Το τρίγωνο του διαβόλου ενός νέου συμβιβασμού
Ο ένας κόσμος είναι ο επικοινωνιακός-διαδικαστικός: Σύμφωνα με αυτόν, οι ευρωπαϊκοί θεσμοί λειτουργούν άψογα, με σαφείς κανόνες, με διαβουλεύσεις, με συλλογικές αποφάσεις. Τα γνωρίσαμε όλα αυτά μέσα από τις διαπραγματεύσεις, τις αξιολογήσεις, τις συμφωνίες… Είναι βεβαίως, στην πράξη, ο κόσμος της πολιτικής υποκρισίας, των πολιτικών προσχημάτων, των συναλλαγών και συχνά των ακραίων διλημμάτων και εκβιασμών. Σε κάθε περίπτωση πάντως είναι ο κόσμος των κανόνων και της αυστηρής τήρησής τους…
Ο προσχηματικός – λειτουργικός αυτός κόσμος, που αποτελεί τη θεσμική και πολιτική βιτρίνα της ΕΕ αλλά και της Ευρωζώνης έχει ως αποστολή να νομιμοποιήσει και να εκλογικεύσει τον άλλον κόσμο, τον κάτω κόσμο, αυτόν που κυριαρχείται από τα χρηματοπιστωτικά συμφέροντα και τις μεγάλες επιχειρήσεις, τον κόσμο της εκμετάλλευσης και της ανισότητας σε βάρος των πλέον αδύναμων λαών και χωρών. Έναν κόσμο που εκφράζεται πολιτικά και ιδεολογικά στον πρώτο κόσμο από τους πολιτικούς εκπροσώπους της γερμανικής οικονομικοπολιτικής ελίτ.
Στον κάτω κόσμο χαράσσονται οι στρατηγικές, αποφασίζονται οι νεοφιλελεύθερες πολιτικές, διαμοιράζονται οι εξουσίες, καθορίζονται οι τύχες των λαών. Ο πάνω κόσμος αναλαμβάνει τη θεσμική κατοχύρωση, την ένταξη σε κανόνες, τη νομιμοποίηση και ηθικοποίηση των αποφάσεων αυτών.
Κατά την πρώτη περίοδο, αυτήν της ομαλότητας, ο κάτω κόσμος έμενε καλά κρυμμένος… Όμως από το 2008 και μετά άρχισε να αναδύεται στην επιφάνεια, εμφανιζόμενος στις ημέρες μας με το πιο στυγνό και κυνικό του πρόσωπο.
Τα «αριστεία» της υποκρισίας
Η συμπαιγνία ΔΝΤ – Βερολίνου ξεκίνησε από τον Απρίλιο του 2010 και από το πρώτο Μνημόνιο. Το ΔΝΤ δέχτηκε να μην απομειωθεί το χρέος -σε αντίθεση με τη θεμελιώδη ρήτρα που αφορά τη συμμετοχή του-, ενώ από το 2014 αρκείται στον ρόλο του παρατηρητή και εκπροσώπου των πλέον ακραίων νεοφιλελεύθερων επιλογών για λογαριασμό του «συστήματος» Σόιμπλε.
Το ίδιο το «σύστημα» Σόιμπλε είχε ήδη προαποφασίσει από το φθινόπωρο του 2012, όταν έγινε η πρώτη κρούση για την αντιμετώπιση του ελληνικού χρέους, ότι το χρέος δεν επρόκειτο ποτέ να ρυθμιστεί, αφού αποτελούσε κατʼ εξοχήν πολιτικό όπλο υποδούλωσης και χειραγώγησης της χώρας μας.
Τότε, το 2012, η γερμανική ηγεσία επικαλέσθηκε τις επερχόμενες -ένα έτος μετά- εκλογές και απαγόρευσε κάθε συζήτηση. Σήμερα, ύστερα από πέντε χρόνια, το «σύστημα» Σόιμπλε χρησιμοποιεί -προσχηματικά στην ουσία- το ίδιο επιχείρημα…
Γιατί αυτή η εμμονή; Διότι το χρέος αποτελεί μέσο άσκησης πολιτικής πατρωνίας και δεν εξαντλείται στην αριθμητική – λογιστική του διάσταση. Γιʼ αυτό και οι διάφορες οικονομετρικές λύσεις που διακινήθηκαν στο Eurogroup της 22ας Μαΐου από τον ESM, το ΔΝΤ ή το Βερολίνο έχουν παντελώς ψευδεπίγραφο και προσχηματικό χαρακτήρα, όταν επιχειρούν να στηριχθούν σε προβλέψεις πολλών δεκαετιών για τα πλεονάσματα ή το ΑΕΠ της οικονομίας μας.
