Η επιλογή των πολλών ταχυτήτων στην ΕΕ και η επιδιωκόμενη αλλαγή της γερμανικής εξωτερικής πολιτικής και άμυνας
Το συγκεκριμένο σενάριο, που επιγράφεται ως «Those who want more, do more» («εκείνοι που θέλουν περισσότερα, κάνουν περισσότερα), αποτελεί ουσιαστικά το σενάριο πολλαπλών ταχυτήτων για την ΕΕ και την Ευρωζώνη, με βάση τις συμμαχίες των προθύμων σε συγκεκριμένους τομείς πολιτικής, όπως η άμυνα, η εσωτερική ασφάλεια, η φορολογία ή ορισμένα κοινωνικά θέματα.
Πρόκειται για υιοθέτηση της στρατηγικής της PESCO (Permanent Structured Cooperation), σε διάφορους τομείς, με προεξάρχοντα αυτόν της άμυνας, στον οποίο συζητείται έντονα μετά το Brexit. Πρόκειται για την επιλογή της Γερμανίας, όπως είχε ήδη προαναγγείλει με διάφορους τρόπους η καγκελάριος Μέρκελ.
Μάλιστα στη διακήρυξη υπάρχουν τέσσερις στόχοι για την επόμενη δεκαετία, μεταξύ των οποίων ο πρώτος στόχος της ΕΕ, που θα επιχειρηθεί την επόμενη δεκαετία και είναι ο ακόλουθος:
«Μια ασφαλή και προστατευμένη Ευρώπη: Μια Ένωση όπου όλοι οι πολίτες θα αισθάνονται ασφαλείς και θα μπορούν να κυκλοφορούν ελεύθερα, όπου τα εξωτερικά μας σύνορα θα είναι ασφαλή, εφαρμόζοντας μια αποτελεσματική, υπεύθυνη και βιώσιμη μεταναστευτική πολιτική που θα σέβεται τα διεθνή πρότυπα. Μια Ευρώπη αποφασισμένη να καταπολεμήσει την τρομοκρατία και το οργανωμένο έγκλημα».
Γίνεται εύκολα αντιληπτή η άμεση σχέση μεταξύ της επιλογής του τρίτου σεναρίου και του πρώτου στόχου που τίθεται στην πρόσφατη διακήρυξη των αρχηγών της ΕΕ.
Η παραπάνω επιλογή, με κύριο άξονα τα θέματα άμυνας και ασφάλειας, αποτελεί εδώ και αρκετό καιρό προτεραιότητα της κυβέρνησης Μέρκελ, η οποία είχε προαναγγελθεί με διάφορους τρόπους καθώς γινόταν επιτακτική ανάγκη η προσαρμογή της γερμανικής εξωτερικής πολιτικής στα νέα δεδομένα του πλανήτη. Η εκλογή του Προέδρου Τραμπ επιτάχυνε τις παραπάνω διαδικασίες.
Τα καινούργια δεδομένα
Με τις Ηνωμένες Πολιτείες να εξαρτούν ολοένα και περισσότερο την εξωτερική τους πολιτική με την προσέγγιση της ισορροπίας δυνάμεων, βασιζόμενες περισσότερο στους περιφερειακούς φορείς για τη διαχείριση απειλών, οι μακροπρόθεσμες εγγυήσεις για την ασφάλεια των ΗΠΑ, που υπήρξαν το σήμα κατατεθέν της ευρωπαϊκής άμυνας από το 1945, δεν μπορούν πλέον να υπολογίζονται από το Βερολίνο.
Με την εκλογή Τραμπ διαφαίνεται η επανεξέταση κύριων προσεγγίσεων της αμερικανικής στρατηγικής. Αυτό ήταν από καιρό αναμενόμενο. Ο Πρόεδρος Τραμπ, όσον αφορά την εθνική στρατηγική των ΗΠΑ, εμφανίζεται ως κύριος εκφραστής αναζήτησης νέων προσανατολισμών και προσεγγίσεων και αυτό είναι το κύριο ζήτημα της στρατηγικής θεωρίας τους επόμενους μήνες και χρόνια. Τίποτα δεν προδικάζεται, αλλά θα ήταν λάθος εάν, ως προς τους στρατηγικούς προσανατολισμούς των ΗΠΑ, δεν υπογραμμιζόταν η διαφορά μεταξύ μιας υπερεκτατικής πολιτικής και των διακηρύξεων της νέας προεδρικής διοίκησης, οι οποίες υποδηλώνουν αναζήτηση προϋποθέσεων ισορροπίας. Θα πρέπει να αναμένουμε πριν εκφραστούν τελεσίδικες εκτιμήσεις.
