Διένεξη Γερμανίας – ΔΝΤ για το ελληνικό δημόσιο χρέος
Χωρίς περιττές αναλύσεις, σύμφωνα με την άποψή μας, υπάρχουν οι βασικές σταθερές από τις οποίες χρειάζεται να ξεκινήσουμε τους συλλογισμούς μας.
Πρώτη, βασική σταθερά
Οι σημερινές (;) γερμανικές πολιτικές ελίτ, για ποικίλους λόγους -πολιτικούς, ιδεολογικούς, πολιτιστικής ιδιοσυγκρασίας και αντίληψης των διεθνών σχέσεων-, δεν επιθυμούν σε καμιά περίπτωση να αποποιηθούν το όπλο του χρέους που κρατούν σήμερα ολοκληρωτικά στα χέρια τους. Ίσως η πιο σωστή έκφραση θα ήταν: Δεν πρόκειται, όσο μπορούν, να εκχωρήσουν μακροχρόνιους βαθμούς ελευθερίας στην Ελλάδα, αναφορικά με το δημόσιο χρέος. Γιʼ αυτές αποτελεί το πλέον αποτελεσματικό όπλο κατίσχυσής τους όχι μόνο για την Ελλάδα αλλά και για άλλες πιθανές, μελλοντικές περιπτώσεις (π.χ. Ιταλία, Πορτογαλία κ.λπ.). Δεν απορρέει από πουθενά, αυτήν τη συγκεκριμένη συγκυρία, η δυνατότητα να ανατραπεί (με σύγκρουση) ή τουλάχιστον να περιορισθεί η βούληση των γερμανικών πολιτικών ελίτ.
Δεύτερη, βασική σταθερά
Υπάρχει η διαδεδομένη εντύπωση της αντιπαράθεσης απόψεων μεταξύ Γερμανίας και ΔΝΤ σχετικά με το ελληνικό δημόσιο χρέος. Είναι γεγονός ότι μια τέτοιου είδους αντιπαράθεση, σε επίπεδο απόψεων, υφίσταται. Εκφράζεται συγκεκριμένα ως εξής:
Το μεν ΔΝΤ θεωρεί ότι το ελληνικό δημόσιο χρέος δεν είναι βιώσιμο (μετά το 2022) και χρειάζεται να ελαφρυνθεί. Η θέση του αυτή εδράζεται σε μακροχρόνιες προβολές χρέους (μέχρι το 2060), στις οποίες επιλέγεται ως επικρατέστερο το δυσμενέστερο σενάριο μεγέθυνσης του ΑΕΠ (μέσος ετήσιος όρος 1,0%) και πρωτογενών πλεονασμάτων (1,5%). Με βάση την προβολή αυτή, ο λόγος ΔΧ/ΑΕΠ θα φθάσει το 2060 στο 226% του ΑΕΠ, ενώ οι μικτές χρηματοδοτικές ανάγκες στο γιγαντιαίο 52,1%.
Οι δε ευρωπαϊκοί θεσμοί (ESM) θεωρούν ότι με βάση το δικό τους σενάριο το ελληνικό χρέος ενδέχεται να μειωθεί μέχρι το 2060 στο 49,1%, ενώ οι μικτές χρηματοδοτικές ανάγκες, που αποτελούνται από το πιθανό έλλειμμα συν το σύνολο των δαπανών εξυπηρέτησης του χρέους, θα βρίσκονται μόλις στο 11% του ΑΕΠ. Θα ήταν συνεπώς λιγότερο από το όριο 15%-20% που κρίνουν οι δανειστές ως βιώσιμο. Η θέση των Ευρωπαίων στηρίζεται στην υπόθεση ότι μέχρι το 2060 αναμένεται μια, κατά μέσο όρο, ανάπτυξη της ελληνικής οικονομίας κατά 1,5% και πρωτογενές πλεόνασμα 2,2%-2,6%.
Πώς θα λυθεί αυτή η διαφορά απόψεων; Πιθανότατα με έναν συμβιβασμό. Ο συμβιβασμός μπορεί να περιγραφεί ως ακολούθως:
Η Γερμανία θα δώσει ορισμένες διαβεβαιώσεις ότι θα περιγράψει το πλαίσιο των πιθανών διευκολύνσεων για το χρέος (με τη σαφή σημείωση «αν χρειασθούν»). Ουσιαστικά θα επαναληφθεί η απόφαση του Eurogroup της 24ης Μαΐου 2016, ίσως με κάποια μεγαλύτερη λεπτομέρεια. Σε αντάλλαγμα, το ΔΝΤ θα δώσει μια επίσημη υπόσχεση προσωρινής συμμετοχής στο τρίτο πρόγραμμα, υπό μία προϋπόθεση: Την τελική του απόφαση θα τη λάβει μόνο όταν ξεκαθαριστεί η βιωσιμότητα του χρέους. Αυτό που ακούγεται ως λύση του προβλήματος είναι πάνω απʼ όλα μια έξυπνη κίνηση στη σκακιέρα, μια μετατόπιση του προβλήματος στον χρόνο.
