Πέρα από καλά λόγια, ουσιαστική παρέμβαση

Οι αυστηροί χρονικοί περιορισμοί της έκδοσης της εφημερίδας μας δεν μας επιτρέπουν τη γνώση της απόφασης του Eurogroup της 15ης Ιουνίου. Όμως, το γενικό πλαίσιο που έχει διαμορφώσει ο ίδιος ο Β. Σόιμπλε και το άνομο και παράνομο «Βασίλειο των Σκιών», που αυτοαποκαλείται Eurogroup, προετοίμασαν το έδαφος για μια νέα κρίση, παρόμοια με εκείνη της 13ης Ιουλίου του 2015, ενταγμένης υποχρεωτικά στο πλαίσιο των νέων συσχετισμών και συγκυριών.

Ευχόμαστε όλο αυτό το προκατασκευασμένο σκηνικό του νέου πραξικοπήματος να ανατραπεί. Όμως με έντονη ανησυχία οφείλουμε να επισημάνουμε ότι ήδη στην κατάρτιση των προ συζήτηση θεμάτων οι αχυράνθρωποι του Σόιμπλε γράφουν ότι θα συζητηθούν «ενδεχόμενα μέτρα ελάφρυνσης του χρέους μόνον ʽʽεφόσον κριθεί απαραίτητοʼʼ και ʽʽμετά την επιτυχή ολοκλήρωση του προγράμματοςʼʼ»… Γιʼ αυτό και η ελληνική πλευρά αποκάλυψε την πρόθεση του Β. Σόιμπλε να οδηγήσει το Eurogroup σε αδιέξοδο, να πυροδοτήσει μια νέα κρίση.

Τα συνειδητά ψεύδη του Β. Σόιμπλε

Το ψεύδος:

Το χρέος της χώρας μας είναι, κατά τον Β. Σόιμπλε, βιώσιμο και μπορεί να αντιμετωπισθεί όχι μόνο σε βραχυπρόθεσμο αλλά και σε μεσοπρόθεσμο ορίζοντα δεκαετίας… Πώς «λύνει» το πρόβλημα ο γερμανός υπουργός Οικονομικών; Προτείνει υπερμεγέθη πλεονάσματα της τάξεως του 3,5% σε βάθος δεκαετίας.

Η αλήθεια:

Το 2019 (έναν χρόνο μετά τη λήξη του 3ου Μνημονίου) η αναχρηματοδότηση του χρέους απαιτεί περίπου 20 δισ. ευρώ (10,5 δισ. ομόλογα, 3,5 δισ. ευρωπαϊκά δάνεια και 6 δισ. τόκοι). Το πλεόνασμα του 3,5% επαρκεί μόνο για τους τόκους. Τα υπόλοιπα θα πρέπει να αντληθούν από τις αγορές με επιτόκιο που θα πλησιάζει το 4,3%… Αυτή είναι μόνον η αρχή.

Από το 2021 (όπου λήγει η περίοδος χάριτος) μέχρι το 2026 απαιτείται η καταβολή ποσών για τόκους και χρεολύσια που κυμαίνονται από 17 δισ. έως 33,5 δισ. ευρώ και ανέρχονται συνολικά σε 130,5 δισ. ευρώ… Κατά τα άλλα, σύμφωνα με τη λογιστική του Β. Σόιμπλε, το θηριώδες αυτό ποσό θα εξοφληθεί από το πλεόνασμα του 3,5%, δηλαδή των 6 δισ. τον χρόνο…

Το πολιτικό χρέος

Το χρέος όμως, όπως και κάθε οικονομικό μέγεθος (για να ενθυμηθούμε τη ρήση του Κ. Μαρξ ότι «το Κεφάλαιο είναι κοινωνική σχέση»), έχει πολλαπλές διαστάσεις, τη στενά λογιστική-οικονομιστική, την κοινωνική, την πολιτική, ακόμα και την ιδεολογική. Έχουν πλέον όλοι κατανοήσει ότι το δημόσιο αλλά και το ιδιωτικό χρέος αποτελούν μέσα, εργαλεία πολιτικής υποδούλωσης και χειραγώγησης εθνών, λαών, κοινωνιών. Ο δανειζόμενος, ο χρεωμένος δεν δικαιούται να έχει ούτε πολιτικά, ούτε κοινωνικά, ούτε οικονομικά δικαιώματα. Αυτό το δόγμα, αυτή η απολυταρχικού – διδακτορικού τύπου αντίληψη εκφράζεται σήμερα από τη γερμανική ελίτ και τους εκπροσώπους της.