Καθώς το ΝΑΤΟ εξακολουθεί να βρίσκεται σε φάση αναμονής για τον τρόπο που θα συνεχίσει να υπάρχει και καθώς αυξάνεται ολοένα και πιο πολύ το βάρος της Ρωσίας ως περιφερειακής πυρηνικής δύναμης, η Γερμανία δείχνει να κάνει το πρώτο βήμα προς την καθιέρωση ενός νέου εθνικού και περιφερειακού πλαισίου ασφαλείας.
Η συζήτηση στη Γερμανία για μια νέα, πιο διεκδικητική εξωτερική πολιτική που θα στηρίζεται σε μεγαλύτερο βαθμό στον στρατό της δεν συνδέεται μόνο με τις ανησυχίες σχετικά με τη Ρωσία ή τις Ηνωμένες Πολιτείες. Η Γερμανία έχει αποδεχθεί ότι η μοναδική της επιλογή είναι η συσπείρωση της Ευρώπης, όμως, όπως έχει διαφανεί τα τελευταία έξι χρόνια, η επιτυχία της στο οικονομικό μέτωπο υπήρξε περιορισμένη ή και καταστροφική. Η Ευρωπαϊκή Ένωση είναι μια οικονομική οντότητα, αλλά η οικονομία έχει μετατραπεί από συνδετικό στοιχείο σε φυγόκεντρο δύναμη. Θα πρέπει να εισαχθεί κάτι καινούργιο στο ευρωπαϊκό πείραμα, αλλιώς η Ευρώπη μπορεί να αποσυντεθεί.
Το Βερολίνο πιστεύει πως το να κρατηθεί ενωμένη η Ευρώπη είναι κάτι που απαιτεί την πρόσθεση μια διαστάσεως που έχει έως τώρα παραβλεφθεί στις διαπραγματεύσεις της με την Ευρωπαϊκή Ένωση: Πολιτικοστρατιωτικές σχέσεις. Το να υψωθεί ανάστημα απέναντι στη Ρωσία είναι κάτι που θα βρει ανταπόκριση στα έθνη της Κεντρικής Ευρώπης και η ανάληψη ενός πιο ενεργού ρόλου στο εξωτερικό θα καταστήσει το Βερολίνο ακαταμάχητο στο Παρίσι. Οι νύξεις της Γερμανίας ότι θα επεκτείνει τις διεθνείς στρατιωτικές επιχειρήσεις της, ιδιαίτερα στην Αφρική, αποτελούν ένα σαφές νεύμα προς τη Γαλλία, η οποία έχει εκφράσει επανειλημμένα την επιθυμία της για μια βαθύτερη στρατιωτική και πολιτική συνεργασία με τη Γερμανία.
Αξίζει να σημειωθεί ότι το πλησίασμα της Γερμανίας προς τη Γαλλία σε σύντομο χρονικό διάστημα θα μπορούσε να δημιουργήσει εντάσεις μεταξύ τους σε μακροπρόθεσμη βάση. Η Γερμανία δεν είναι ασφαλώς σε θέση να αναλάβει στρατιωτική δράση. Είναι σε θέση να προβάλει με κάποιον ασαφή τρόπο αυτήν τη δυνατότητα, δημιουργώντας έτσι τις πολιτικές δυνάμεις που μπορούν να αποδυναμώσουν προσωρινά τις διαλυτικές τάσεις στην Ευρώπη. Το Βερολίνο πρέπει να κερδίσει χρόνο, κυρίως στην Κεντρική Ευρώπη, όπου η Ουγγαρία έχει αρχίσει μια ανεξάρτητη πορεία και παρακολουθείται προσεκτικά από τους υπολοίπους. Με τις Ηνωμένες Πολιτείες απρόθυμες να εμπλακούν, η Γερμανία είτε θα γίνει το αντίβαρο είτε θα αντιμετωπίσει τις συνέπειες.
Αρχικά, οι ενέργειες της Γερμανίας φαινόταν συγκεχυμένες και ασυνήθιστες. Φαίνονται όμως πιο λογικές, αν σκεφτεί κανείς ότι το Βερολίνο αναζητά εναλλακτικά εργαλεία προκειμένου να διατηρήσει ενωμένη την Ευρώπη, καθώς επαναξιολογεί τη Ρωσία. Μέχρις στιγμής, οι προθέσεις της Γερμανίας έχουν αντιμετωπισθεί θετικά, κυρίως εκτός Γερμανίας, αλλά είναι σίγουρο ότι θα εμφανιστεί ξανά η ανησυχία πως ένα ισχυρότερο και πιο δυναμικό Βερολίνο θα αναδυθεί στην ευρωπαϊκή ήπειρο και στην παγκόσμια σκηνή. Προς το παρόν, πάντως, η Μέρκελ δεν φαίνεται να έχει άλλη επιλογή.
