Χωρίς περιορισμό

Ας ξεκινήσουμε λοιπόν με την εισαγωγή του συμπληρωματικού Μνημονίου. Όπως υπογραμμίζεται από την πρώτη σελίδα, «η επιτυχία της συγκεκριμένης μεταρρυθμιστικής ατζέ­ντας απαιτεί ιδιοκτησία της από τις ελληνικές αρχές». Μπορεί ως ιδεολόγος Μαρξιστής να μην αποδέχεται κανείς την έννοια της ιδιοκτησίας των μέσων παραγωγής αλλά ως σκεπτόμενος πολιτικός ξέρει ότι όταν συμφωνεί να ψηφίσει μια μεταρρυθμιστική ατζέντα, αυτή του ανήκει. Είναι ιδιοκτησία του και δεν μπορεί κανείς να του τη στερήσει. Με τη θετική ψήφο ο βουλευτής αποκτά την ιδιοκτησία του Μνημονίου, γιατί πιστεύει ότι με το πρόγραμμα αυτό θα πετύχει η χώρα να παραμείνει μέλος της Ευρωζώνης.

«Δεν υπάρχει άλλη διαπραγμάτευση σε κάτι που μας ανήκει», λέει το συμπληρωματικό Μνημόνιο. Η μεταρρυθμιστική ατζέντα είναι ένα πακέτο που μεταβιβάζεται στη χώρα ως ιδιοκτησία και η κυβέρνηση είναι χαρούμενη, γιατί, εφαρμόζοντάς τη, θα πετύχει τους στόχους. Η ιδιοκτησία του συμπληρωματικού Μνημονίου ανήκει αποκλειστικά στην κυβέρνηση, που το εισηγείται στη Βουλή, και στους βουλευτές, που θα το ψηφίσουν. Δεν ανήκει σε όσους δεν το ψηφίσουν, οι οποίοι δεν έχουν και την ευθύνη του λάθους των επιλογών. Όπως χαρακτηριστικά είπε ο Πόντιος Πιλάτος στους Γραμματείς και Φαρισαίους: «Οι ευθύνες της απόφασης σʼ εσάς και στα παιδιά σας».

Σε κάθε επιλογή όμως κάποιοι νομίζουν ότι υπάρχει και μία αίρεση, όπως, για παράδειγμα, η Ανάσταση. Οι φιλοσοφικές μας καταβολές, άλλωστε, έχουν διδάξει αιώνες τώρα την κλασική νεοελληνική φράση: «Κράτα και μια πισινή». Η φράση μεταγλωττισμένη διατυπώθηκε από πολλούς συμπολιτευόμενους βουλευτές και παραμένει ακόμη αναπάντητη στον αέρα. «Ψηφίζει ο βουλευτής θετικά, αλλά αν δεν υπάρξει διευθέτηση του χρέους δεν θα ισχύσουν τα μέτρα». Έτσι κάποιοι δικαιολογούνται να ψηφίσουν υπέρ της ατζέντας αλλά να θεωρούν ότι τα μέτρα που θα δεχτούν δεν τους ανήκουν. Είναι σαν τον κληρονόμο μιας περιουσίας, που θέλει την περιουσία αλλά χωρίς να πληρώσει τους φόρους που του αναλογούν για να αποκτήσει την ιδιοκτησία.

Η «τρόικα» όμως απαιτεί μια απλή λογική. Όποιος αποδέχεται την ιδιοκτησία γνωρίζει ότι η αποδοχή ταυτίζεται με την εφαρμογή της, γιατί διαφορετικά δεν θα επιτευχθεί ο στόχος της βιώσιμης ανάκαμψης, όπως και πάλι με πολύ σαφήνεια περιγράφεται στο προοίμιο του Μνημονίου. Για να σωθεί η χώρα από τη μιζέρια που ζει τα τελευταία επτά χρόνια και για να ανακάμψει βιώσιμα, η «τρόικα» και όσοι ψηφίσουν θετικά θεωρούν ότι απαιτείται πιστή εφαρμογή του νέου Μνημονίου. Τέλος οι διαπραγματεύσεις και οι αξιολογήσεις.

Θετική ψήφος σημαίνει μονοσήμαντη πολιτική κι άρα ιδεολογική επιλογή. Οι βουλευτές, που δεν αποδέχονται την ιδιοκτησία αν δεν υπάρξει εξασφάλιση για ρύθμιση του χρέους, οφείλουν να μας υποδείξουν σε ποιο σημείο του νόμου υπάρχει συγκεκριμένη αναφορά. Έτσι είναι και απόλυτα δικαιολογημένη η άποψη της κ. Χριστοδουλοπούλου, που έγκαιρα υπέδειξε ότι πριν από την ψήφιση απαιτείται αίρεση μη αποδοχής της ιδιοκτησίας, του τύπου «δεν θα ισχύσουν τα μέτρα αν δεν υπάρχει ρύθμιση χρέους».

Διαφορετικά, η θετική ψήφος των βουλευτών, όπως λογικά δηλώνει η κ. Χριστοδουλοπούλου, οδηγεί σε ιδιοκτησία του προγράμματος, χωρίς την αίρεση της ρύθμισης του χρέους.