Στην πράξη, ουσιαστική απομείωση και ρύθμιση του χρέους συνεπάγεται την απόκτηση ευρύτερων πλαισίων πολιτικής και δημοσιονομικής αυτονομίας και αυτό ακριβώς θέλει να αποτρέψει το «σύστημα» Σόιμπλε. Ο κάτω κόσμος στην περίπτωση αυτή δρα με βάση το δίπολο «αυταρχική εξουσία – ασύδοτο οικονομικό κέρδος». Στον πάνω κόσμο το δίπολο αυτό εκφράζεται, υπό τον μανδύα της λογιστικής – τεχνοκρατικής ουδετερότητας, με τα εναλλακτικά – σωτηριολογικά σχέδια των δανειστών μας, τα οποία μας επιβάλλονται μέσω εκβιασμών και ακραίων διλημμάτων.
Η φορμαλιστική δημοκρατία του πάνω κόσμου καλύπτει προσχηματικά την αυταρχική – ακροδεξιά, αντικοινωνική – νεοφιλελεύθερη πολιτική, την οποία αποφασίζει και επιβάλλει η δομή συμφερόντων του κάτω κόσμου.
Σʼ αυτό το πλαίσιο κινείται η Ευρώπη από τις αρχές του 1990, με αποκορύφωμα την κρίση που εκδηλώθηκε το 2008. Έκτοτε, οι δημοκρατικοί θεσμοί, οι κοινωνίες, οι αξίες και αρχές που οικοδόμησαν ιστορικούς πολιτισμούς αποδυναμώνονται, απαξιώνονται, εκπίπτουν.
Το Eurogroup της 15ης Ιουνίου, όπως και η Σύνοδος των Ηγετών της 22ας Ιουνίου, δεν πρόκειται να ξεφύγει από τον κανόνα, όμως υποχρεούται να προσαρμοσθεί στις σημερινές ανάγκες των κέντρων εξουσίας και στους νέους συσχετισμούς που άρχισαν να διαμορφώνονται κατά την τελευταία περίοδο.
Το τρίγωνο του συμβιβασμού
Τρεις είναι οι κόκκινες γραμμές, τρεις οι κορυφές του τριγώνου του συμβιβασμού, στην επιχειρούμενη συμφωνία.
– Η πρώτη αφορά την αποφυγή νέας κρίσης στην Ευρωζώνη, εν όψει μάλιστα των ασταθών ισορροπιών που χαρακτηρίζουν τον «μεγάλο ασθενή», δηλαδή τη γειτονική Ιταλία.
– Η δεύτερη αφορά τον συμβιβασμό, δηλαδή την αθέμιτη και ανέντιμη συναλλαγή, μεταξύ ΔΝΤ και Βερολίνου. Σύμφωνα με τον συμβιβασμό αυτό, το Βερολίνο δεν δεσμεύεται για το ελληνικός χρέος, τουλάχιστον μέχρι τις εκλογές του Σεπτεμβρίου, ενώ το ΔΝΤ συνηγορεί σʼ αυτό, αρκούμενο τυπικώς στον ρόλο του παρατηρητή, μέχρις ότου καθορισθούν στο μέλλον (στο αόρατο μέλλον) τα συγκεκριμένα μέτρα για το χρέος. Πίσω από την ομιχλώδη αυτή στάση αποφασίσθηκε η αποχώρηση του ΔΝΤ, μέσω αυτής της προσχηματικής διαδικασίας. Η τελευταία δήλωση της Λαγκάρντ ήταν απολύτως σαφής, ανεξάρτητα εάν κάποιοι είτε προσποιούνται είτε πράγματι δεν κατανοούν την οριστική απόφαση αποχώρησης του ΔΝΤ.
