Ο δογματισμός των δανειστών για το Ασφαλιστικό

Αυτή ακριβώς η δογματική αντίληψη τύπου Σχολής του Σικάγου (ιδιωτικοποιήσεις, απορρύθμιση της αγοράς εργασίας, περικοπές των κοινωνικών δαπανών και αποδιάρθρωση του κράτους πρόνοιας) εμπνέει τη μνημονιακή νομοθεσία από το 2010 μέχρι το 2021 καθώς και την ασκούμενη οικονομική και κοινωνικοασφαλιστική πολιτική κατά τη συγκεκριμένη περίοδο, οι οποίες υπέταξαν την κοινωνική ασφάλιση στις ανάγκες εξυπηρέτησης του χρέους, στην επίτευξη των πρωτογενών πλεονασμάτων και στους συντελούμενους δημοσιονομικούς περιορισμούς, με αποτέλεσμα να λειτουργούν ως μηχανισμός βίαιης προσαρμογής στις κατευθύνσεις και τις πολιτικές της εσωτερικής υποτίμησης. Έτσι, όπως προκύπτει εκ του αποτελέσματος, η εφαρμογή των ασκούμενων πολιτικών κατά την περίοδο 2010-2017 επέφερε, μεταξύ των άλλων, σημαντική αποστασιοποίηση από την αναγκαία πορεία εξυγίανσης, εξορθολογισμού και ανασύστασης του συστήματος κοινωνικής προστασίας. Με άλλα λόγια, το κοινωνικοασφαλιστικό ζήτημα στην Ελλάδα και οι συσσωρευμένες διαρθρωτικές παθογένειές του με την προαναφερόμενη μνημονιακή νομοθεσία κατανοούνται λανθασμένα και δογματικά, ιδιαίτερα από τους εκπροσώπους των δανειστών, ως δημοσιονομικό πρόβλημα και ως εκ τούτου αντιμετωπίζονται με παρεμβάσεις δημοσιονομικής περιστολής. Στην κατεύθυνση αυτή, οι δανειστές επιβάλλουν από το 2010 μέχρι σήμερα είκοσι πέντε διαδοχικές μειώσεις (45%) συντάξεων, αφαιρώντας από τους συνταξιούχους τουλάχιστον 50 δισ. ευρώ, προκειμένου ο δείκτης συνταξιοδοτικές δαπάνες / ΑΕΠ να διαμορφωθεί στο ανώτερο όριο (16% του ΑΕΠ) μέχρι το 2060. Με άλλα λόγια, η μακροχρόνια, κεντρική χρηματοοικονομική επιδίωξη των δανειστών συνίσταται στον περιορισμό αύξησης των συνταξιοδοτικών δαπανών κατά 2,5 ποσοστιαίες μονάδες επιπλέον του ποσοστού (13,5% του ΑΕΠ) που ήταν το 2009. Αυτό σημαίνει ότι σε περίπτωση που ο δείκτης συνταξιοδοτικές δαπάνες / ΑΕΠ υπερβεί το ανώτερο όριο του 16% του ΑΕΠ, τότε θα λειτουργήσει ο «κόφτης» των δαπανών των συντάξεων (κύριων και επικουρικών). Ως εκ τούτου, σε συστημικούς όρους, ο κλάδος της κύριας ασφάλισης, μετά τον κλάδο της επικουρικής ασφάλισης, μεταλλάσσεται από διανεμητικό σύστημα καθορισμένων παροχών σε διανεμητικό σύστημα καθορισμένων αλλά μη εγγυημένων παροχών, με την έννοια ότι ο ασφαλισμένος πλέον δεν θα μπορεί να γνωρίζει εκ των προτέρων το επίπεδο της συνταξιοδοτικής του παροχής, δεδομένου ότι αυτή θα μεταβάλλεται ανάλογα με το επίπεδο του δείκτη δαπάνες συντάξεων / ΑΕΠ. Έτσι, οι συνταξιοδοτικές δαπάνες (κύρια και επικουρική ασφάλιση) από 33 δισ. ευρώ το 2009 προβλέπεται (Μεσοπρόθεσμο Πρόγραμμα Δημοσιονομικής Σταθερότητας) να μειωθούν σε 27,1 δισ. ευρώ το 2021, οδηγώντας το επίπεδο της μέσης μηνιαίας κύριας σύνταξης σε 620 ευρώ (μικτά) και της μέσης μηνιαίας επικουρικής σύνταξης σε 150 ευρώ (μικτά), επιταχύνοντας και επιδεινώνοντας ανησυχητικά, από κοινωνική και μακροοικονομική άποψη, τις συνθήκες φτωχοποίησης του συνταξιοδοτικού πληθυσμού. Ταυτόχρονα, η συνολική κρατική χρηματοδότηση (τριμερής χρηματοδότηση) 4,5% του ΑΕΠ (8,9 δισ. ευρώ) και κρατική επιχορήγηση (κάλυψη ελλειμμάτων) 5,5% του ΑΕΠ (9,1 δισ. ευρώ) του συστήματος κοινωνικής ασφάλισης, που το 2015 ήταν 10% του ΑΕΠ (18 δισ. ευρώ), δεν θα υφίσταται μετά το 2019, δεδομένου ότι η κρατική χρηματοδότηση από το 2019 και μετά θα περιορίζεται στην χρηματοδότηση της εθνικής σύνταξης (386 ευρώ με ασφάλιση 20 ετών και 346 ευρώ με ασφάλιση 15 ετών), η οποία θα ανέρχεται σε 7% του ΑΕΠ (13 δισ. ευρώ περίπου). Επιπλέον, οι ασκούμενες μνημονιακές πολιτικές που επιβλήθηκαν στην Ελλάδα και σε άλλες χώρες με κρίση χρέους από τους τρεις διεθνείς οργανισμούς, και ιδιαίτερα από τους ευρωπαϊκούς (Ευρωπαϊκή Επιτροπή, Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα), συνέβαλαν, μεταξύ των άλλων, στη μεταμόρφωση των ευρωπαϊκών οργανισμών από φορείς παραγωγής, σχεδιασμού και διαμόρφωσης αλληλέγγυων ευρωπαϊκών πολιτικών σε τυπικούς χρηματοοικονομικούς εκπροσώπους των δανειστών (τράπεζες, κρατικούς προϋπολογισμούς κ.λπ.). Ταυτόχρονα, προσέθεσαν, μεταξύ των άλλων, μια ακόμη εσωτερική αντίφαση και ελαχιστοποίηση της κοινωνικής νομιμοποίησης αναφορικά με τον ρόλο, τους στόχους και τη λειτουργία των ευρωπαϊκών θεσμών. Στις συνθήκες αυτές, οι ευρωπαϊκοί θεσμοί υπονομεύουν, μεταξύ των άλλων, το ευρωπαϊκό κοινωνικό κεκτημένο, συρρικνώνοντας τις κοινωνικές δαπάνες και μεταμορφώνοντας σταδιακά, με διάφορους τρόπους (π.χ. ρήτρα μηδενικού ελλείμματος, σύστημα νοητής κεφαλαιοποίησης κ.λπ.), το κράτος πρόνοιας σε κράτος των ελάχιστων προδιαγραφών και των οικονομικών και κοινωνικών ανισοτήτων. Η στρατηγική αυτή των διεθνών και ευρωπαϊκών οργανισμών-εκπροσώπων των δανειστών επιβάλλεται απʼ αυτούς διαμέσου των Μνημονίων και υλοποιείται από τις ελληνικές κυβερνήσεις καθʼ όλη τη δεκαετία του 2010, με τη λανθασμένη επιστημονικά, αδιέξοδη και δογματική επιλογή της μείωσης της συνταξιοδοτικής δαπάνης (αριθμητής) με περικοπές των συντάξεων και όχι με την ανάπτυξη της ελληνικής οικονομίας και την αύξηση του ΑΕΠ (παρονομαστής).


Σχολιάστε εδώ