Κάλπικη η ελπίδα για έξοδο από την κρίση χωρίς ανατροπή των Μνημονίων
Το ιδιωτικό χρέος μετεβλήθη σε κρατικό και δημοσιονομικό και φορτώθηκε στις πλάτες του Ελληνικού λαού. Υποθηκεύθηκε η εθνική περιουσία και εμμέσως η ιδιωτική ακόμη περιουσία των Ελλήνων, μέσω των «κόκκινων» δανείων και της τραπεζικής κρίσεως.
Η Ελλάδα έγινε πειραματόζωο των υπερφίαλων επιδιώξεων της Νέας Τάξεως. Του ελέγχου δηλαδή και της αρπαγής του πλούτου μιας χώρας με τραπεζικά παιχνίδια και με χρηματιστική και χρηματιστηριακή κερδοσκοπία, στο πλαίσιο των κανόνων των περιβόητων αγορών. Θα απορούσε κανείς και θα έλεγε, δικαίως, γιατί οι αγορές αυτές δεν είναι τόσο ολέθριες για τις άλλες χώρες και είναι μόνο για την Ελλάδα; Η διαφορά βρίσκεται, όπως αναφέρθηκε, στη μνημειώδη πολιτική αναξιοσύνη, που κατέστησε την Ελλάδα «πρωτοπορία» στα σχέδια της Νέας Τάξεως. Κατά τα άλλα, καμιά χώρα, ιδιαίτερα απʼ αυτές που δεν βρίσκονται στον κυρίαρχο πυρήνα, δεν είναι στο απυρόβλητο. Μπορεί να υποστεί την ίδια μεταχείριση και την ίδια «θεραπεία», όπως η Ελλάδα.
Η πρωτογενής αιτία βρίσκεται στον αποπροσανατολισμό και στη μετάλλαξη της ιδέας της Ενωμένης Ευρώπης. Βρίσκεται επίσης στην υφαρπαγή από μια τραπεζική και χρηματιστική ολιγαρχία της δημιουργίας και της εκδόσεως του χρήματος, που θεωρητικά είναι μια από τις θεμελιώδεις εξουσίες του κράτους. Η έκδοση νομίσματος, η θέσπιση νόμων και το μονοπώλιο της ένοπλης βίας (Αστυνομία, Στρατός) θεωρούνται, δικαίως, ως οι τρεις βασικοί πυλώνες της κρατικής εξουσίας. Η υφαρπαγή τους από ισχυρούς ιδιώτες οδήγησε, τον Μεσαίωνα, στον κατακερματισμό της κεντρικής εξουσίας και στη φεουδαρχία.
Στη σύγχρονη εποχή, ο πολύς κόσμος πιστεύει, γιατί το θεωρεί φυσικό και αυτονόητο, ότι το κράτος είναι αυτό που δημιουργεί και εκδίδει το χρήμα. Στην πραγματικότητα όμως, με το πρόσχημα ότι οι πολιτικοί οδηγούν στον πληθωρισμό, με την πολιτική δημαγωγία και την αλόγιστη δημιουργία χρήματος, το κατʼ εξοχήν αυτό κρατικό προνόμιο εκχωρήθηκε σε ιδιώτες. Συγκεκριμένα, στις τράπεζες, που εποπτεύονται από την Κεντρική Τράπεζα.
Η κεντρική Τράπεζα υπολαμβάνεται ως κρατική, γιατί θεωρείται ως ο κατʼ εξοχήν βραχίονας του κράτους στην άσκηση νομισματικής πολιτικής και στη ρύθμιση του τραπεζικού συστήματος. Η πραγματικότητα όμως είναι άλλη. Οι θεωρούμενες ως κρατικές Κεντρικές Τράπεζες στις περισσότερες χώρες της Ευρώπης και στις ΗΠΑ είναι «ανεξάρτητες» και δεν έχουν καθεστώς κρατικής τράπεζας. Σʼ αυτές περιλαμβάνεται και η Τράπεζα της Ελλάδος, παρά τον πομπώδη τίτλο, που παραπέμπει σε κάτι άλλο.
Με απλά λόγια, το κράτος, που είναι ο μεγαλύτερος χρήστης του χρήματος και ενσαρκώνει την εθνική κυριαρχία, στο όνομα της οποίας εκδίδεται το χρήμα, δεν δημιουργεί το ίδιο το χρήμα που χρειάζεται. Έχει εκχωρήσει το προνόμιο αυτό στις τράπεζες και δανείζεται απʼ αυτές, με τόκο, το χρήμα που χρειάζεται για να καλύψει τις ανάγκες του και να χρηματοδοτήσει τις πολιτικές του.
