Ζητείται ελπίς μέσω συμμαχιών

Εάν μπορούσε να υπάρξει ένας ουδέτερος και αυτόνομος ιστορικός παρατηρητής ικανός να συλλέξει, να καταγράψει και να θεματοποιήσει τις επίσημες και ανεπίσημες -εν κρυπτώ- διεξαγόμενες συνομιλίες και διαπραγματεύσεις, τους εκβιασμούς, τις συναλλαγές, τους μηχανισμούς επικοινωνιακής προπαγάνδας, τα ψεύδη, τις αλληλοαναιρούμενες και αλληλοδιαψευδόμενες θέσεις και επιλογές, τότε ο παρατηρητής αυτός θα μπορούσε να συνθέσει το ιστορικό ντοκουμέντο της πολιτικής αθλιότητας της γερμανικής ελίτ και των συμμάχων της αλλά και αρκετών θεσμικών εκπροσώπων που συμμετέχουν σʼ αυτό το καταστροφικό σχέδιο.

ΗΠΑ – Γερμανία: Αντιπαράθεση και στο βάθος ρήξη

Ο Β. Σόιμπλε εδώ και αρκετούς μήνες έχει εμπλέξει στα σχέδιά του για την Ελλάδα το ΔΝΤ, επιδιώκοντας να το χρησιμοποιήσει ως εργαλείο και να νομιμοποιήσει τις δικές του επιδιώξεις πίσω από τις απαιτήσεις του Ταμείου. Όμως η περίπτωση Τραμπ εξελίσσεται στην πράξη σε μια επικίνδυνη και ανεξέλεγκτη παράμετρο, η οποία οικοδομεί σταδιακά μια στρατηγικού τύπου αντίθεση και αντιπαράθεση μεταξύ ΗΠΑ και Ευρώπης και -κατʼ εξοχήν- μεταξύ ΗΠΑ και Γερμανίας.

Το ΔΝΤ δεν είναι ο Π. Τόμσεν, με τον οποίο συναλλάσσεται και συνωμοτεί ο Β. Σόιμπλε. Ο Π. Τόμσεν, του οποίου λήγει η θητεία, πιθανώς να αποβλέπει μελλοντικά σε κάποια υψηλή θέση στο θεσμικό ευρωπαϊκό οικοδόμημα. Όμως, τις θέσεις του ΔΝΤ τη 15η Ιουνίου -εάν έως τότε ξεκαθαριστεί ο τελικός ρόλος του ΔΝΤ στο ελληνικό χρέος- θα τις καθορίσει η Ουάσινγκτον. Κι αυτές οι θέσεις μπορεί να είναι αρκετά διαφορετικές από εκείνες της 22ας Μαΐου.

Η γερμανική ηγεσία και η γερμανική ελίτ φαίνεται να αιφνιδιάστηκαν από τη στάση και τις θέσεις του Ντ. Τραμπ. Πριν από μερικούς μήνες αιφνιδιάστηκαν ακόμα περισσότερο από το Brexit, που για μεγάλο χρονικό διάστημα θα εξελιχθεί σε μια ανοιχτή πληγή, σε ένα διαρκές πεδίο αντιθέσεων για την Ευρωπαϊκή Ένωση.

Σπασμωδική και αφελούς περιεχομένου η δήλωση της Άνγκ. Μέρκελ, που διαπιστώνει τώρα ότι η Ευρώπη δεν μπορεί να στηρίζεται πλέον σε συμμαχίες αλλά οφείλει να στραφεί προς τον εαυτό της και να ανασυγκροτηθεί.

Μόνο που η γερμανική ηγεσία και το «σύστημα» Σόιμπλε δεν χάνουν μόνο τις εξωτερικές υποστηρικτικές τους συμμαχίες, αλλά, πέραν των «πρόθυμων» και υποτελών ηγεσιών στην ΕΕ και στην Ευρωζώνη, έχουν απολέσει τους εσωτερικούς τους συμμάχους. Έχουν ενσπείρει τον φόβο, έχουν καλλιεργήσει το μίσος σʼ ένα μεγάλο τμήμα των ευρωπαϊκών λαών, έχουν διαμορφώσει όρους αντιπαράθεσης και αντίθεσης με μια σειρά σημαντικών χωρών.

Όσο η γερμανική ελίτ απομονώνεται και στοχοποιείται τόσο περισσότερο σκληρύνεται και αυταρχικοποιείται η ίδια. Ως απάντηση στην αντιπαράθεση με τις ΗΠΑ δεν επιλέγεται μια συλλογικά και συνολικά αναπτυσσόμενη, προοδευτική Ευρώπη, αλλά η Ευρώπη των διχασμών, των αντιθέσεων, των ανισοτήτων, που σύμφωνα με το γερμανικό σχέδιο αποκαλείται «Ευρώπη των πολλών ταχυτήτων», ένα σχέδιο, μια επιλογή που θα οδηγήσει ευθέως την Ευρώπη στην περαιτέρω αποδυνάμωση και τελικώς στην καταστροφή.

