«ΔΥΣΤΥΧΙΣΜΕΝΕ ΜΟΥ ΛΑΕ ΚΑΛΕ ΚΙ ΗΓΑΠΗΜΕΝΕ ΠΑΝΤΟΤΕ ΕΥΚΟΛΟΠΙΣΤΕΥΤΕ ΚΑΙ ΠΑΝΤΑ ΠΡΟΔΟΜΕΝΕ» Δ. ΣΟΛΩΜΟΣ

Τίς μέρες τής νεροποντής
πού κράζουν τά βατράχια
μπήκα σέ πλοίο
τής γραμμής
μά έπεσε σέ βράχια.
•••
Ο Καπετάνιος έντρομος
άρχισε νά σφυρίζει
καί λόγια ακατάληπτα
στʼ αυτιά μας νά ψελλίζει.
•••
Τό πλοίο στά αριστερά
έγερνε νά μπατάρει
απʼ τά δεξιά ο μάγειρος
μέ τού φαγά τήν χάρη,
•••
άρχισε τήν κατάποση
λόγων μέ υποσχέσεις
πού αναγούλα έφερναν
κι ήθελες νά τόν χέσεις.
•••
Οι καμαρότοι κουνιστοί
λέγαν στόν καπετάνιο
πώς στά καλά πηγαίναμε
μόνο άν ένα δάνειο,
•••
θά φίμωνε τόν πανικό
πού είχαν οι επιβάτες.
(Οι καμαρότοι έπαιζαν
μέ Τράπεζες τίς Γάτες).
•••
Ο Καπετάνιος έψαλλε
ψεύτικο μοιρολόι
ενώ στό κύμα έπεφτε
κομμένο κομπολόι,
•••
τό πλήθος πανικόβλητο
ποί είχε εξοφλήσει
όλα τά εισιτήρια
στή λεγομένη «Κρίση».
•••
Η πίκρα τούς κεραύνωσε
καί στίς καμπίνες μπήκαν
ενώ πληθώρα έξ αυτών
στόν θάνατό τους βρήκαν,
•••
τόν Χάροντά τόν γελαστό
λιβάνια νά ανάβει
ενώ οι κάβοι βούλιαζαν
τό άχρηστο καράβι.
(…)
Ο Καπετάνιος άλλαξε
καί ήρθε ένας άλλος
ίδιος καί απαράλλαχτος
μά όχι πιό μεγάλος.
•••
Ήταν λιγάκι βόρειος
καί φόρτε ρεβανσίστας
καί χόρευε μέ τό σπαθί
στή μέση κάθε πίστας.
•••
Είχε εδώ υπάλληλους
πού σκύβανε τήν μέση
καί κωλοτούμπες κάνανε
στʼ αφεντικό νά αρέσει.
•••
Πέρασαν χρόνια εκατό
καί έγιναν μοιραίοι
καί λέγανε πώς ήτανε
Έλληνες καί Αρχαίοι.
•••
Οι Τράπεζες μέ φαγητά
ήτανε πιά στρωμένες
καί οι εδώ λιγούρηδες
«Κυρίες» πεινασμένες,
•••
τρώγαν τήν σάρκα τού Λαού
ώς φάρα Βρικολάκων
καί μέτραγαν χαρούμενοι
τό σύνολο τών λάκκων.
•••
Αυτοί οι λατρευτοί υιοί
δέν χόρτασαν ακόμα
θά πάψουνε τό φαγητό
άν μπούν βαθειά στό χώμα.
…………………………………
…………………………………
ΤΕΛΟΣ ΚΑΙ ΤΩ ΘΕΩ ΛΟΞΑ.
Ακούω χτύπημα στήν πόρτα
καί φεύγω από
τό παράθυρο
τρέμοντας μήπως καί είναι
Ο ΕΡΓΟΛΑΒΟΣ
ΤΟΥ ΠΑΝΤΟΣ.


Σχολιάστε εδώ