Η στροφή στην εξωτερική πολιτική της Γερμανίας
Με την προσφυγική κρίση να συνεχίζεται, η γερμανική κυβέρνηση οδηγείται σε μια στροφή στην εξωτερική πολιτική της και στην πολιτική της για την εσωτερική ασφάλεια. Η Γερμανία αποχαιρετά το «δόγμα Μέρκελ» και προωθεί την αναβάθμιση του ρόλου στις στρατιωτικές επιχειρήσεις στις εμπόλεμες ζώνες.
Για χρόνια το «δόγμα Μέρκελ» κυριαρχούσε στη γερμανική εξωτερική πολιτική, σημειώνοντας πως βάσει αυτού του δόγματος το Βερολίνο επιδίωκε την εξωτερική ασφάλεια της χώρας μέσω των εξαγωγών των όπλων και των συνεργασιών, κυρίως σε επίπεδο στρατιωτικής εκπαίδευσης. Ο στόχος αυτής της πολιτικής, όπως η ίδια η καγκελάριος τον είχε εκφράσει σε ομιλία της το 2011, ήταν η ενίσχυση του ρόλου της Γερμανίας ως εγγυήτριας δύναμης για την ασφάλεια χωρών υψίστης στρατηγικής σημασίας. Με αυτήν τη στρατηγική η Άνγκελα Μέρκελ εξασφάλιζε και τη μη εμπλοκή της Γερμανίας σε στρατιωτικές αποστολές στο εξωτερικό (ή τον περιορισμό αυτών).
Τώρα όμως το Βερολίνο εγκαταλείπει το περίφημο «δόγμα Μέρκελ» και έχει ήδη ξεκινήσει τον σχεδιασμό νέων στρατιωτικών αποστολών αλλά και την επέκταση όσων επιχειρήσεων βρίσκονται σε εξέλιξη σε βαθμό που κανείς δεν μπορούσε να φανταστεί μέχρι πριν από λίγο καιρό.
Ο μεταμοντέρνος ειρηνισμός αποτελεί εδώ και χρόνια ένα βασικό χαρακτηριστικό στην προσέγγιση της Γερμανίας στην εξωτερική πολιτική, όμως αυτό πλέον αλλάζει, με μεγάλη μερίδα των πολιτικών του Χριστιανοδημοκρατικού Κόμματος να εκφράζει την ελπίδα πως οι επιφυλάξεις των πολιτών σχετικά με τις στρατιωτικές επιχειρήσεις στο εξωτερικό θα αρθούν. Οι προσεγγίσεις των Σοσιαλδημοκρατών δεν διαφοροποιούνται ουσιαστικά.
Η πρόθεση της Γερμανίας για αναπροσαρμογή της εξωτερικής πολιτικής βάσει της προσφυγικής κρίσης είναι σαφής και θα πρέπει να αναμένεται η συμμετοχή του Γερμανικού Στρατού -με ενισχυμένο ρόλο- σε περισσότερες επιχειρήσεις στο εξωτερικό. Η νέα κατεύθυνση φαίνεται να διέπεται από την παρακάτω ρήση : «Η Δημοκρατία και το κράτος δικαίου στις χώρες της κρίσης εξασθενούν και περνούν σε δεύτερη μοίρα. Αντʼ αυτού, υπερισχύει η σταθερότητα, ακόμη και αν αυτό σημαίνει υποστήριξη σε ολοκληρωτικά καθεστώτα».
Η ανησυχία της Μέρκελ για την πολιτική που θα ακολουθήσει η κυβέρνηση Τραμπ στις Ηνωμένες Πολιτείες είναι έκδηλη, εάν δηλαδή θα υλοποιήσει τις απειλές της για μείωση της παρουσίας στο έδαφος, εάν οι Ευρωπαίοι δεν κάνουν το καθήκον τους, ξοδεύοντας αναλογικά με τις ΗΠΑ για τον τομέα της άμυνας.
Η Μέρκελ μάλιστα αποκάλεσε αφελές το να πιστεύουν οι Ευρωπαίοι ότι θα μπορούν στο διηνεκές να στηρίζονται σε ξένες πλάτες για την επίλυση των προβλημάτων ασφάλειας της γειτονιάς τους. Εν ολίγοις, η Γερμανία, που επί πολλά χρόνια σχεδόν αδιαφορούσε για τον τομέα των αμυντικών δαπανών, ξαφνικά δείχνει μεγάλη ανησυχία και δεν την κρύβει, προδίδοντας μια φοβία για την ασφάλεια της ίδιας της χώρας, η οποία όμως έπρεπε να έχει έρθει πολύ νωρίτερα, μια τρομακτική αποτυχία της ίδιας της Μέρκελ ως ηγέτη.