Είναι αφελές να υποστηρίζουμε ότι υπάρχει διαλυτική αίρεση. Πρώτον, διότι, όπως σαφώς διατυπώνεται στη θέση του Eurogroup της 25ης Μαΐου 2016 (υπάρχει στο διαδίκτυο), η ρύθμιση του χρέους που έχει ήδη αποδεχτεί η κυβέρνηση προσβλέπει αποκλειστικά στην εξασφάλιση του ΔΝΤ και των βραχυχρονίων πιστωτών. Συγκεκριμένα γράφεται: «Με επανεπιβεβαίωση ότι ονομαστικές περικοπές εξαιρούνται και τα μέτρα που θα ληφθούν, θα είναι σύμφωνα με τα ισχύοντα στην Ευρωπαϊκή Ένωση και το νομικό πλαίσιο του ESM και του EFSF».

Άρα -όπως έχει συμφωνηθεί από το 2016- δεν θα υπάρξει ρύθμιση για το βεβαιωμένο χρέος που είναι ήδη στα χαρτοφυλάκια των πιστωτών μας, ούτε τώρα ούτε ποτέ. Ας μην την ονειρεύονται λοιπόν κάποιοι. Όσον αφορά δε το νέο, που πιθανά να προκύψει από το 2018, η πρόταση είναι «στις αγορές», όπως λέει το Eurogroup και ο κ. Σόιμπλε. Η διαλυτική αίρεση τελείωσε, δυστυχώς, το 2016.

Αν κρίνουμε την Ιστορία από τον Μάιο του 2016 μέχρι σήμερα, αντιλαμβανόμαστε ότι η συνεργασία της κυβέρνησης με την Ευρωζώνη ακολούθησε τα εξής απλά βήματα: Το 2016 συμφωνήθηκε πώς ρυθμίζονται τα χρέη των πιστωτών, ώστε να μην υπάρξει ονομαστική μείωση, και συμφωνήθηκε ότι δεν υπάρχει σύνδεση χρέους και Μνημονίων. Το 2017, με την ψήφο της Βουλής, πρόκειται να αποκτηθεί η ιδιοκτησία των μέτρων που η διαπραγματευτική ομάδα συμφώνησε ως αναγκαία. Μετά την ψήφιση της μεταρρυθμιστικής ατζέντας (Μνημόνιο 2017), αμέσως, την επομένη, θα συμφωνήσουμε το μεσοπρόθεσμο σχέδιο δημοσιονομικής πειθαρχίας, ώστε ΔΝΤ, ΕΚΤ, και ESM να θεωρήσουν ότι το ισχύον χρέος είναι βιώσιμο (π.χ. ικανά πρωτογενή πλεονάσματα τουλάχιστον μέχρι το 2022).

Αποδεχόμενοι τους νέους όρους του ΔΝΤ, μετά την ψήφιση του Μνημονίου, και με δεδομένο ότι θα εφαρμόσουμε το Μνημόνιο σύμφωνα με το χρονοδιάγραμμά του, τα πιστωτικά ιδρύματα ΔΝΤ, ΕΚΤ και ESM θα θεωρήσουν τη χώρα ως αξιόπιστη για να βγει στις αγορές μετά την εφαρμογή του τρέχοντος προγράμματος. Πότε θα γίνει αυτό χρονικά; Όταν και εφόσον.

Η συμβουλή που δόθηκε στην αρχή του κειμένου ήταν απλή. Δεν χρειάζεται ιδιαίτερη μελέτη μακροσκελών και δύσκολων κειμένων. Το πακέτο είναι στο τραπέζι. Με την ψήφο του κάθε βουλευτής είτε δέχεται είτε δεν δέχεται την ιδιοκτησία του Μνημονίου της κυβέρνησης. Αιρέσεις σε σχέση με τη ρύθμιση ή την απομείωση του χρέους δεν υπάρχουν. Μέσα στο καλοκαίρι θα συμφωνηθούν και οι νέες δεσμεύσεις που θα καλύπτουν τη συμφωνία βιωσιμότητας και οι εγγυήσεις που θα χορηγηθούν από τη χώρα μας προς τα πιστωτικά ιδρύματα και τα κράτη-μέλη που μας έχουν δανείσει. Ιδιαίτερα μάλιστα προς τον ESM, ώστε να μπορούμε να χρησιμοποιήσουμε, αν θέλουμε, τα πιστωτικά του όρια. Όπως γνωρίζουμε, ο τίτλος αυτής της νέας συμφωνίας είναι: «Μεσοπρόθεσμο 2017-2021».

Για να πάνε όλα καλά, ας ευχηθούμε ότι, για να βγούμε μετά το 2018 στις αγορές, η κυβέρνηση θα είναι αξιόπιστη, εφαρμόζοντας έγκαιρα τα μέτρα του 2019 και του 2020, εκτελώντας τον προϋπολογισμό του 2017, τα μέτρα του συμπληρωματικού Μνημονίου του 2017 και τα μέτρα του μεσοπρόθεσμου.


Σχολιάστε εδώ