Ο κρίσιμος ρόλος της Γαλλίας

Ιστορικά κρίσιμος ο ρόλος της Γαλλίας σʼ αυτές τις εξελίξεις. Κατʼ αρχάς, η σχέση Γερμανίας – Γαλλίας δεν μπορεί να συνεχιστεί στο μοτίβο των προηγούμενων περιόδων διακυβέρνησης. Εάν ο Εμ. Μακρόν δεν διαφοροποιηθεί εμφανώς από τους προκατόχους του, τότε η τύχη του είναι προδιαγεγραμμένη και μάλιστα σε σύντομο χρονικό διάστημα.

Αυτή η διαφοροποίηση θα πρέπει να καταστεί εμφανής σε δύο επίπεδα: Στο πολιτικό και το οικονομικό.

Στο οικονομικό επίπεδο, πέραν της εφαρμογής των μέτρων λιτότητας και περιστολής των εργασιακών δικαιωμάτων, που θα φέρουν τον Εμ. Μακρόν σε σύγκρουση με ένα μεγάλο τμήμα της γαλλικής κοινωνίας, στρατηγικό πρόβλημα παραμένει το χρέος.

Η πρόταση για την έκδοση ευρωομολόγων, που διατύπωσε και προεκλογικά ο Εμ. Μακρόν, θα επανέλθει σύντομα στο προσκήνιο από τον ίδιο, αφού το ζήτημα της αντιμετώπισης ενός χρέους ύψους 2,5 τρισ. ευρώ δεν αποτελεί απλώς ένα δυσβάσταχτο οικονομικό μέγεθος (ακόμα και για τη δεύτερη οικονομική δύναμη της Ευρώπης), αλλά συνιστά ταυτόχρονα στοιχείο άσκησης ευθείας πολιτικής πίεσης και εκβιασμών κατά της Γαλλίας.

Θα πρέπει να επισημάνουμε επιπρόσθετα ότι μια πιθανή αντιπαράθεση μεταξύ ΗΠΑ και Γερμανίας -συνυπολογιζόμενου και του Brexit- διαμορφώνει ένα κενό στη σχέση ΗΠΑ – Ευρώπης, ένα κενό κυρίως πολιτικού χαρακτήρα, το οποίο ίσως επιδιώξει να καλύψει, στον έναν ή στον άλλον βαθμό, η Γαλλία.

Σε μια τέτοια περίπτωση, θα αποκτούσε ιδιαίτερη σημασία η σχέση Γαλλίας – Γερμανίας, αφού θα μπορούσε να οδηγήσει σε μια σοβαρή τροποποίηση των συσχετισμών.

Ασφαλώς, το ποιοτικό και ποσοτικό μέγεθος του πολιτικού κεφαλαίου που θα διαθέτει ο Εμ. Μακρόν στην κρίσιμη περίοδο που διανοίγεται μπροστά μας θα εξαρτηθεί ευθέως από τους πολιτικούς-κομματικούς-κοινοβουλευτικούς συσχετισμούς και την ισχύ των συμμαχιών που θα διαμορφωθούν αμέσως μετά τις επερχόμενες εκλογές στη Γαλλία.

Γιατί το πρόβλημα του Εμ. Μακρόν δεν είναι απλώς αριθμητικό. Αφορά ευθέως τη διαμόρφωση ενός ευρύτερου πολιτικοκοινωνικού μετώπου, ικανού να διεκδικήσει μια νέα θέση της Γαλλίας στις ευρωπαϊκές εξελίξεις.

Όλες αυτές οι κρίσιμου χαρακτήρα εξελίξεις αφορούν τη χώρα μας. Μια πιθανή επάνοδος της Γαλλίας, ύστερα από πολλά χρόνια, σημαίνει μια νέα στρατηγική συμμαχιών και σύγκλισης πάνω σε κρίσιμα θέματα. Κατά συνέπεια, η στάση του νέου Προέδρου της Γαλλικής Δημοκρατίας κατά το Eurogroup της 22ας Μαΐου δεν αφορά μια τακτικού χαρακτήρα επιλογή, την εκδήλωση μιας απλής συμπάθειας και συμπαράστασης προς τη δοκιμαζόμενη δεινώς χώρα μας και προς τον λαό της, αλλά θα πρέπει να ενταχθεί σε έναν γενικότερο αναπροσανατολισμό της γαλλικής ηγεσίας, που αφορά κατʼ εξοχήν τα συμφέροντα της ίδιας της χώρας της.