Η αντιμετώπιση του χρέους είναι συνεπώς κατά κύριο λόγο πολιτική επιλογή, με βαρύνουσες θετικές επιπτώσεις τόσο στο οικονομικό όσο και στο κοινωνικό επίπεδο. Ποιο θετικό επενδυτικό κλίμα μπορεί να διαμορφωθεί, ποια εμπιστοσύνη μπορεί να καλλιεργηθεί για μια οικονομία που βίωσε και βιώνει μια συνολική ύφεση της τάξεως του 25%, όταν αυτή καλείται την επόμενη περίοδο να εξοφλήσει ποσά που ανέρχονται στο 70% του ΑΕΠ της; Και σε τελική ανάλυση, ποιο ΑΕΠ μπορεί να αναπτυχθεί, όταν επιβάλλονται θηριώδη πλεονάσματα, η επίτευξη των οποίων απαιτεί υψηλότατη φορολόγηση και συνέχιση των περικοπών των δημοσίων δαπανών;

Απόλυτος στόχος: Η γερμανική απολυταρχία

Πολλές φορές, είτε από άγνοια είτε από μια επιφανειακού τύπου προσέγγιση και ανάλυση, η στάση και οι επιλογές του ιδίου του Β. Σόιμπλε ερμηνεύονται είτε ως αποτέλεσμα μιας προτεσταντικού τύπου ηθικιστικής αντίληψης, είτε ως σκόπιμες, παλαιοκομματικού τύπου συμπεριφορές (λόγω των γερμανικών εκλογών), είτε ως γεροντικές εμμονές και εκδικητικές αντιδράσεις τόσο για την εδώ και χρόνια απώλεια της ηγεσίας του CDU όσο λόγω της πιθανής αποχώρησής του από το υπουργείο Οικονομικών – δηλαδή από τον θώκο της άσκησης της δικτατορικής του εξουσίας.

Ασφαλώς, τα ανθρώπινα πάθη και οι εμμονές, οι φτηνές σκοπιμότητες και οι άμετρες φιλοδοξίες ή και μεγαλομανίες επηρεάζουν τις πολιτικές αποφάσεις.

Όμως ας μη συγχέουμε τις ατομικές στάσεις και συμπεριφορές με τα δομικά – ιστορικά χαρακτηριστικά που διαμόρφωσαν τη γερμανική επικυριαρχία πάνω σε ολόκληρη την Ευρώπη.

Η νεοφιλελεύθερη στρατηγική, η θεσμοποιημένη πολιτική της δημοσιονομικής περιστολής και της λιτότητας, τα Μνημόνια και τα δημοσιονομικά ποινολόγια, η περιστολή του κοινωνικού κράτους συγκροτούν τον οικονομικό-θεσμικό μηχανισμό που σωρεύει τον πλούτο στη Γερμανία και διασφαλίζει τη γερμανική απολυταρχική εξουσία.

Αυτήν την απόλυτη εξουσία που απέκτησε την τελευταία εικοσαετία η γερμανική ελίτ θέλει να τη διασφαλίσει, να την αναπαραγάγει και να την ενισχύσει. Η Ευρωζώνη των πολλών ταχυτήτων, η πλήρης υποβάθμιση της Commission και η -πολιτική και όχι απλώς οικονομική- αντικατάσταση από έναν ESM πλήρως χειραγωγούμενο από τη Γερμανία, ο πλήρης έλεγχος του ευρωπαϊκού χρηματοπιστωτικού συστήματος από μια ΕΚΤ με πρόεδρο Γερμανό και από την περίφημη Bundesbank αποτελούν τα επόμενα -και ήδη προκαθορισμένα- βήματα αυτού του στρατηγικού σχεδίου που εκτυλίσσεται απροκάλυπτα και κυνικά μπροστά στα μάτια μας…

Αλίμονο στους ηγέτες, στις κοινωνίες, στους πολίτες, που είτε εθελοτυφλούν είτε στέκονται παθητικοί και ανήμποροι μπροστά στις καταστροφικές αυτές εξελίξεις… Γιατί κάθε ψευδαίσθηση έχει πια αυτοακυρωθεί και κάθε προσδοκία περί «της Ευρώπης των αξιών της αλληλεγγύης, της κοινωνικής δικαιοσύνης και της ανάπτυξης» καθίστανται πλέον όχι μόνο άχρηστα αλλά και επικίνδυνα ευχολόγια.

