ΛΙΤΑΝΕΙΑ ΖΩΝΤΑΝΩΝ ΛΕΙΨΑΝΩΝ ΕΙΣ ΤΗΝ ΧΩΡΑ ΤΩΝ ΠΑΡΤΙΖΑΝΩΝ

Ορώντας ο φτωχόγερος
στήν Χώρα όπου ζούσε
πώς ο νεκρός αμείβεται
καί πώς καλοπερνούσε,
•••
έλαβε τήν απόφαση
νά πάει σʼ έναν τάφο
νά κοιμηθεί με τόν νεκρό
-τό είδα καί τό γράφω.
•••
Πήρε μαζί του τόν σταυρό
καί ένα κομπολόι
γιά νά τιμήσει τόν νεκρό
κι άρχισε μοιρολόι.
•••
Έριξε τά βοτάνια του
τά μύρα καί τό λάδι
ώς καλεσμένος ευγενής
μά ξάφνου τό κοπάδι,
•••
τών πεθαμένων άλλοτε
βγήκε απʼ τά σκοτάδια
τόν γέρο καλωσόρισε
μέ άνθη καί μέ χάδια.
•••
Δέν ήταν λίγο, πράγματι
αυτούς τούς ξεχασμένους
νά τούς τιμήσει ζωντανός
ίδιας φυλής καί γένους.
•••
Τού δώσανε νεκρώσιμο
ψωμί ταριχευμένο
στρώνοντας νεκροκρέβατο
γιʼ αυτόν τόν Άγιο ξένο.
•••
Ο γέρος καταχάρηκε
κι άρχισε τήν κουβέντα
γιά τήν σοφή του κίνηση
τήν ΝΕΚΡΙΚΗ ΠΑΤΕΝΤΑ.
•••
Οι πεθαμένοι χάρηκαν
-είχαν δικό τους Κράτος-
είχαν καί Κοινοβούλιο
θά ʼλεγε ο Λασκαράτος.
•••
Ήρθε τό βράδυ σκοτεινό
κι ο ζωντανός χαιρόταν
τήν ησυχία τών νεκρών
μʼ άρχισε καί βαριόταν.
•••
Ούτε πνοή, μόνο ψαλμοί
λιβάνια καί καντήλια
μιά ησυχία πνιγηρή
καί βρώμικα μαντήλια.
•••
Οι δέ νεκροί ροχάλιζαν
μέσα στήν σηψαιμία
στόν κόσμο τόν αιώνιο
στήν πάσα ηρεμία.
•••
Τρόμος τόν γέρο χτύπησε
καί ένιωθε δραπέτης
πού άφησε τήν Χώρα του
καί έγινε επαίτης.
•••
Καί τό μυαλό του σύλλαβε
πώς τούς νεκρούς εκείνους
ίσως τούς είδε ζωντανούς
μέ τήν μορφή τού κτήνους.
•••
Άρα τά κοιμητήρια
ήτανε Πολιτείες
πού σίτιζαν τούς ζωντανούς
μέ λόγια καί αλητείες.
……………………………………
……………………………………
Στά νεκροταφεία υπάρχουν
εγχάρακτες πλάκες καί σταυροί
μέ ονόματα πού τώρα
ταξιδεύουν στό άπειρο
τού κάτω Κόσμου.
Αλλά, μήπως καί εμείς,
οι ζωντανοί, δέν έχουμε ονόματα
καί βαριές πλάκες
στίς πλάτες μας.


Σχολιάστε εδώ