Η ανησυχία της Μέρκελ όμως επιτείνεται και από την επιλογή του Brexit που επέλεξε το Ηνωμένο Βασίλειο, με τη Μέρκελ να υπογραμμίζει ότι επείγει η μαζική ενίσχυση της αμυντικής συνεργασίας των υπολοίπων 27 κρατών-μελών.
Η Μέρκελ φαίνεται πως ανακαλύπτει ή απλά συνειδητοποιεί τώρα ποιος πρέπει να είναι ο πραγματικός πολλαπλασιαστής ισχύος που μπορεί να καταστήσει τη Γερμανία περιφερειακή μεσαία δύναμη, όντας οικονομικά ηγέτιδα και ατμομηχανή της Ευρωπαϊκής Ένωσης, την οποία όμως οδηγεί στα βράχια, αφού σε όσα έκανε είχε μια κοντόφθαλμα εθνοκεντρική οπτική.
Η πρακτική εφαρμογή του 3ου σεναρίου θα εμφανιστεί στον χώρο της άμυνας και της ασφάλειας.
Μετά το Brexit, οι εξελίξεις στην άμυνα και την ασφάλεια της ΕΕ ήταν γρήγορες και καθοριστικές. Ο στόχος ήταν τριπλός. Από μια πρώτη πλευρά, έπρεπε να αντιμετωπιστεί το κενό που άφηνε η αποχώρηση της Βρετανίας. Από τη δεύτερη πλευρά, έπρεπε να γίνει προσπάθεια εγκλωβισμού της Βρετανίας στα αμυντικά σχέδια της ΕΕ, τη διετία που προβλέπουν οι συνθήκες ότι είναι απαραίτητη για την ολοκλήρωση των διαπραγματεύσεων. Επίσης θα πρέπει να αντιμετωπιστεί ο νέος τρόπος που θα χειριζόταν η κυβέρνηση Τραμπ το ΝΑΤΟ.
Με τα δεδομένα αυτά εκπονήθηκαν δύο σχέδια.
Το πρώτο από την Ευρωπαϊκή Υπηρεσία Εξωτερικής Δράσης, με την επωνυμία «Security and Defense Implementation Plan – SDIP».
Το δεύτερο από την Κομισιόν, με την επωνυμία «European Defense Action Plan – EDAP».
Τα σχέδια αυτά δημιουργούν τον πρώτο ενιαίο ευρωπαϊκό αμυντικό ΠΥ, γνωστό ως European Defense Fund. Το EDF αναμένεται να στηριχθεί οικονομικά με πόρους από την Ευρωπαϊκή Τράπεζα Επενδύσεων, στην οποία πρέπει να γίνουν οι απαραίτητες προσαρμογές. Η ενίσχυση από την Ευρωπαϊκή Τράπεζα Επενδύσεων και το EDF της ευρωπαϊκής αμυντικής βιομηχανίας και της έρευνας και ανάπτυξης θα πρέπει να θεωρείται δεδομένη. Απώτερος στόχος είναι η δημιουργία μιας ενιαίας αμυντικής αγοράς, γνωστής ως EDTIB.
Όλα τα σχέδια αυτά θα τείνουν να ωθούν τα κράτη-μέλη στη δημιουργία κοινών στρατιωτικών μονάδων βασισμένων στο εργαλείο της Μόνιμης Δομημένης Συνεργασίας της Συνθήκης της Λισαβόνας.
Επίσης, τα σχέδια αυτά τείνουν να αναδείξουν τη διακριτότητα της στρατιωτικής παρουσίας της ΕΕ και στη σχετική αυτονόμηση των αποφάσεων από το ΝΑΤΟ.
Η αποδοχή από τη Γερμανία του 2% για αμυντικές δαπάνες, μέσα στα πλαίσια της γενικής συμφωνίας που υπάρχει στο ΝΑΤΟ, δεν έγινε μόνο λόγω των πιέσεων της νέας κυβέρνησης στις ΗΠΑ. Γίνεται με την προοπτική να δημιουργηθεί ένας ευρωπαϊκός πυλώνας -κάποιας μορφής- μέσα στο ΝΑΤΟ, ως αντιστάθμισμα της αμερικανικής ηγεμονίας στη Συμμαχία. Σε αυτό αναφέρεται η δήλωση της Μέρκελ, κατά την πρώτη της συνάντηση με τον Τραμπ, όταν αποδέχτηκε ότι η Γερμανία θα πρέπει να αυξήσει τις αμυντικές της δαπάνες στο 2% του ΑΕΠ αλλά συμπλήρωσε με νόημα ότι «υπάρχουν πολλοί τρόποι για να το επιτύχουμε».