Ο παππούς ο Νικολής

Και ήταν ένα κλάμα σιγανό, αθόρυβο, παραπονιάρικο, σαν το χειμωνιάτικο ψιλοβρόχι, που αρχινά και, τσουρ, τσουρ, τσουρ, δεν λέει να σταματήσει. Και δεν έκλαιγε για πρώτη φορά. Καθώς μέρα με τη μέρα γερνούσε και ανεπαισθήτως έχανε την ανθρώπινή του υπόσταση, όλα γίνονταν διαφορετικά από εκείνα που ήξερε. Δεν ήτανε κάποιες θύμησες από το παρελθόν που τον φόρτωναν θλίψη. Ήταν ένα τεράστιο πικρό κι αλύπητο «γιατί;» για την τωρινή του κατάντια. Και η κατάντια δεν μπαίνει σε καλούπια. Ειδικά στον παππού Νικολή απαγορεύονται αυστηρώς και διά ροπάλου τα παράπονα. Τι του λείπει τάχατες και όλο γκρινιάζει; Έχει το ωραίο του σπιτάκι και δεν κοιμάται μέσα σε μια χαρτόκουτα στο πεζοδρόμιο, όπως τόσοι και τόσοι. Έχει το νόστιμο, ζεστό του φαγάκι και δεν ψάχνει να βρει φαΐ στους κάδους των σκουπιδιών, -πάλιν- όπως τόσοι και τόσοι. Ναι. Δόξα τω Θεώ, όλα αυτά τα έχει. Του λείπει όμως κάτι πολύ σημαντικό: Η καλή κουβέντα. Του λείπει μια επιβράβευση για ό,τι κάνει και για ό,τι δεν κάνει. Να ακούσει ένα «μπράβο», ας πούμε, έστω και επειδή τα κατάφερε και δεν κατούρησε τα μπατζάκια του παντελονιού του. Του λείπει -και ξέρει πως ποτέ δεν θα δεχτεί- ένα λεκτικό χάδι. Αντίθετα, συνέχεια του προσάπτουν κατηγορίες που τον πνίγουν. Δεν μπορούν ή έστω δεν θέλουν να καταλάβουν πως είναι ένας παλιόγερος σακάτης, ότι τα χέρια του δεν πιάνουν, ότι τα μάτια του δεν βλέπουν, ότι τα αφτιά του δεν ακούν και πως το μυαλό του ρετάρει. Όταν βρεθεί με ξένο κόσμο, οι ξένοι τον κοιτούν με κατανόηση και οι ματιές που ανταλλάσουν μεταξύ τους είναι μαχαιριές που τον σκοτώνουν. Ό,τι πει είναι βλακείες. Αν πάλιν παραμείνει αμίλητος, αυτόματα του λένε πως είναι γέρος γρουσούζης, που προσβάλλει τους γύρω με την «εύγλωττη» σιωπή του. Την απόρροια της κακίας που έσερνε ολόκληρη ζωή. Απορεί με τον εαυτό του και διερωτάται: «Μα τόσο παλιάνθρωπος είμαι;» Και όλο φέρεται στραβά, και όλο τον μαλώνουν, και όλο απολογείται, και όλο προσπαθεί να μη γίνεται αντιπαθής και βάρος στην κοινωνία. Ποτέ του όμως δεν τα καταφέρνει να γίνει «άνθρωπος» και καταντά ένας αποκρουστικός γερομπισμπίκης. Μια ζωή κατηγορούμενος, μια ζωή ένα ρετάλι, ένα «τίποτα» που δεν φανταζότανε κάποτε, τότε που ήτανε «κάποιος», πως είναι στʼ αλήθεια τυχεροί όσοι πεθαίνουν νέοι, που έλεγε κι ο στίχος του μακαρίτη Πυθαγόρα, που πέθανε, ο τυχερός, πριν πατήσει τα πενήντα…

Τα ψιλοκουβεντιάζει καμιά φορά με τον Γιαραμπή, ξέρει ότι τα ακούει, αλλά δεν του απαντά. Τον έχει, όπως φαίνεται, γραμμένο. Κοιμάται με αναμμένο το φως και ξέρει πως κι αυτό είναι κατάντια, αλλά, ευτυχώς, κανένας δεν το παίρνει χαμπάρι Λέει σαν δικαιολογία, για να πείσει τον εαυτό του, πως το σκοτάδι τον αγριεύει. Και όμως το φως της ημέρας σε αγριεύει περισσότερο. Ξαγρυπνά σαν όλους τους μοναχικούς και παραμιλά. Λέει λόγια τρυφερά, λόγια αγάπης, που σπάνια έλεγε σʼ εκείνη που «έφυγε», και το φευγιό της δεν μπορεί να το χωνέψει. Κάθεται μέσα στης νύχτας τη σιγαλιά και κουβεντιάζει μαζί της. Μα τη φωνή του τη ρουφάνε τα ντουβάρια μαζί με την ηχώ της. Τον παρηγορούνε οι φίλοι πως έτσι είναι η ζωή. Αν μπορεί ας κάνει κι αλλιώς… Έχει επιθυμίες για ευτελή πράματα, τα ζητά, γίνεται ζητιάνος, αυτός, ο κάποτε άρχοντας, μα κανένας δεν τον ακούει…

Σήμερα, να πούμε, έχει ψύχρα, αν και όλοι κυκλοφορούν μʼ ένα αμάνικο μπλουζάκι, εκείνος κρυώνει φοβερά.

Κουτσαίνοντας πάει και παίρνει τη μικρή ηλεκτρική σόμπα από το ντουλάπι και με κάποια προσπάθεια βάζει το φις στην πρίζα.

Μα τι κάνει ο κακούργος; Δεν ξέρει ότι καίει ηλεκτρικό; Και ποιος θα πληρώσει τον λογαριασμό της ΔΕΗ; Αναλογίζεται το έγκλημα που ήταν έτοιμος να διαπράξει και τρέμοντας, ο κρυουλιάρης, τραβάει το φις.

Έγινε ένα κουβαράκι και κούρνιασε βαθιά στην πολυθρόνα. Σκούπισε τα μάτια του και έστρεψε το βλέμμα προς το πάτωμα, καθώς ένα κατακάθι υπερηφάνειας δεν επέτρεπε ούτε στον εαυτό του να δει ότι κλαίει. Και ήταν ένα κλάμα που προερχόταν από ένα τεράστιο «γιατί;», σιγανό, αθόρυβο, παραπονιάρικο, σαν το χειμωνιάτικο ψιλοβρόχι, που αρχινά και δεν λέει να σταματήσει…


Σχολιάστε εδώ