Και τώρα τι…

Θα ακολουθήσω, όπως μου επιβάλλεται, την ανάλυση της λογικής:

Ας ξεκινήσω με ορισμένα βασικά στοιχεία που πάντοτε τα θεωρούσα ως δεδομένα. Όταν πρωτοδιάβασα, πέρσι τον Νοέμβριο, το συμπληρωματικό Μνημόνιο, που είχε δοθεί ως κείμενο εργασίας στην κυβέρνηση για την ολοκλήρωση της δεύτερης αξιολόγησης, τοποθετήθηκα δημόσια ότι «η δεύτερη αξιολόγηση δεν θα ολοκληρωθεί». Η λογική μου έλεγε ότι η απαίτηση για οικειοποίηση των μέτρων, που ζητείτο από την κυβέρνηση και τους βουλευτές της κυβερνητικής πλειοψηφίας, ήταν εκτός λογικής. Με απλά λόγια, τους ζητούσαν να κάνουν πολιτικό χαρακίρι.

Η κυβέρνηση, σε πρώτη φάση, πίστεψε ότι μπορούσε να διαπραγματευτεί, να ψηφίσει όσα λιγότερα μπορούσε και στη συνέχεια να εφαρμόσει όσα ήθελε. Πρώτο λάθος, γιατί δεν κατάλαβε ότι η τακτική αυτή δεν ήταν ποτέ στο τραπέζι. Το σύνολο των παρεμβάσεων -μιλούσαν για συγκεκριμένο αριθμό 140- ήταν όχι απλά αδιαπραγμάτευτο, αλλά απαιτείτο να το πιστεύουν οι κυβερνώντες. Η ρήτρα Κίνας -τα ψηφίζουμε, αλλά τα εφαρμόζουμε μόνο αν υπάρξει ρύθμιση του χρέους- δεν υπήρξε ποτέ στο μυαλό των εταίρων. Τα μέτρα ήταν αναπόσπαστο τμήμα της συμφωνίας του 2015 και γιʼ αυτό προσδιορίστηκαν και ως δεύτερη αξιολόγηση.

Η κυβέρνηση επέλεξε τη διαπραγμάτευση ως στρατηγική. Εκεί όμως απέτυχε, διότι το ΔΝΤ έθεσε και επίσημα ως αίτημα τη βιωσιμότητα του χρέους. Στο σημείο αυτό είναι σκόπιμο να εξηγήσουμε στον αναγνώστη ότι η βιωσιμότητα ή μη του χρέους μιας οικονομίας, ιδιαίτερα μάλιστα όταν αυτό έχει λήξη το 2060, ενέχει πλήθος στοιχείων αβεβαιότητας.

Προβλέψεις για την ανάπτυξη, προβλέψεις για τον πληθωρισμό, προβλέψεις για τα επιτόκια, προβλέψεις για τα πρωτογενή πλεονάσματα, προβλέψεις για τα έσοδα από αποκρατικοποιήσεις, για να αναφέρουμε μόνο ορισμένα βασικά. Η πρόταση του ΔΝΤ άρεσε στην κυβέρνηση και εντάχθηκε στο αφήγημα αφού μεταφράστηκε όμως ως οριστική λύση για το χρέος. Η κυβέρνηση τότε δεν αντιλήφθηκε ότι μεταξύ βιωσιμότητας του χρέους και ρύθμισης του χρέους υπήρχε μία ουσιώδης διαφορά. Αν εφαρμόσει η χώρα τις διαρθρωτικές αλλαγές, και με δεδομένη την εξασφάλιση του να μη χρειάζεται να βγει στις αγορές, υπάρχει πιθανότητα να βγει το αφήγημα της βιωσιμότητας.

Το αφήγημα των θεσμών ήταν: Εφαρμογή των μέτρων και έλεγχος της αποτελεσματικότητάς τους, χωρίς έξοδο στης αγορές μέχρι το 2021, και αν χρειαστεί τότε, ρύθμιση. Οι Ευρωπαίοι ζητούσαν αξιοπιστία και αποτελεσματικότητα γιατί πίστευαν στις δεσμεύσεις της ελληνικής κυβέρνησης και το ΔΝΤ ζητούσε εξασφαλίσεις γιατί δεν πίστευε στη δέσμευση της κυβέρνησης. Η, μέχρι εκείνη τη στιγμή όμως, αναξιοπιστία μας στην εφαρμογή των επώδυνων μέτρων δημιουργούσε ένα κενό.

