Άμα μπορείς να συγχωρείς είσαι ευτυχισμένος…

Μια γυναίκα με καταγωγή από τις μακρινές πατρίδες της Μικράς Ασίας, ποτέ δεν ξέχασε εκείνα που οι μεγάλοι ψιθύριζαν τις νύχτες και αγάπησε με πάθος τη Σμύρνη, το Αϊβαλί, την Πόλη, το Πέρα. Αλλά και την παλιά της γειτονιά στην Αθήνα, στον Ταύρο.

Μετά την «Ντινιά της Σμύρνης, της μαστίχας και του πικραμύγδαλου…» και το «Μετάξι και δαντέλα», η συγγραφέας επανέρχεται με το νέο της βιβλίο «Στον ρυθμό της βροχής» που κυκλοφορεί από τις Εκδόσεις Κ. Μ. Ζαχαράκης. Η ίδια αφηγείται μια ιστορία για έναν άνθρωπο που ένιωσε τεράστιο πόνο και έκρυψε πεισματικά τις πληγές του, ζώντας με αυτές χρόνια ατέλειωτα… Ώσπου μια νύχτα βροχερή αλλάζουν όλα. Απελευθερώνεται από το βάρος των αναμνήσεων και προχωρά, δείχνοντας -επιτέλους- στη σύντροφο και στα παιδιά του την τρυφερότητα που τους στέρησε, αποδεικνύοντας έτσι ότι η ζωή είναι απρόβλεπτη.

Το «ΠΑΡΟΝ» τη συνάντησε στο φιλόξενο σπίτι της, στη Φιλοθέη, όπου με αγάπη και σοφία μας είπε μια μεγάλη αλήθεια: «Η ευτυχία στη ζωή βρίσκεται στη συγχώρεση».

***

> Γιατί καταπιάνεστε με μια ιστορία που συνέβη στην παλιά σας γειτονιά;

Είναι αλήθεια ότι μεγαλώνοντας, άθελά σου, γυρίζεις πίσω, στις ρίζες σου, αναζητώντας τη ζεστασιά, την αθωότητα, τις μικρές χαρές των παιδικών και των εφηβικών σου χρόνων. Αυτή η νοσταλγία σε κάνει να ξαναγαπήσεις τον εαυτό σου, εκείνον που γευόταν την αγάπη όλων. Είχα την τύχη να μεγαλώσω με γονείς και παππούδες που με θεωρούσαν κάτι μοναδικό και αυτήν την αγάπη την ανταπέδωσα με όποιον τρόπο μπορούσα. Αυτό το δέσιμο με την οικογένειά μου είναι ίσως η αιτία που θυμάμαι γεγονότα από την ηλικία των τριών ετών. Τη μαγική μου γειτονιά, το σχολείο, την αλάνα, τους φίλους μου. Όλα ζουν στη μνήμη μου σαν σκηνές ενός έργου δροσερού, με τις παιδικές φωνές να ακούγονται ακόμα στα αφτιά μου.

> Τι εξιστορείτε στο νέο σας βιβλίο με τίτλο «Στον ρυθμό της βροχής»;

Μια ιστορία απώλειας. Ήμουν μικρό κορίτσι, όταν ένιωσα για πρώτη φορά τόσο έντονα τη λέξη «πένθος». Έφυγε μια κοπέλα για να πάει να γεννήσει και ήρθε το πτώμα της στο σπίτι. Έπαθε σηψαιμία στη γέννα. Δεν θα ξεχάσω ποτέ τον άνδρα της να βγαίνει από το αυτοκίνητο και να την κουβαλά στα χέρια. Ήταν καλοκαίρι, 12 το βράδυ και από τις κραυγές του είχε σηκωθεί όλη η γειτονιά στο πόδι. Εκείνος φώναζε στις αδερφές του «ελάτε να δείτε τι σας φέρνω». Ήμουν επτά χρονών και από αυτό το σοκ δεν μπορούσα να κυκλοφορήσω το βράδυ μόνη μου. Με έστελνε η μάνα μου στον μπακάλη και από τον φόβο μου, όταν νύχτωνε, πήγαινα τοίχο τοίχο, γιατί την ήξερα αυτήν την όμορφη κοπέλα. Ο άνδρας της λοιπόν, ένας λεβέντης δικηγόρος, ξαναπαντρεύτηκε μια συμφοιτήτριά του, αλλά ποτέ στη νέα του γυναίκα και στα παιδιά του δεν είχε μιλήσει για τον μεγάλο του πόνο. Και όποτε η νέα του γυναίκα, που τον φρόντιζε και τον αγαπούσε, πήγαινε να τον ανοίξει ψυχικά, αυτός κλεινόταν και κουβαλούσε ως μυστικό το φορτίο της μεγάλης απώλειας. Αυτός είναι ο ήρωάς μου.