Εάν οι Τράπεζες συγκέντρωναν απλώς, με τις καταθέσεις τους, το χρήμα και το ανεκύκλωναν με την παροχή δανείων, το πρόβλημα θα ήταν μικρότερο, γιατί το χρήμα που θα κυκλοφορούσε θα αντιστοιχούσε σε πραγματικές οικονομικές δραστηριότητες. Εδώ όμως κρύβεται ένα άλλο μεγάλο μυστικό, που δεν είναι γνωστό στον κοινό άνθρωπο. Η τράπεζα, όταν εγκρίνει ένα δάνειο, δεν αντλεί χρήματα από τις υπάρχουσες καταθέσεις. Δημιουργεί «νέο» χρήμα, το οποίο εγγράφει στα λογιστικά της βιβλία. Δημιουργεί δηλαδή χρήμα με μια λογιστική πράξη που εγγράφει στα βιβλία της.
Το προνόμιο αυτό των Τραπεζών έχει συγκεκριμένα όρια, στο πλαίσιο του ευκολότερα ελεγχόμενου εθνικού κράτους. Μπορεί όμως να αναλογισθεί κανείς τι γίνεται σʼ ένα πλαίσιο, όπως η Ευρωπαϊκή Ένωση, όπου ο πολιτικός έλεγχος επί της νομισματικής πολιτικής είναι πολύ πιο δύσκολος; Αφενός, λόγω του γεγονότος ότι το ενιαίο νόμισμα έχει εισαχθεί κατά τρόπο πρωθύστερο, πριν δηλαδή να συντελεσθεί η πολιτική ενοποίηση. Αφετέρου, γιατί η Ευρωπαϊκή Ένωση έχει οργανωθεί, ως κοινή και παγκοσμιοποιημένη μάλιστα αγορά, στο πνεύμα των πιο ακραίων νεοφιλελεύθερων πολιτικών.
Η ασύδοτη δημιουργία χρήματος και πολυποίκιλων χρηματιστικών προϊόντων, όπως τα παράγωγα της εικονικής οικονομίας, δημιουργούν μια ασύλληπτη κατάσταση που απειλεί ολόκληρο το χρηματοπιστωτικό σύστημα.
Η κατάσταση όμως αυτή, σε συνδυασμό με τη λογική της λειτουργίας μιας κοινής αγοράς, στην οποία μετέχουν άνισοι οικονομικοί εταίροι, καταλήγει να είναι δραματική για τους πιο αδύνατους. Εφόσον η κοινή αγορά δεν αντισταθμίζεται από μια πολιτική Ένωση, που θα εγγυόταν κοινή ανάπτυξη και αλληλεγγύη, η Ευρωζώνη αναγάγει σε ηγεμονική θέση το οικονομικά ισχυρότερο μέλος, στη συγκεκριμένη περίπτωση τη Γερμανία.
Η ηγεμονία αυτή εκδηλώνεται, μεταξύ άλλων, με την οικονομική κατάκτηση των πιο αδύνατων και υπερχρεωμένων χωρών-μελών. Στη συγκεκριμένη περίπτωση της Ελλάδος, ο ιδιωτικός τραπεζικός δανεισμός μετεβλήθη σε κρατικό και υποθηκεύθηκε με αυτόν ολόκληρη η χώρα και ο εθνικός της πλούτος.
Η διαρροή του χρόνου απέδειξε πόσο ανερμάτιστοι είναι οι ισχυρισμοί ότι με την ακολουθούμενη και επιβαλλόμενη πολιτική μπορεί να βρει διέξοδο η χώρα. Τα τελευταία μέτρα, που έχουν στην πραγματικότητα χαρακτήρα 4ου Μνημονίου, έρχονται να ολοκληρώσουν το ξεπούλημα της εθνικής περιουσίας και να θέσουν σε άμεσο κίνδυνο και την ιδιωτική περιουσία των Ελλήνων, που είναι κληρονομιά γενεών.
Αναλογίζεται κανείς το κατάντημα μιας Ευρωπαϊκής Ενώσεως, ο ηγετικός πυρήνας της οποίας αυτοπροβάλλεται σήμερα ως υπέρμαχος της παγκοσμιοποίησης, που αμφισβητείται σήμερα στην ίδια την κοιτίδα της, στις ΗΠΑ.
Η οικονομική αποδυνάμωση και, κυρίως, η έλλειψη προοπτικής διεξόδου, με τη συνεχιζόμενη πολιτική αυτή, μεγαλώνει τους εθνικούς κινδύνους από την πλευρά μιας χώρας, που καραδοκεί να προβάλει στην πράξη τα επεκτατικά της σχέδια.
Η Ελλάδα δεν έχει περιθώριο για άλλες αυταπάτες και κάλπικες ελπίδες. Θα πρέπει, εάν αυτό είναι αναπόφευκτο, να πάρει την τύχη της στα χέρια της και να χαράξει νέα προοπτική, με ενωμένο τον Ελληνικό λαό, σʼ έναν νέο εθνικό αγώνα.