Ανεξάρτητα από την τελική έκβαση του Eurogroup της 15ης Ιουνίου, τα δύο τελευταία χρόνια το «σύστημα» Σόιμπλε έχει σταδιακά απονομιμοποιηθεί και ιδιαίτερα κατά την τελευταία περίοδο έχει απορρίψει κάθε πρόσχημα, εμφανίζοντας το πλέον στυγνό και απεχθές του πρόσωπο. Η συμμαχία των χωρών του Νότου, έστω και σε αυτήν την πρωτόλεια και ατελή πρώτη της μορφή, η αντίσταση, έστω και για λόγους αυτοσυντήρησης, από πλευράς θεσμικών οργάνων όπως η Commission και η ΕΚΤ, η διευρυνόμενη πολιτική αντίθεση προς τις πολιτικές του «συστήματος» Σόιμπλε και η διαφαινόμενη ανάγκη της Γαλλίας να επανακαθορίσει τη σχέση της με τη Γερμανία διαμορφώνουν ασφαλώς ένα νέο σκηνικό, μια νέα διάρθρωση των συσχετισμών, όμως σε καμιά περίπτωση οι εξελίξεις αυτές δεν πρέπει να υπερεκτιμώνται. Οπωσδήποτε όμως διαμορφώνουν ένα νέο πεδίο αντιπαραθέσεων, μια νέα θετική προοπτική που θα πρέπει να διευρυνθεί.

Σε κάθε περίπτωση, η αντιπαράθεση και οι διαπραγματεύσεις που αφορούν την ίδια την επιβίωση των κρατών-μελών αλλά και το μέλλον της Ευρώπης πρέπει να μεταφερθούν στο υψηλότερο θεσμικό-πολιτικό επίπεδο και να διεξάγονται μέσα από δημόσιες, διαφανείς διαδικασίες.

Το ελληνικό ζήτημα απαιτεί μια κατʼ εξοχήν πολιτική απάντηση, μια κατʼ εξοχήν πολιτική λύση. Γιʼ αυτό και ο έλληνας πρωθυπουργός επιδιώκει να μεταφέρει τη συζήτηση και την αντιπαράθεση στο επίπεδο των ηγετών. Από το παραμάγαζο του Β. Σόιμπλε τα κρίσιμα ζητήματα πρέπει να αντιμετωπισθούν υπεύθυνα από τους ηγέτες, που έχουν ευθύνη τόσο απέναντι στους λαούς τους όσο και σε όλες τις ευρωπαϊκές κοινωνίες.

Είναι κρίμα που ο κ. Μοσκοβισί ανακάλυψε την αντιδημοκρατική και προσχηματική λειτουργία του Eurogroup ύστερα από 80 συνεδριάσεις, εκφράζοντας την απόγνωσή του. Με κάθε σεβασμό για την πολύτιμη στήριξή του προς τη χώρα μας, οφείλουμε να υπενθυμίσουμε ότι οι υπεύθυνοι πολιτικοί δεν αρκεί να λειτουργούν ως Επιμηθείς… Αλλά θα έπρεπε να έχουν παρέμβει αποφασιστικά αρκετό καιρό πριν, όταν το «σύστημα» Σόιμπλε και η γερμανική ελίτ διόριζαν τους αχυρανθρώπους τους σε θεσμούς που οι ίδιοι επινοούσαν, επέβαλαν αυταρχικούς κανόνες τους οποίους όλοι οι ηγέτες προσυπέγραφαν στα τυφλά ή ακόμα και έσυραν τους ηγέτες της Γαλλίας στο δικό τους άρμα…

Τώρα, που η κατάσταση οδηγήθηκε στα μη περαιτέρω, η «Liberation» καλεί τον ίδιο τον Εμ. Μακρόν να μην αρκεσθεί σε συμβολικές χειρονομίες αλλά να προσφέρει ουσιαστική χείρα βοηθείας προς την Ελλάδα και να διαδραματίσει έναν ουσιαστικό ρόλο στην ιστορία της ΕΕ. Την κρίσιμη αυτή περίοδο, με αφορμή το ελληνικό ζήτημα, κλείνει οριστικά για την Ευρώπη μια περίοδος εφησυχασμού, αισιόδοξης προοπτικής, δημοκρατικής νομιμοφάνειας. Η Ευρώπη έχει αποσταθεροποιηθεί σε μεγάλο βαθμό και η περίπτωση ενός σοβαρού οικονομικού ή πολιτικού «ατυχήματος», που θα μπορούσε να σηματοδοτήσει τη διάλυσή της, έχει σοβαρά αυξηθεί.

Ο τρόπος αντιμετώπισης της ελληνικής κρίσης από την άποψη αυτή δεν αποτελεί μια δευτερεύουσα υποπερίπτωση αλλά μια σημαντική πολιτική δοκιμασία για όλους, η έκβαση της οποίας θα κρίνει πολλά.


Σχολιάστε εδώ