> Ωστόσο, πώς ο ήρωας του βιβλίου σας αποφασίζει ξαφνικά να αλλάξει και να διηγηθεί τη ζωή του;

Θα σας απαντήσω με τα λόγια του: «Ξαφνικά γύρισα πίσω και αισθάνθηκα φόβο, απελπισία, πόνο.

Δεν είδα κανέναν από τους δικούς μου, και όμως εκεί, πίσω από τον θάμνο, ένα κοριτσάκι με γαλάζιο φόρεμα έφτιαχνε βραχιόλια από πευκοβελόνες, ενώ ο αέρας έπαιρνε τα κλαδιά από την ποδιά της. Έτρεξα προς τα εκεί, όμως δεν τη βρήκα πουθενά. Μόνο ένα αμάξι έφευγε στον δρόμο με τα χρυσοκίτρινα δένδρα και εκείνη με την πλάτη γυρισμένη χανόταν στο βάθος του δρόμου, σαν τη νιότη που με εγκατέλειπε πια…».

Μια μέρα γιορτής λοιπόν, όπου η πρώτη του η κόρη πήρε το πτυχίο της Νομικής, εκείνος περπατούσε για να πάει σπίτι του. Ξαφνικά άρχισε να βρέχει. Η βροχή ήταν λυτρωτική. Αλλά και τον ξύπνησε. Κατάλαβε ότι πέρασαν τα χρόνια και ενώ είχε την επιλογή να χαρεί με τη νέα του οικογένεια, τους κρατούσε σε απόσταση. Δεν ήταν πια νέος. Αυτή η διαπίστωση τον τάραξε. Απλώς ήταν ένας καλός πατέρας, φρόντιζε να μην τους λείψει τίποτα υλικό, αλλά συναισθηματικά δεν έδινε τίποτα. Ψυχρός. Και φυσικά δεν άφηνε και την ψυχή της πρώην συζύγου του να ησυχάσει, καθώς αυτός συνεχώς τη σκεφτόταν. Τελικά, εκείνος ξεσπά για τα πέτρινα χρόνια που έζησε. Και τι κάνει; Πηγαίνει να τους δώσει τη χαρά που τους όφειλε.

> Μπορεί κάποιος να ξεπεράσει μια απώλεια;

Όταν πρόκειται για δικό σου άνθρωπο είναι πολύ δύσκολο. Η πληγή είναι μέσα στην καρδιά. Δεν φεύγει ο πόνος ούτε με τον χρόνο. Θα σας πως κάτι προσωπικό μου. Όταν αρρώστησε η μητέρα μου, εγώ ήμουν κολλημένη στο νοσοκομείο. Τρία χρόνια μέσα στην κλινική. Όταν έφυγε η μάνα μου, δεν έκλαψα, δεν έδωσα δικαίωμα σε κανέναν. Μια μέρα, όταν έκανα μπάνιο, άρχισε να τρέμει ξαφνικά το πόδι μου. Η ευαισθησία μου… με χτύπησε στα πόδια. Ήταν ψυχοσωματικό. Κάποιες φορές νομίζω ότι η μητέρα μου περπατάει μέσα στο σπίτι. Και να σκεφτείτε ότι είχα αδυναμία στον πατέρα μου. Μάλιστα είχε φύγει μέσα στα χέρια μου. Αλλά η μάνα μου τελικά ήταν η ρίζα μου. Η μητέρα μου ήταν σκληρός άνθρωπος. Είχε ζήσει πόλεμο, Κατοχή. Για αυτό μου έλεγε πάντα ψύχραιμα: «Όλα καλά θα πάνε. Σήκω πάνω, δεν έχεις τίποτα. Αυτά είναι αστεία που μου λες μπροστά σε όσα έχω ζήσει». Τα παιδικά μου χρόνια ήταν φτωχικά, αλλά δεν τα έβλεπα. Είχα και τη μάνα μου να μου λέει για το πώς η γιαγιά μου έζησε τη Μικρασιατική Καταστροφή και ήρθε πρόσφυγας στην Ελλάδα. «Αυτά είναι τα προβλήματα», μου έλεγε, και είχε δίκιο.

