Αϊ-Γιάννης φρυγανάς
Και όταν λέμε Αθήνα δεν εννοούμε φυσικά την περιοχή που χαρακτηρίζεται σήμερα «ιστορικό κέντρο», δηλαδή τον χώρο ανάμεσα στο Σύνταγμα, το Μοναστηράκι και την Ομόνοια, όπου αν και υπήρχαν κατοικίες που διέμεναν οικογένειες, δεν είχαν τα στοιχεία γειτονιάς. Αλλά και όταν λέμε πως η Αθήνα εφλέγετο πάλιν δεν εννοούμε πως κάποιοι πυρομανείς έβαλαν φωτιά στα γύρω, που εξαπλώθηκε, και η πρωτεύουσα καίγεται, όπως βλέπουμε στην τηλεόραση φωτιές στις μεγαλουπόλεις.
Απλώς, σύμφωνα με το έθιμο, που επί αιώνες επικρατούσε, οι Έλληνες την παραμονή της εορτής του Αγίου Ιωάννου τηρούσαν με θρησκευτική ευλάβεια δύο έθιμα, τον Κλήδονα και τις φωτιές, που άναβαν σε κάθε γειτονιά και τις πηδούσαν συν γυναιξί και τέκνοις. Από δαύτες απέκτησε ο άγιος το προσωνύμιο «Αϊ-Γιάννης φρυγανάς», για να ξεχωρίζει από τις υπόλοιπες ιδιότητές του, όπως «Πρόδρομος, Βαπτιστής, Αποκεφαλισθείς» και άλλες, καθώς από τις πολλές εορτές του γεννήθηκε η γνωστή παροιμία: «Κάθε μέρα δεν είναι του Αϊ-Γιαννιού». Οι διευκρινήσεις αυτές ήσαν τελείως απαραίτητες, διότι τη ρομαντική εκείνη εποχή οι σημερινοί νέοι ήσαν αγέννητοι και οι σύγχρονες συνθήκες εξαφάνισαν ό,τι γλύκαινε τη ζωή μας, για να καταντήσουμε όλοι μας κωπηλάτες σε πειρατική γαλέρα…
Η στήλη την περασμένη εβδομάδα ασχολήθηκε με τον Κλήδονα. Σήμερα θα καταπιαστεί με το άλλο εξαφανισμένο έθιμο. Τις φωτιές του Αϊ-Γιαννιού, που καταργήθηκαν για… τεχνικούς λόγους, παρά την ωφελιμιστική τους πλευρά, δηλαδή τη γραφικότητά τους και τον πανηγυριώτικο χαβαλέ που δημιουργούνταν στις γειτονιές, τις οποίες καταβρόχθισε η μαρμάγκα της προόδου. Όπως όλοι γνωρίζουν, πριν από μερικά χρόνια η ευρύτερη πρωτεύουσα είχε άχτιστα πολλά οικόπεδα, όπου οι περίοικοι πετούσαν ό,τι ογκώδες άχρηστο υπήρχε στο σπίτι, αυτά που με δύο λόγια αποκαλούσαν «σκουπιδαριό». Επίσης λιγοστά ήσαν και τα ΙΧ αυτοκίνητα. Μονοκατοικίες ή και διώροφα τα σπίτια, με τις αυλές, τους ελεύθερους χώρους, και με αραιή δόμηση, δεν προκαλούσαν πρόβλημα συνωστισμού. Και οι φωτιές χρειάζονταν ελευθερία, χρειάζονταν ανοίγματα, πρώτον, για να μην εξαπλωθούν οι φλόγες και αρπάξουν τα γύρω κτίσματα και, δεύτερον, για να υπάρχει άνεση και να παίρνουν φόρα αυτοί που θα τις πηδούσαν.
Αρχικά, οι φωτιές ανάφτηκαν για να καούν τα στεφάνια που κρέμαγαν την παραμονή της Πρωτομαγιάς στα μπαλκόνια, και τώρα, παραμονή του Αϊ-Γιάννη και θερινό ηλιοστάσιο, σύμφωνα με την παράδοση, έπρεπε να καούν σε φωτιά. Απαγορευόταν να πεταχτούν στα απορρίμματα ή έστω στο πλαϊνό οικόπεδο. Με την πάροδο του χρόνου το κάψιμο καθιερώθηκε ως έθιμο και οι φωτιές έγιναν υπόθεση όλων των κατοίκων της συνοικίας, που φρόντιζαν να συγκεντρώσουν εύφλεκτα υλικά για να τροφοδοτηθούν οι φλόγες. Αν και το έθιμο προέρχεται από την Αρχαία Ελλάδα, πρέπει εξ αυτής να… μετανάστευσε και στη γειτονική Ιταλία, τη Magna Grecia του κάποτε, όπου, όπως φαίνεται, είναι μεγάλη εορτή σε πολλές πόλεις της Ιταλίας. Αδιάψευστο συμπέρασμα αποτελεί το αριστουργηματικό φιλμ του Federico Fellini «Amarcord», όπου εμφανίζονται όλα τα παρόμοια γνωρίσματα του εθίμου της Ιταλίας, καθʼ όλα όμοια με τα δικά μας.
Αλλά για να επανέλθουμε στα καθʼ ημάς, την εκτέλεση της όλης τελετουργίας ανελάμβανε συνήθως ένας… μεσόκοπος συνταξιούχος, που, μη έχοντας τι να κάνει, περιφερότανε ασκόπως, ανακατευότανε αυτόκλητος σε όλα ή την άραζε στο μίνι μάρκετ κουβεντιάζοντας με τον μπακάλη. Έτσι, καμιά βδομάδα πρωτύτερα, μάζευε από τον δρόμο ό,τι εύφλεκτο πεταμένο συναντούσε, όπως ξεπατωμένες καλαθούνες, απʼ αυτές που πλέκουνε οι γύφτοι, κανένα σπασμένο σκαμνί, οτιδήποτε ξύλινο και το κουβάλαγε σπίτι του. Προ ημερών μάλιστα έφερε σαν τρόπαιο μια διαλυμένη σφουγγαρίστρα. Φώναζε η γυναίκα του πως έκανε το σπίτι σκουπιδαριό, αλλά δεν ίδρωνε το αφτί του. Το μεσημεράκι της συγκεκριμένης ημέρας διάλεγε το σημείο που θα έμπαινε η φωτιά και άρχιζε να κουβαλάει εκεί το σκουπιδαριό που μάζεψε και φύλαγε στην αποθήκη της κουζίνας τους… Είναι η μαγιά της φωτιάς εξηγούσε. Σιγά σιγά φέρνανε και οι άλλες νοικοκυρές τα δικά τους άχρηστα και σχηματίζονταν ένας λοφίσκος, που όταν σκοτείνιαζε του βάζανε φόκο. Όταν οι φλόγες καταλάγιαζαν, οι κυράδες σήκωναν τις ρόμπες τους, έπαιρναν φόρα και πηδούσαν από τρεις φορές η καθεμιά τους. Ήταν η ώρα που όπου και αν γύριζε το βλέμμα σου έβλεπε καπνούς αναθρώσκοντες.
Οι πολυκατοικίες, τα παρκαρισμένα αυτοκίνητα, το αδιαχώρητο, που κατέκλυσε τα πάντα, εξοβέλισαν από τη ζωή μας το γραφικό αυτό καλοκαιρινό έθιμο. Αν και τα έθιμα, οι παραδόσεις και οι λαϊκές δοξασίες συμβάλλουν στη συνεκτικότητα ενός λαού και ενός έθνους.