Ο Σόιμπλε θα μπορούσε να ισχυριστεί στη Γερμανική Βουλή ότι το ΔΝΤ επιτέλους δεσμεύθηκε να συμμετάσχει στο πρόγραμμα βοήθειας. Το ΔΝΤ, από την πλευρά του, δεν θα είχε υποσχεθεί τίποτα περισσότερα από αυτά που λέει τα τελευταία δύο χρόνια. Λύση δεν θα είχε βρεθεί πάντως.
Αν, όντως, έτσι εξελιχθούν τα γεγονότα, και μάλλον έτσι θα εξελιχθούν, τίθεται το ακόλουθο ερώτημα: Ο συγκεκριμένος συμβιβασμός έχει κάποιον νικητή; Διότι σχεδόν όλοι οι συμβιβασμοί έχουν πάντοτε κάποιον νικητή, παρά τα αντιθέτως λεγόμενα. Σίγουρα ο νικητής είναι ο Σόιμπλε. Από όποια πλευρά κι αν το δει κάποιος.
Με βάση τα παραπάνω λεχθέντα, συνάγεται το εξής συμπέρασμα: Το ΔΝΤ υποχωρεί για ακόμη μια φορά στην αντιπαράθεσή του με τη Γερμανία. Υποχώρησε εξαρχής για την κατάσταση του ελληνικού δημοσίου χρέους, υποστηρίζοντας ότι είναι βιώσιμο, δέχθηκε το PSI με τον τρόπο που έγινε, υποχώρησε τελευταία για το ύψος των πρωτογενών πλεονασμάτων την περίοδο 2018-2022, δεχόμενο 3,5%, ενώ στην έκθεσή του (Μάιος 2016) υποστήριζε ότι η ελληνική οικονομία χρειάζεται πρωτογενή πλεονάσματα 1,5%.
Αυτό είναι απολύτως φυσιολογικό και ας φαίνεται περίεργο σε πολλούς, που θεωρούσαν ότι το ΔΝΤ μπορεί να αντιπαρατεθεί ισότιμα με μια ισχυρή χώρα, η οποία ουσιαστικά δεν το έχει καμιά ανάγκη, εκτός των περιπτώσεων της χρησιμοποίησής του για την εφαρμογή ενός προγράμματος σε τρίτες ευρωπαϊκές χώρες, που η ίδια, λόγω του ευρωπαϊκού κεκτημένου, δύσκολα θα πρότεινε.
Οι διαφορές μεταξύ αντιτιθέμενων απόψεων τελικά λύνονται με βάση τα όπλα που διαθέτει η κάθε πλευρά . Οι διαφορές επιλύονται στο επίπεδο της ισχύος. Το ΔΝΤ δεν έχει απολύτως κανένα όπλο έναντι της Γερμανίας. Έχει όπλα έναντι χωρών που έχουν ανάγκη τη χρηματοδότησή τους. Εκεί το ΔΝΤ αποκτά ισχύ και ξέρει να την εφαρμόζει υπέρμετρα αποφασιστικά. Το τελευταίο που μπορεί να πράξει το ΔΝΤ είναι να αποχωρήσει από το ελληνικό πρόγραμμα.
Δεν θα είναι καθόλου δύσκολο, στην περίπτωση αυτή, για τον Σόιμπλε να επιχειρηματολογήσει στο Γερμανικό Κοινοβούλιο ότι υπερασπίσθηκε σθεναρά τα συμφέροντα του γερμανικού λαού έναντι των προτάσεων του ΔΝΤ, που με τις προτάσεις του επεδίωκε την απώλεια εισοδήματος των Γερμανών φορολογουμένων. Όμως, νομίζω ότι το ΔΝΤ θα παραμείνει στο ελληνικό πρόγραμμα ακριβώς με τον ίδιο τρόπο που συμμετέχει ως σήμερα μέχρι τη λήξη του προγράμματος.
Αν αυτή είναι η σημερινή πραγματικότητα, θα πρέπει να τη λάβουμε σοβαρά υπόψη μας και να σχεδιάσουμε με βάση αυτή. Διαφορετικά αυταπατώμεθα. Και η αυταπάτη περιέχει μεγάλο ποσοστό απάτης.