> Παρʼ όλα αυτά, σκεφτόσαστε με νοσταλγία τα δύσκολα παιδικά σας χρόνια.

Ναι. Γιατί είχαν μια ανεμελιά. Αχ, τα νιάτα. Σε γυρίζουν στα πρώτα σου παιχνίδια, στην πρώτη σου αγάπη. Ο πατέρας μου μπορεί να έφτιαξε πράγματα για εμάς, να δούλεψε πολύ, να έδωσε δουλειά σε πολλούς ανθρώπους στο εμπόριο αλλά και τότε, στη φτωχική αυλή που ζούσαμε, δεν ήταν άσχημα. Περίσσευε η αγάπη. Η ευτυχία δεν βρίσκεται στον πλούτο. Η ευτυχία, και αυτό μου το έμαθε ο πατέρας μου, βρίσκεται στη συγχώρεση. Άμα μπορείς να συγχωρείς είσαι ευτυχισμένος. Αναρωτιέμαι ακόμα πώς μπορούσε ο πατέρας μου και πετούσε από πάνω του την απογοήτευση από ανθρώπους που τους βοήθησε και εκείνοι στάθηκαν αχάριστοι. Δεν ξέρω πώς το έκανε.

Δεν κρατούσε κακία σε κανέναν. Από πού έβγαινε αυτή η γενναιοδωρία ψυχής; Δεν υπολόγιζε την κάθε λέξη του άλλου, προχωρούσε, πετούσε τα βαρίδια. Εγώ το έβλεπα ως υποτίμηση, ως αδικία, ως εκμετάλλευση. Του το έλεγα. Ο πατέρας μου έλεγε: «Τι κάνεις έτσι; Για δες ποιο είναι το τέλος του ανθρώπου;». Και μου έδειχνε τα μνήματα. Και όσοι τον είχαν αδικήσει είχαν πέσει και πάλι στην ανάγκη του.

> Και το επόμενο βιβλίο σας βασίζεται σε αληθινή ιστορία;

Ναι… Δεν μπορώ να γράφω παραμύθια. Άλλωστε η ζωή μου έχει δώσει απλόχερα τόσες ιστορίες. Υπάρχουν γεγονότα που δεν μπορώ να ξεχάσω. Στη γειτονιά μου συνέβαιναν τέτοια περιστατικά που με έχουν στιγματίσει. Ήταν τότε αλλιώς οι κοινωνίες. Δεν μπορώ να ξεχάσω τη λευχαιμία που θέριζε τους συμμαθητές μου. Θυμάμαι ένα αγόρι στην ηλικία μου, ένα πλουσιόπαιδο, που δεν μπόρεσαν να το σώσουν οι γονείς του και οι γιατροί της εποχής.

Όλη η περιοχή πήγε στο νεκροταφείο. Στη συνοικία κυριαρχούσε ερημιά θανάτου. Χαμός. Σήμερα πεθαίνει στο διπλανό διαμέρισμα ο γείτονας και δεν το ξέρεις. Εκτός αν σου χτυπήσουν και σου φέρουν κόλλυβα. Άλλαξε η κοινωνία μας. Για αυτό και τώρα, με τον οικονομικό πόλεμο που μας έχουν εξαπολύσει οι ξένοι, η ανθρωπιστική κρίση είναι μεγαλύτερη. Γιατί έχουμε απομονωθεί από τον συνάνθρωπο.

