Μειώσεις έως και 30% στις συντάξεις

Έτσι, έστω και εάν έχει περάσει ένας χρόνος από τη δημοσίευση του νέου ασφαλιστικού νόμου, μέχρι και πριν από λίγες μέρες -από ό,τι γνωρίζουμε- δεν είχαν εκδοθεί οι εγκύκλιοι που αφορούσαν την αναγνώριση των πλασματικών ετών, τη διαδοχική ασφάλιση, κ.λπ. Η δε εγκύκλιος για την προαιρετική ασφάλιση εκδόθηκε μόλις την προηγούμενη εβδομάδα. Είναι γνωστό ότι όταν η θεμελίωση δικαιώματος απαιτεί την αναγνώριση πλασματικών ετών δεν μπορεί να εκδοθεί προσωρινή σύνταξη. Άρα, όλες οι συντάξεις από 13/5/2018, που εμπεριέχουν και αναγνώριση πλασματικών ετών, δεν μπορούν να βγουν.

Πολλά ακόμη ερωτηματικά -χωρίς απάντηση- υπάρχουν για τους συνταξιούχους που εργάζονται και για τις επιπτώσεις που θα υπάρξουν, ενώ δεν έχουν διευκρινιστεί ακόμη οι ενιαίοι κανόνες, π.χ., για τις αναπηρικές συντάξεις, τις παροχές σε χρήμα κ.λπ.

Έτσι, για να διορθωθούν κάπως τα πράγματα και να βγαίνουν -έστω, για κάποιες περιπτώσεις, οι οριστικές συντάξεις όσων έκαναν αίτηση μετά τη δημοσίευση του νόμου Κατρούγκαλου, ο ΕΦΚΑ, τη Δευτέρα 22 Μαΐου 2017, εξέδωσε εγκύκλιο -ύστερα από πέντε μήνες λειτουργίας του- για την ανταποδοτική σύνταξη.

Με βάση τα στοιχεία που μπορεί να αντλήσει ο οποιοσδήποτε ενδιαφερόμενος, θα διαπιστώσει ότι οι νέες συντάξεις θα κυμαίνονται από τα 413 ευρώ μέχρι τα 1.300 ευρώ στην καλύτερη των περιπτώσεων. Το ποσοστό αναπλήρωσης θα φτάνει μέχρι και 46,80% για πάνω από 40 χρόνια ασφάλισης, ενώ με το παλαιότερο καθεστώς έφτανε έως και το 60%. Εκτός των άλλων, σε πολλά Ταμεία οι συντάξεις θα εκδίδονται με επιφύλαξη.

Αυτοί που θα δεχτούν πρώτοι τις μειώσεις του νέου ασφαλιστικού νόμου (4387/2016) θα είναι οι περίπου 60.000 ασφαλισμένοι που υπέβαλαν αίτηση για συνταξιοδότηση μετά τη δημοσίευση του νόμου, δηλαδή από 13/5/2016. Είναι δε βέβαιο ότι ο τρόπος αυτός υπολογισμού αφορά πολλαπλάσιο αριθμό συνταξιούχων την επόμενη τριετία-πενταετία. Τις μεγαλύτερες απώλειες θα τις υποστούν βέβαια οι ασφαλισμένοι με πάνω από 30 χρόνια ασφάλισης, που οι αποδοχές τους ξεπερνούσαν τα 1.000 ευρώ.

Οι μειώσεις θα κυμανθούν από 5% έως 30%

Με το νέο σύστημα υπολογισμού των συντάξεων, η κατώτερη σύνταξη, που αντιστοιχούσε στο εισόδημα του ανειδίκευτου εργάτη και ήταν 586 ευρώ με 20 χρόνια ασφάλισης, θα ανέρχεται στα 477 ευρώ. Το μόνο θετικό από αυτήν την ιστορία είναι ότι με την εγκύκλιο αυτή οι υπάλληλοι του ΕΦΚΑ θα αρχίσουν να εκδίδουν, σε κάποιες περιπτώσεις, οριστικές συνταξιοδοτικές αποφάσεις, που εκκρεμούσαν από τη δημοσίευση του νόμου Κατρούγκαλου.

Ενδεικτικά παραδείγματα:

1. Ασφαλισμένος με μέσο όρο αποδοχών 1.500 ευρώ θα πάρει σύνταξη, με το νέο σύστημα, 760 ευρώ, ενώ με το προηγούμενο θα έπαιρνε γύρω στα 1.000 ευρώ.

2. Μητέρα, συνταξιούχος του πρώην ΙΚΑ, με ανήλικο παιδί και 9.000 ένσημα, με τον νέο τρόπο υπολογισμού θα πάρει περίπου 829 ευρώ, ενώ με το προηγούμενο θα έπαιρνε σύνταξη περίπου 1.113 ευρώ.

Δείκτης τιμών καταναλωτή και νέες συντάξεις

Ως γνωστόν, οι νέες συντάξεις αποτελούν το άθροισμα της εθνικής και ανταποδοτικής σύνταξης. Η ανταποδοτική σύνταξη καθορίζεται από τον μέσο όρο των συντάξιμων αποδοχών από το 2002 και της ημέρας που κατατίθεται η αίτηση. Η αναπροσαρμογή των αποδοχών έως και το 2020 καθορίζεται από τη μεταβολή του μέσου ετήσιου Δείκτη Τιμών Καταναλωτή (ΔΤΚ) της Στατιστικής Υπηρεσίας, για όλους τους ασφαλισμένους.

