων ενεργειών και υπό τον όρο της ολοκλήρωσης των εθνικών διαδικασιών…». Μάλιστα άρχισαν ήδη και τα σχετικά «γυμνάσια», αφού, όπως μας αποκαλύπτει έγγραφο του ESM, με ημερομηνία 22/6, η δόση των 8,5 δισ. θα δοθεί σε μια σειρά από υποδόσεις. Κάθε υποδόσης θα προηγείται μίνι αξιολόγηση αναφορικά με την ψήφιση και εφαρμογή των μέτρων και την πορεία εκτέλεσης του προϋπολογισμού. Είναι ενδεικτικό ότι η Ελλάδα θα χρειασθεί να καταβάλει χρήματα για αποπληρωμές των οφειλών της σε ιδιώτες από τα ταμειακά διαθέσιμα του κράτους σε ποσοστό 50% (1,6 δισ.) πριν πληρωθούν τα υπόλοιπα 1,6 δισ. από τον ESM. Τα δύο μέρη φέρονται να καταβάλουν 300 εκατ. τον μήνα έκαστος.
Με τον όρο «εθνικές διαδικασίες» εννοούν βέβαια τις διαδικασίες έγκρισης των εθνικών κοινοβουλίων των χωρών-μελών της Ευρωζώνης. Εκεί υπάρχουν ήδη γκρίνιες. Στο Γερμανικό Κοινοβούλιο, με δεδομένη την άρνηση του ΔΝΤ να συμμετάσχει με λεφτά στο πρόγραμμα, η Επιτροπή Προϋπολογισμού, με ψήφο των σοσιαλδημοκρατών, αρνήθηκε να εγκρίνει την εκταμίευση και παρέπεμψε το θέμα στην Ολομέλεια, αδιαφορώντας για τη δήλωση Σόιμπλε, ο οποίος τόνισε ότι «…μια τέτοια απόφαση της Επιτροπής Προϋπολογισμού θα οδηγούσε σε νέα αναστάτωση και νέα αβεβαιότητα στις αγορές». Όμως όλα αυτά είναι περισσότερο παιχνίδι εντυπώσεων, αφού το ελληνικό ζήτημα υπερπροβάλλεται για να κρυφτούν τα πραγματικά μεγάλα θέματα της κρίσης στην ΕΕ. Όπως με διαβεβαιώνουν φίλοι εκτός Ελλάδος, στο Eurogroup της 15ης Ιουνίου, και συγκεκριμένα από τις 15:30 που ξεκίνησε μέχρι τις 19:15, συζητούσαν για τη χρεοκοπία της Banco Popular και την εξαγορά της από τη Santander καθώς και για ανάλογες πιέσεις στο ιταλικό τραπεζικό σύστημα. Το ελληνικό ζήτημα, που υποτίθεται ήταν κεντρικό, συζητήθηκε μόνο για 20 λεπτά. Ούτε αυτό δεν μπόρεσαν να εκμεταλλευτούν, έστω επικοινωνιακά, οι φωστήρες της ελληνικής κυβέρνησης.
Βέβαια, θα πει κάποιος ότι η κυβέρνηση θα πάρει τη δόση των 8,5 δισ., έστω σε υποδόσεις, που συνεπάγεται κάποιο πολιτικό χρόνο για να ανασκευάσει αυτήν την εικόνα. Εάν σκεφθούμε όμως ότι το σύνολο των ομολόγων που λήγουν αυτό το καλοκαίρι είναι 10,3 δισ., τα περιθώρια είναι πενιχρά. Μόνο υπό προϋποθέσεις μπορούν να βουλώσουν κάποιες τρύπες με τους προμηθευτές του Δημοσίου, μπας και κινηθεί κάπως η αγορά, αν συνοδευτεί με καλή τουριστική σεζόν. Όμως η συνολική οικονομική εικόνα δεν πρόκειται να αλλάξει. Η χώρα θα συνεχίσει να σέρνεται και η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ θα θεωρείται ο βασικός υπεύθυνος για αυτό. Οι ευρωπαίοι δανειστές δεν φείδονται άλλωστε στην ανακύκλωση πολιτικών στο πλαίσιο της παρούσας κρίσης. Το τραγικό είναι ότι μαζί με το πολιτικό προσωπικό στην ανακύκλωση πηγαίνουν και σημαντικά τμήματα της ελληνικής κοινωνίας, με πρώτους τους νέους ανθρώπους. Ως πότε;