Τι έρχεται πρώτο και τι δεύτερο. Πρώτα η ελάφρυνση και μετά τα μέτρα ή πρώτα τα μέτρα και μετά η ελάφρυνση; Το ΔΝΤ και η κυβέρνηση προτιμούσαν πρώτα την ελάφρυνση. Όταν το ΔΝΤ αντιλήφθηκε ότι δεν υπήρχε περίπτωση ελάφρυνσης πριν από την εφαρμογή των μέτρων, έθεσε θέμα μη βιωσιμότητας του χρέους. «Ανεπαισθήτως μας έκλεισαν από την πόλη έξω», όπως θα έλεγε και ο ποιητής.

Όσο η κυβέρνηση διαπραγματεύεται τη δεύτερη αξιολόγηση με στόχο να μην την ολοκληρώσει, όπως και έκανε τελικά, τόσο οι εταίροι μας πιέζουν, ώστε πρώτα να δουν την απόδοση του προγράμματος και μετά να συζητήσουν για βιωσιμότητα.

Η ρύθμιση έχει πλέον φύγει από το τραπέζι για τους «θεσμούς». Έτσι κι αλλιώς, μέχρι το 2021 θεωρούν ότι έχουν εξασφαλίσει την Ελλάδα, αρκεί να εφαρμόζει τα Μνημόνια, χωρίς να βγει στις αγορές. Τότε είναι (Φεβρουάριος 2017) που το ΔΝΤ δημόσια ανακοινώνει ότι το χρέος της χώρας με τις υπάρχουσες ρυθμίσεις και με τις καθυστερήσεις στην εφαρμογή των μέτρων της δεύτερης αξιολόγησης δεν είναι βιώσιμο.

Η δήλωση αυτή κάνει την κυβέρνηση να αλλάξει στρατηγική. Ο κ. πρωθυπουργός αναθέτει στη Rothschild να βγάλει τη χώρα στις αγορές και στην ουσία η κυβέρνηση διαμορφώνει μια νέα μυθοπλασία. Αν η χώρα βγει στις αγορές, τότε η κοινή θέση των πιστωτικών ιδρυμάτων (ΔΝΤ, ΕΚΤ, και ESM) για ένα υπό αίρεση βιώσιμο χρέος ανατρέπεται. Η αδιαφάνεια στις εκτιμήσεις ανατρέπεται από την καθαρότητα των αγορών, αφού λεφτά υπάρχουν από τις αγορές και την περίφημη ποσοτική χαλάρωση (QE). Ίσως η ενέργεια αυτή απετέλεσε το μεγαλύτερο κυβερνητικό λάθος.

Δεν υπάρχει κανένας συμβουλευτικός επενδυτικός οίκος, όπως η Rothschild, που θα ρισκάρει τη φήμη του, όταν το ΔΝΤ και η ΕΚΤ δεν έχουν προσυπογράψει τη βιωσιμότητα του χρέους. Είναι σαν να λες και στους δύο: «Οι αγορές θα σας αποδείξουν ότι οι μετρήσεις σας είναι λάθος». Με απλά λόγια, ζητάς από τον σύμβουλό σου να τα βάλει, μέσω των αγορών, με το παγκόσμιο χρηματοπιστωτικό σύστημα και με όλες τις κεντρικές τράπεζες και κυβερνήσεις του κόσμου.

Το αφήγημα (narrative) κτίζεται όπως τα σπίτια στο παραμύθι με τα τρία μικρά γουρουνάκια. Θα περάσουμε από τη Βουλή όσα περισσότερα μέτρα από τα 140 μπορούμε. Τα χρήματα που χρειάζονται για τη δόση του Ιουλίου με κάποιον τρόπο θα τα βρούμε. Θα χρησιμοποιήσουμε την έξοδο στις αγορές ως επιβεβαίωση της βιωσιμότητας του χρέους, αποδεικνύοντας ότι οι αναλύσεις του ΔΝΤ είναι λάθος. Η ΕΚΤ θα αποδεχτεί την έξοδο ως τετελεσμένο και θα μας εντάξει στην ποσοτική χαλάρωση, επιτρέποντας στο ελληνικό τραπεζικό σύστημα να έχει φερέγγυους ισολογισμούς χωρίς επίλυση των «κόκκινων» δανείων, έρχεται η ανάπτυξη, και έχει ο Θεός.