Ενδεικτικό παράδειγμα: Μισθός 1.000 ευρώ το 2003 αντιστοιχεί σε σημερινές αποδοχές 1.290 ευρώ. Με τον ίδιο τρόπο θα υπολογιστούν (ΔΤΚ) οι μισθοί κάθε έτους και θα βγει ο μέσος όρος τον αποδοχών.

Οι προϋποθέσεις

1. Στις συντάξεις αναπηρίας λόγω εργατικού ατυχήματος ή ασθένειας (επαγγελματικής), το ποσό, δηλαδή το άθροισμα εθνικής και ανταποδοτικής καθώς και οι τυχόν προσαυξήσεις με βάση το άρθρο 30 του σχετικού νόμου ή από την παράλληλη ασφάλιση, δεν μπορεί να είναι μικρότερο από το διπλάσιο της εθνικής για 20 έτη ασφάλισης (768 ευρώ).

2. Στους μισθωτούς με κυμαινόμενες αποδοχές, η αναπροσαρμογή τους, έως και το 2020, γίνεται με βάση τις μεταβολές του μέσου ετήσιου γενικού ΔΤΚ της Στατιστικής Υπηρεσίας και από το 2021 με τον δείκτη μεταβολής των μισθών.

3. Τα πλασματικά έτη που έχουν αναγνωριστεί χωρίς εξαγορά δεν συνυπολογίζονται ούτε στον υπολογισμό των συντάξιμων αποδοχών, κατά την ανταποδοτική σύνταξη, ούτε στα ποσοστά αναπλήρωσης. Υπολογίζονται μόνο για τη συμπλήρωση του χρονικού διαστήματος.

4. Στις περιπτώσεις των ασφαλιζόμενων με παράλληλη ασφάλιση ή με δύο εργασίες, ασφαλιστέες στον ίδιο φορέα (εντασσόμενο Ταμείο στον ΕΦΚΑ), το υπουργείο Εργασίας θα προχωρήσει στην έκδοση νέας εγκυκλίου.

5. Στις συνταξιοδοτήσεις των τυφλών ασφαλισμένων λόγω γήρατος, αν ο χρόνος ασφάλισης υπολείπεται των 35 ετών, η σύνταξή τους θα υπολογίζεται στη βάση των 35 ετών. Στην περίπτωση δε που υπερβαίνει τα 35 έτη, θα υπολογίζεται σε όλο τον χρόνο της ασφάλισης.

6. Η προσαύξηση της σύνταξης, για όσους κατέβαλλαν αυξημένες εισφορές σε κάποιες περιπτώσεις, δεν ισχύει.

Γενικό παράδειγμα (ανταποδοτικής και εθνικής σύνταξης):

Μισθωτός, παλαιός ασφαλισμένος στο πρώην ΙΚΑ, πριν από την 1.1.1993, με πλήρη απασχόληση από 1/1/2002 έως 30/11/2016 και περισσότερα από 40 χρόνια, νόμιμης και μόνιμης διαμονής στη χώρα μας μεταξύ του 15ου έτους και της ημέρας αποχώρησης, υποβάλλει αίτημα συνταξιοδότησης λόγω γήρατος την 1/12/2016, σε ηλικία 63 ετών, έχοντας 12.000 ημέρες ασφάλισης (αναλογία εισφορών υπέρ κλάδου σύνταξης -που δεν ξεπεράστηκε-, 6,67%, για τον εργαζόμενο και 13,33% για τον εργοδότη). Στις αποδοχές καταβλήθηκαν εισφορές υπέρ του κλάδου σύνταξης από 1/1/2002 έως 30/11/2016, όπως αυτές αναπροσαρμόστηκαν με τον ΔΤΚ κατʼ έτος, συμπεριλαμβανομένων των δώρων εορτών και του επιδόματος άδειας.

Οι συντάξιμες αποδοχές ανέρχονται σε 2.578,66 ευρώ (461.580,68 ευρώ / 179 μήνες)

Ανταποδοτική σύνταξη: 2.578,66 ευρώ Χ 42,8% (ποσοστό αναπλήρωσης για 12.000 ΗΕ) = 1.103,67 ευρώ.

Ο ασφαλισμένος δικαιούται και εθνική σύνταξη ύψους 384 ευρώ.

Συνολικό ποσό σύνταξης: 384,00 ευρώ + 1.103,67 ευρώ = 1.487,67 ευρώ.

Τα πλεονεκτήματα για όσους συνταξιοδοτηθούν μέχρι και το 2018

Στις συντάξεις όσων αποχωρούν από την υπηρεσία τους από την έναρξη ισχύος του ν. 4387/2016 και εντός του έτους 2016, σε περίπτωση κατά την οποία το ακαθάριστο ποσό της κανονιζόμενης σύνταξης υπολείπεται κατά ποσοστό άνω του 20%, του ποσού της σύνταξης που θα ελάμβαναν με βάση τις διατάξεις της συνταξιοδοτικής νομοθεσίας, όπως αυτές ίσχυαν κατά την 31.12.2014, το ήμισυ της διαφοράς αυτής καταβάλλεται στον δικαιούχο ως προσωπική διαφορά, με ανάλογη εφαρμογή της παραγράφου 2 του άρθρου 14, ενώ για όσους θα αποχωρήσουν εντός του έτους 2017 ή εντός του έτους 2018, η κατά τα ανωτέρω προσωπική διαφορά ανέρχεται στο ένα τρίτο (1/3) της διαφοράς και στο ένα τέταρτο (1/4) αυτής αντίστοιχα.


Σχολιάστε εδώ