– Η τρίτη κορυφή αφορά τη χώρα μας. Πόσο ξεκάθαρος θα είναι, άραγε, ο νέος συμβιβασμός; Το μείζον πρόβλημα για μια, κυριολεκτικώς, γονατισμένη οικονομία και για μια δεινώς δοκιμαζόμενη κοινωνία είναι εάν αυτές οι πρώτες, ελπιδοφόρες προσπάθειες ανάστασης θα στηριχθούν και θα προωθηθούν ή θα αναπαραχθεί το σπιράλ της ύφεσης και της λιτότητας.
Γιʼ αυτό και σʼ αυτόν τον προσχηματικό συμβιβασμό αναζητούνται πιστοποιητικά εμπιστοσύνης, όπως η ένταξη στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης της ΕΚΤ και κάποια ευκρινής διαβεβαίωση για τη (μελλοντική) αντιμετώπιση του χρέους, ώστε να παρασχεθεί η δυνατότητα στη χώρα να μπορέσει να δανεισθεί μετά τη λήξη του Μνημονίου από τις αγορές με ανεκτά επιτόκια, κάτω του 5%…
Κωδικός «ανάπτυξη»
Σʼ αυτήν την προσπάθεια διασφάλισης των ισορροπιών, ο νέος κωδικός, η συμβολική διατύπωση ενός νέου συμβιβασμού συμπυκνώνεται στον όρο «ανάπτυξη», στον οποίο επιδιώκεται να ενσωματωθούν οι αναγκαίες προϋποθέσεις για τη δυνατότητα εξόδου της χώρας μας στις αγορές, χωρίς παράλληλα να υπάρξει πολιτικό κόστος τόσο για το Βερολίνο όσο και για το ΔΝΤ.
Δεν είναι τυχαίο ότι ο Εμ. Μακρόν (σε συνεννόηση με την ελληνική πλευρά) επιδιώκει να προωθήσει το εγχείρημα αυτό. Η Γαλλία έχει απόλυτη ανάγκη να αποκτήσει εθνικό και ευρωπαϊκό πολιτικό κεφάλαιο και να δώσει τέλος σε μια μακρά και ταπεινωτική περίοδο, κατά την οποία οι δύο προηγούμενοι Πρόεδροι της Γαλλικής Δημοκρατίας κατέστησαν κυριολεκτικώς υποχείρια και μηχανισμοί πολιτικής νομιμοποίησης της γερμανικής ελίτ και του «συστήματος» Σόιμπλε.
Θα πρέπει επιπρόσθετα να επισημάνουμε ότι η 15η Ιουνίου βρίσκεται στο μεσοδιάστημα των δύο γύρων των βουλευτικών εκλογών της Γαλλίας και ας μην ξεχνάμε ότι το πρόβλημα της απώλειας της ταυτότητας και της πολιτικής ισχύος της Γαλλίας απέναντι στη Γερμανία βρίσκεται στις πρώτες θέσεις -αν όχι στην πρώτη- της πολιτικής ατζέντας της εκλογικής – κομματικής αναμέτρησης στη Γαλλία.
Το θεμελιώδες ερώτημα που προκύπτει για τον νέο συμβιβασμό είναι το πού θα βρίσκεται το κέντρο βάρους του… Θα βρίσκεται κοντά στις ελληνικές θέσεις ή θα κινηθεί -με ελαφρές τροποποιήσεις- στο μοτίβο της 22ας Μαΐου; Κάποιοι προτάσσουν το κριτήριο του εάν ο νέος συμβιβασμός θα είναι ή όχι πολιτικά διαχειρίσιμος από την ελληνική κυβέρνηση. Όμως το ουσιώδες ερώτημα είναι το εάν θα είναι κοινωνικά και παραγωγικά διαχειρίσιμος, δηλαδή εάν θα διαμορφώνει στην πράξη τους όρους για την οικονομική – παραγωγική ανάπτυξη της χώρας, για το εάν διανοίγεται ξεκάθαρα ο δρόμος για το οριστικό τέλος των Μνημονίων. Κι αυτό το ουσιώδες ερώτημα απαιτεί σαφή πολιτική απάντηση κι όχι γενικολογίες και αλγόριθμους.