Έθιμα παλιά, ξεχασμένα
Ένα έθιμο ξεχασμένο, ταυτισμένο με την εορτή της Αναλήψεως, που εορτάζεται την προσεχή Πέμπτη, ήταν το έθιμο της «μαλλιαρής». Έθιμο απολύτως χρηστικό, που κανένας πια δεν ξέρει.. Σύμφωνα με τις λαϊκές δοξασίες του παλιού καλού καιρού, την ημέρα της Αναλήψεως ήταν η αρχή της καλοκαιρινής σεζόν, που κατά παράδοση εγκαινίαζαν κάνοντας το πρώτο μπάνιο στη θάλασσα. Και η βουτιά τους έπρεπε να συνοδεύεται από το πιάσιμο μιας πέτρας γεμάτης φύκια, της «μαλλιαρής», την οποία φέρνανε σπίτι τους τελετουργικά και την έβαζαν κάτω από το κρεβάτι ψέλνοντας: «Έξω, ψύλλοι και κοριοί, μέσα η πέτρα η μαλλιαρή…». Είχε μεγάλη σημασία η πρώτη αυτή επαφή με τη θάλασσα, την οποία θεωρούσαν κάπως ιερή. Πριν καλά καλά ζεστάνει η μέρα, καταφθάνανε οι γυναικούλες σε μια αδιαμόρφωτη κυρίως παραλία, μιας και εκεί, με τα βράχια, υπήρχανε σίγουρα μπόλικες πέτρες με φύκια. Έρχονταν συνήθως με κάποιον δικό τους με ιδιόκτητο ΙΧ, που ήταν μια σούστα, ένας αραμπάς ή μια τρίτροχη μοτοσυκλέτα. Γέμιζε η παραλία με παρκαρισμένες σούστες, μοτοσυκλέτες και… άλογα, ώσπου οι κυράτσες να εκτελέσουν τα εθιμικά τους καθήκοντα. Με πολλή περίσκεψη και πολλή αιδώ φόραγαν το μαγιό τους κι από πάνω του την κομπινεζόν και έμπαιναν ναζιάρικα στο νερό. Η πάλη των τάξεων δεν εμπόδιζε τις κυρίες περιωπής να εκδράμουν σε κάποια διάσημη ακτή και φορώντας το «ντε πιες» μαγιουδάκι τους να εκτελέσουν τα ίδια δρώμενα με τις κυρίες της αυλής…
Ακλόνητη ήταν η πεποίθηση πως η χορταριασμένη πέτρα που… αλιεύθηκε είχε τη μαγική δύναμη, σύμφωνα με τη παράδοση, να τρέπει σε φυγή τα έντομα που ενδημούσαν στα σπίτια ταλαιπωρώντας τους ανθρώπους. Τα χρόνια εκείνα, τα έντομα ήταν οι απόλυτοι δυνάστες, που έκαναν μαρτυρικό κυρίως τον ύπνο του κοσμάκη. Με τα ανοιχτά λόγω ζέστης παράθυρα, έμπαιναν και βόλταραν στα υπνοδωμάτια μύγες, σαρανταποδαρούσες, σκνίπες, κουνούπια, κοριοί και άλλα πτερωτά ή έρποντα ζωύφια, με πλήρη σοσιαλιστική ισότητα και δημοκρατική ελευθερία. Η μοναδική μας άμυνα ήταν το ψέκασμα του σπιτιού με εντομοκτόνο «Φλιτ» και το άναμμα τη νύχτα ενός φιδιού «Κατόλ» στο παράθυρο. Αλλά ο χειρότερος εχθρός του ύπνου ήταν ο κοριός. Φώλιαζε στο στρώμα και τη νύχτα εφορμούσε για να πιει το αίμα σου. Έβαζαν τα πόδια του κρεβατιού μέσα σε δοχεία γεμάτα νερό, σαν τις λίμνες γύρω από τα κάστρα στην εποχή των ιπποτών. Άλειφαν τους σομιέδες πετρέλαιο μπας και σιχαθούν και δεν πλησιάσουν. Αλλά οι κοριοί, θηρία, ανέβαιναν στο ταβάνι και από εκεί πέφτανε στο κρεβάτι, όπως οι αλεξιπτωτιστές του Σκορτσένι στον πόλεμο, οπότε ήσαν επιβεβλημένες οι εκκαθαριστικές επιχειρήσεις. Έβγαζαν στρώμα και σομιέ στην αυλή και διά χειρός του πάτερ φαμίλια ή με το αβρό χεράκι της νοικοκυράς ξεκληρίζονταν διά «γενοκτονίας» ολόκληρες αποικίες κοριών και εξασφαλίζονταν πρόχειρη ηρεμία. Ένας άλλος εχθρός της ανθρωπότητας ήταν οι φοβερές μύγες, που πεινασμένες την αυγή πέφτανε πάνω στους κοιμισμένους και τους ξύπναγαν με κακία πάνω στον πιο γλυκό τους ύπνο. Έτσι, για να κοιμηθείς το καλοκαιράκι ανθρώπινα μʼ έναν αδιατάρακτο ύπνο, η μοναδική λύση ήταν η κουνουπιέρα. Ένα ολόιδιο χωνί από τούλι, κρεμασμένο με ένα τσέρκι από το ταβάνι, αγκάλιαζε το κρεβάτι και προφύλαγε από τα ζουζούνια που πετούσαν στο δωμάτιο ασύδοτα, σαν τούρκικα αεροπλάνα στο FIR Αθηνών. Βαρύ ήταν το τίμημα αυτής της θωράκισης. Η αναπνοή μέσα στο πάνινο κλουβί της κουνουπιέρας γινόταν δύσκολη. Η ζέστη σε έπνιγε. Ποθούσες ένα δροσερό αεράκι. Άντε μʼ αυτές τις συνθήκες να δεις ευχάριστα όνειρα. Και εάν η νύχτα το έφερνε να ονειρευτείς, μέσα στο αμπρί της κουνουπιέρας, την επίσκεψη μιας κολασμένης αγριογκόμενας, αδίστακτα της έλεγες χωρίς να ξυπνήσεις: «Φύγε, με ζεσταίνεις!…» (μόνον στον ύπνο σου, φυσικά). Το καλό με τις κουνουπιέρες ήταν πως ήσαν φτηνές, αφού με τις μάχες στην Αφρική οι «εμπόλεμοι» είχαν φέρει μεγάλες ποσότητες, καθώς η ελονοσία, που την έλεγαν «Μαλάρια», θέριζε με τα τσιμπήματα των κουνουπιών και η κουνουπιέρα ήταν είδος πρώτης ανάγκης. Με το τέλος του πολέμου τις έβγαλαν στο σφυρί και γέμισε η αγορά. Πάντως το έθιμο διατηρήθηκε πάρα πολλά χρόνια και το τηρούσε ανελλιπώς η κοινωνία. Παράδειγμα ο περιφερόμενος ψαράς με την καλαθούνα στο κεφάλι, που όταν συναντούσε στον δρόμο κανένα ζουμπουρλούδικο δουλικό το ρωτούσε: «Μάνα μου, την έπιασες τη μαλλιαρή;».