> Τι σημαίνει για εσάς ο πρώτος ρωτας;

Η πρώτη αγάπη δεν ξεχνιέται, είναι μία και μοναδική. Και το καταλαβαίνεις. Είναι όπως το πρώτο σου παιδί. Οι μάνες θα με καταλάβουν, είναι μια ιδιαίτερη εμπειρία. Αυτό δεν σημαίνει ότι δεν αγαπάς τα άλλα σου παιδιά, αλλά η φύση δεν σε αφήνει να ξεχάσεις την πρώτη γέννα.

> Αναφερθήκατε στη σημερινή οικονομική κρίση. Πώς μπορεί να ξεφύγει κανείς από το άγχος, όταν τα λεφτά δεν υπάρχουν;

Μα δεν χρειάζονται λεφτά για να πας μια βόλτα στην παραλία. Να πάρεις το τραμ να κάτσεις στην ακρογιαλιά και να χαζέψεις τη θάλασσα. Αν κάνεις και μια βαθιά βουτιά μέχρι τον πάτο και βγεις από μέσα με δύναμη και αντικρίσεις το απέραντο γαλάζιο, εκεί που δεν σταματά ο ορίζοντας, θα νιώσεις την ελευθερία. Για μένα η θάλασσα δεν έχει κάτι το ερωτικό. Η θάλασσα είναι ελευθερία και την έχουμε δωρεάν. Ακόμη και το να κάτσεις σε ένα παγκάκι και να βλέπεις τον κόσμο να περνά έχει μια ζωντάνια. Παρατηρείς… Αν πιάσει και βροχή και μυρίσει το χώμα υγρασία, δεν υπάρχει κάτι καλύτερο. Ένας περίπατος στη φύση, όταν βρέχει, είναι μια κάθαρση. Φεύγουν η λύπη και τα προβλήματα. Θέλει πραγματικά μεγάλη δύναμη να κάτσει κάποιος και να τα βρει με τον εαυτό του. Τα πάντα στη ζωή είναι περαστικά. Τίποτα δεν είναι μόνιμο. Όλα αλλάζουν.

> Γιατί οι νέοι μας δεν αντιδρούν; Πέρασαν επτά χρόνια Μνημονίου…

Γιατί κανένας τους δεν νιώθει ότι μπορεί να αλλάξει κάτι σε αυτήν τη χώρα. Υπάρχει η αντίληψη ότι όποιος πολιτικός και να ανέβει στην καρέκλα τα ίδια θα κάνει, αφού δεν έχει όραμα. Ότι και αυτός θα κοιτάξει την τσέπη του. Μα, να ρημάξουνε τα ασφαλιστικά ταμεία; Πόσα λεφτά έφαγαν; Να μου πείτε, οι νέοι άνθρωποι δεν μπορούν να πάνε σαν τα πρόβατα στη σφαγή… Πιστεύω ότι οι δουλευταράδες και οι μορφωμένοι θα φύγουν μετανάστες στο εξωτερικό, οι άλλοι θα μείνουν πίσω. Αναρωτιέμαι, η μεσαία τάξη πόσο ακόμη θα αντέξει να πληρώνει… Θα μας πάρουν και τα σπίτια; Να πουλάνε τα σπίτια τους οι Έλληνες 30.000 ευρώ στο κέντρο της Αθήνας; Οι ξένοι αγοράζουν μισοτιμής τα νεοκλασικά στην Πλάκα. Μία είναι η λύση για τους νέους ανθρώπους. Να γυρίσουν στα χωριά. Να αρχίζουν να παράγουν και να κάνουν κάτι μόνοι τους. Στην πόλη τι θα κάνουν; Θα τους φάει η κατάθλιψη. Πάντως απεύχομαι μια κοινωνική έκρηξη, γιατί ξέρω τι σημαίνει εμφύλιος.

> Με την Τουρκία πώς τα βλέπετε τα πράγματα;

Ο Ερντογάν μπορεί να έχει τη μοίρα του Καντάφι. Έχει σηκώσει πολύ τη μύτη. Δεν πιστεύω ότι η Ελλάδα μας έχει τίποτα να φοβάται. Και οι Αμερικανοί και οι Ρώσοι έχουν συμφέροντα στη χώρα μας.


Σχολιάστε εδώ