Με παιδική ειλικρίνεια, ο κ. Τσακαλώτος διατύπωνε στο Eurogroup: «Αν δεχτούμε την πρότασή σας, θα ανατρέψουμε το αφήγημά μας». Δυστυχώς, όμως, για την κυβέρνηση, τα μέτρα, όχι όλα αλλά τα περισσότερα, είχαν ήδη ψηφιστεί και η λογική του «ψηφίζω αλλά δεν τα εφαρμόζω» επιβεβαίωνε περίτρανα τη θέση του ΔΝΤ ότι η Ελλάδα δεν πιστεύει αυτά που ψηφίζει.

Έτσι φτάσαμε στο σήμερα. Ψηφίσαμε μέρος των μέτρων και αυτοδεσμευτήκαμε δημόσια ότι η εφαρμογή τους ισχύει μόνο αν το χρέος είναι βιώσιμο.

Δεν ολοκληρώθηκε προφανώς η δεύτερη αξιολόγηση. Είπαμε δημόσια ότι οι διαρθρωτικές αλλαγές δεν έχουν καμιά αξία γιατί οι αγορές θα επιβεβαιώσουν τη βιωσιμότητα του χρέους. Απλώς είναι σκόπιμο το ΔΝΤ να πάρει πίσω τη μελέτη βιωσιμότητας που έκανε τον Φεβρουάριο. Όπως ξεκάθαρα προκύπτει από τα πρακτικά του Eurogroup, που δημοσιεύτηκαν πρόσφατα, αυτό δεν έγινε αποδεκτό από το ΔΝΤ και τους εταίρους μας. Τελεία και παύλα.

Παρενθετικά μία απορία: Αν υπάρχουν πρακτικά στο Eurogroup, γιατί κατέγραφε στο κινητό του ο κ. Βαρουφάκης τις συζητήσεις;

Και για να γυρίσουμε στην αρχική ερώτηση: Τι μπορεί να γίνει πλέον;

Λύση πρώτη: Η κυβέρνηση: α) Δεσμεύεται να ψηφίσει και τα υπόλοιπα μέτρα. β) Πληρώνει το κομμάτι του χρέους προς ιδιώτες και το ΔΝΤ από τα αποθεματικά των Ταμείων και των ΔΕΚΟ στην ΤτΕ (περίπου 2,4 δισ.). γ) Ζητάει από την ΕΚΤ να χρησιμοποιήσει τα κέρδη της από τη διαχείριση των ελληνικών ομολόγων, που δεν τα ήθελε η υπερήφανη στάση του κ. Βαρουφάκη (3,9 δισ.). δ) Ξεχνάει την έξοδο στις αγορές και την ποσοτική χαλάρωση και περιμένει να αποδείξει, τον Σεπτέμβριο, ότι οι διαρθρωτικές αλλαγές, εφαρμοζόμενες, μπορούν να στηρίξουν πλεόνασμα 3,5% για τα επόμενα πέντε χρόνια. Αν έρθει ο Σεπτέμβριος και ο προϋπολογισμός του 2017 δεν εκτελείται, όπως έχουμε δεσμευτεί, τότε υπάρχει ο «κόφτης», που θα τα διορθώσει όλα. Όχι μόνο τα δημόσια οικονομικά αλλά και την εκλογική δύναμη.

Λύση δεύτερη: Δεν συμφωνούμε και ηρωικά αποχωρούμε, έχοντας βέβαια ψηφίσει τα 140 μέτρα που μας ζητούσαν από τον Αύγουστο του 2016 και επιτρέποντας στη σημερινή αντιπολίτευση, ως κυβέρνηση πλέον, να λέει ότι αναγκάζεται να εφαρμόσει τα μέτρα της σημερινής κυβέρνησης.


Σχολιάστε εδώ