Σʼ αυτό το σκεπτικό θα πρέπει να προσθέσουμε την κρισιμότητα της περιόδου που διέρχεται η γειτονική Ιταλία, της οποίας το τραπεζικό σύστημα κινείται επί ξυρού ακμής. Το σύστημα των διοριζόμενων κυβερνήσεων εξεμέτρησε το ζην και το ζήτημα της προκήρυξης εκλογών τίθεται άμεσα, ενώ και το εύρος της σταθερότητας και της πολιτικής ισχύος μιας νέας κυβέρνησης που θα προκύψει από τις εκλογές αυτές παραμένει ομιχλώδες, ενώ οι δημοσκοπήσεις φέρνουν πολύ κοντά τον Μ. Ρέντσι με τον Μπ. Γκρίλο.

Όριο των εκβιασμών: Μια νέα κρίση στην Ευρωζώνη

Όλες αυτές οι διαπιστώσεις οδηγούν στο συμπέρασμα ότι μια νέα κρίση στην Ευρωζώνη θα μπορούσε να αποβεί καταστροφική.

Οι λογιστικοί αλγόριθμοι αναβιβάζουν το κόστος μιας νέας κρίσης στα 1,5 τρισ. ευρώ, ποσό που θα επιβαρύνει κατά κύριο λόγο την ΕΚΤ. Γιʼ αυτό και ο Μ. Ντράγκι πιέζει για την εξεύρεση λύσης στο Eurogroup της 15ης Ιουνίου, ώστε να μπορέσει η χώρα μας να ενταχθεί στη διαδικασία της ποσοτικής χαλάρωσης.

Ο απηνής και ανέντιμος πολιτικός και οικονομικός πόλεμος που έχει εξαπολύσει ο Β. Σόιμπλε έχει ως μια πτυχή του το να εμποδίσει την Ελλάδα από αυτήν τη διαδικασία, ώστε να μην μπορέσει να αποκτήσει πιστοποιητικό νομιμοποίησης για την προσφυγή της στις αγορές.

Σʼ αυτό το σημείο θα πρέπει να επισημάνουμε, για να αποτιμηθεί και αριθμητικά η αθλιότητα και η ανεντιμότητα της στάσης του Β. Σόιμπλε, ότι από το 2015, όταν ξεκίνησε το πρόγραμμα της ποσοτικής χαλάρωσης της ΕΚΤ, μέχρι σήμερα, έχει διατεθεί συνολικά από την ΕΚΤ ποσό 1,5 τρισ. ευρώ, από το οποίο η Γερμανία έχει λάβει μέσω των ομολόγων της το ποσό των 350 δισ. ευρώ.

Εάν στο ποσό αυτό συνυπολογίσουμε τα 90 δισ. ευρώ που έχει επωφεληθεί η Γερμανία από την άντληση πόρων του Νότου αλλά και τα τεράστια ποσά που λαμβάνει μέσω δανεισμού, με αρνητικά μάλιστα επιτόκια, τότε μπορούμε να κατανοήσουμε πόσο ψευδείς, υποκριτικές και προσβλητικές για τη νοημοσύνη μας είναι οι υποδείξεις του Β. Σόιμπλε περί ανταγωνιστικότητας και παραγωγικότητας. Σʼ αυτό το πεδίο των αντιθέσεων, των συσχετισμών, των ακραίων εκβιασμών και των αποηθικοποιημένων συναλλαγών, βαδίζουμε προς τη 15η Ιουνίου. Σʼ ένα τοπίο στην ομίχλη, στο οποίο διαφαίνεται ότι ένας συμβιβασμός είναι αναγκαίος προκειμένου να αποτραπούν τα χειρότερα για όλους.

Είναι ασφαλώς προτιμότερο να υπάρξει μια ανεκτή, μια έντιμη και βιώσιμη, συνολική λύση στις 15 Ιουνίου. Γιατί στη Σύνοδο των Ηγετών, στις 22 Ιουνίου, ίσως φτάσουμε σε έντονες πολιτικές αντιπαραθέσεις, που επαναφέρουν ένα σκηνικό παρόμοιο με τον εφιάλτη της 12ης και 13ης Ιουλίου του 2015, έστω και σε μικρότερη κλίμακα.

Μέχρι τις κρίσιμες αυτές ημερομηνίες θα πρέπει να υπάρξει μια έντονη πολιτική και διπλωματική δραστηριότητα σʼ όλα τα επίπεδα, καθώς η αντιπαράθεση θα έχει καθαρώς πολιτική μορφή και οι συμμαχίες και οι συμπορεύσεις θα έχουν για μας κρίσιμη σημασία.

Ζητείται ελπίς, που απαιτεί, όμως, για να ευοδωθεί, πίστη στις δυνάμεις και στον δικό μας, αδιάλειπτο και συντονισμένο αγώνα.


Σχολιάστε εδώ