Ο Κλήδονας
Τέτοιες μέρες, άλλα χρόνια, γιορτάζονταν δύο από τα πιο γραφικά καλοκαιρινά έθιμα, που οι συνθήκες της ζωής εξαφάνισαν: Ο Κλήδονας και οι φωτιές του Αϊ-Γιαννιού. Και ήταν ο κλήδονας ένα έθιμο εκτός από γραφικό και χρηστικό. Διότι εκείνα τα χρόνια μοναδικός σκοπός της ζωής ενός κοριτσιού ήταν ο γάμος. Έπρεπε νωρίς νωρίς να βρεθεί ο νυμφίος, να τον τυλίξουν, να περάσει την κουλούρα και το κορίτσι να αποκατασταθεί. Ήταν μια περίπλοκη διαδικασία, που την απλούστευε το ποσόν της προίκας που συνόδευε τη νύφη. Αλλιώς την περίμενε το ράφι. Τότε, η λαχταριστή έως χθες κοπελούδα μεταβαλλόταν σε θεία αξιοσέβαστη, με γαμψή μύτη και ένρινη φωνή. Σύσσωμη η οικογένεια διαφύλαττε την ηθική της μικράς, που όφειλε να είναι άψογη. Έτσι, η φτωχή κοπελιά μαράζωνε και αγωνιζόταν να μαντεύσει τι της επιφυλάσσει το μέλλον. Επιστρατεύονταν χαρτορίχτρες, καφετζούδες και να οι ονειροκρίτες, να τα μέντιουμ, να και οι αστρολόγοι. Ό,τι επινόησε η ανθρώπινη διάνοια για να πληροφορηθείς «τι τέξεται η επιούσα» το χρησιμοποιούσαν… Αλλά το μέλλον παρέμενε άδηλο. Κορωνίδα στην υπεράνθρωπη αυτή προσπάθεια αποτελούσε ο Κλήδονας. Τελούνταν με μεγάλη επισημότητα κάθε χρόνο τέτοια εποχή και την εορταστική του τελετουργία αναλάμβαναν οι κυράτσες της γειτονιάς. Στην αυλή ενός φιλόξενου σπιτιού συγκεντρώνονταν οι φίλες της οικοδέσποινας και ανελάμβαναν δύο κοπελιές, που είχαν πολλά πάρε-δώσε με τη βρύση της περιοχής, να πάνε μʼ ένα πιθάρι, με ανοιχτό λαιμό, να το γεμίσουν νερό, χωρίς όμως να βγάλουνε τσιμουδιά. Απαγορεύονταν απόλυτα οι ομιλίες. Να μη λεχθεί ούτε κάτι πληροφοριακά, π.χ., «εκείνος ο τύπος απέναντι μου κάνει άσεμνες χειρονομίες…». Δεν επιτρεπόταν να βγάλουνε κιχ. Έτσι, το πιθάρι με το «αμίλητο νερό» επέστρεφε με δόξα και τιμή. Οι παρευρισκόμενες έριχναν μέσα στο πιθάρι ένα προσωπικό τους αντικείμενο -δαχτυλίδι, σταυρουδάκι, σκουλαρίκι ή κάτι μικρό παρόμοιο- αφού το «μελετούσαν» δεόντως, εκλιπαρώντας τη μοίρα να πράξει το καθήκον της. Όταν και η τελευταία έριχνε το δικό της, σκέπαζαν το πιθάρι μʼ ένα κόκκινο πανί και το έβαζαν να διανυκτερεύσει κάτω από τα άστρα στην αυλή. Έτσι τελείωνε η πρώτη πράξη του τελετουργικού.
Την επομένη, η σπιτονοικοκυρά, που είχε και το γενικό πρόσταγμα, έφτιαχνε χαλβά σιμιγδαλένιο, έστρωνε στο τραπέζι το κεντητό τραπεζομάντηλο και τοποθετούσε σʼ έναν ασημένιο δίσκο το πιθάρι, τριγυρισμένο με κλαδιά «μάντιδος» δάφνης. Νωρίς το απόγευμα, καταφθάνανε σενιαρισμένες και όλες από το κομμωτήριο για να ανοίξουνε τον Κλήδονα. Για να καλοπιάσουν την ειμαρμένη, τον τραγουδούσαν με γνωστά τραγουδάκια που τα λόγια τους συνήθως υπέκρυπταν πονηρά υπονοούμενα. Κάποια θαρραλέα ξεθάρρευε και μερακλωμένη σηκωνόταν και έριχνε λίγες στροφές ζεϊμπέκικο, ενώ μια γειτόνισσα μουρμούραγε σκωπτικά:
«Ποιός είνʼ ο τυχερός που θα σε πάρει, ξεδιάντροπη…». Μετά, και αφού ήδη έτρεχε επάνω τους ποτάμι ο ιδρώτας, τις κέρναγε τον χαλβά και μια δροσερή βυσσινάδα και άρχιζε το άνοιγμα του Κλήδονα. Με μερικούς στίχους στην αρχή από τη «Σολομωνική», η οικοδέσποινα έχωνε το πανιασμένο από την μπουγάδα χέρι της στο πιθάρι. Λίγο-πολύ ήξερε ποιανής είναι το αντικείμενο που έπιανε και ανάλογα με τα αισθήματα που έτρεφε για την ιδιοκτήτριά του, ο «χρησμός της» ήτανε ή γεμάτος γλύκα ή ένα σκέτο «θάψιμο» από τα κουτσομπολιά που κυκλοφορούσαν. Ο Κλήδονας προχωρούσε μέσα σε χαρούμενη ατμόσφαιρα με αστειάκια, σχόλια και πειράγματα Οι χρησμοί προήρχοντο είτε από ποιηματάκια του ημερολογίου είτε από στίχους τραγουδιών. Έτσι, όταν έπιασε το σταυρουδάκι της Λίτσας, άρχισε να τραγουδά το γνωστό: «Ο ταχυδρόμος πέθανε στα δεκαοχτώ του χρόνια…», επειδή μαθεύτηκε πως η Λίτσα θεάθηκε στο δασάκι τα μεσάνυχτα με τον ταχυδρόμο τον Βαγγέλη. «Ζωή σε λόγου σου», είπε η μια κοιτάζοντας τη Λίτσα, ενώ η άλλη, η φαρμακομύτα, στοργικά συμπαραστάθηκε: «Θα χηρέψεις καψερή, πριν παντρευτείς…». Το μεγάλο καρφί αμολήθηκε από τη γεροντοκόρη, που το παρατσούκλι της ήταν «Οχιά», η οποία είπε: «Το γράμμα τώρα θα το πηγαίνει η Λίτσα. Ο Βαγγέλης το ξέρει!».
Κλαίγοντας η Λίτσα τις έβρισε και έφυγε. Μερικές πήραν το μέρος της και άναψε καβγάς. Η συγκέντρωση διαλύθηκε, η δε σπιτονοικοκυρά, αρχίζοντας το συμμάζεμα, αποφάνθηκε οργισμένη: «Μπα, που στον λαιμό να σας κάτσει ο χαλβάς που σας έφτιαξα!».