Στριμώχνει τη Γερμανία ο Τραμπ

Οι μέρες που διανύουμε είναι καθοριστικής σημασίας για τη χώρα, καθώς από τη «σύγκρουση των βουβαλιών» μπορεί να βγει σημαντικά κερδισμένη και να εξασφαλίσει μια γενναία ρύθμιση του χρέους, που επίμονα και με μεθοδικό τρόπο διεκδικεί η κυβέρνηση και ο πρωθυπουργός Αλ. Τσίπρας.

Οι τελευταίες εξελίξεις ήρθαν να επιβεβαιώσουν το αποκαλυπτικό πρωτοσέλιδο δημοσίευμα στο «ΠΑΡΟΝ» της περασμένης Κυριακής (7 Μαΐου), σύμφωνα με το οποίο η Κρ. Λαγκάρντ είχε διαμηνύσει στον έλληνα πρωθυπουργό να μην υποκύψει στις πιέσεις του Β. Σόιμπλε προκειμένου να πετύχει μια καλύτερη συμφωνία για το χρέος.

Το μήνυμα που εκπέμπεται από την Ουάσινγκτον είναι ότι η υπομονή των ΗΠΑ εξαντλείται και δεν πρόκειται να αφήσει την Ευρώπη έρμαιο στα χέρια της Γερμανίας. Ταυτόχρονα, εντείνει τις πιέσεις και προς άλλες ευρωπαϊκές χώρες, μεταξύ των οποίων και η Γαλλία, να «βάλουν πλάτη» προκειμένου να παρθούν οι αναγκαίες αποφάσεις. Αποδέκτες των πιέσεων έγιναν στο Μπάρι τόσο ο γάλλος υπουργός Οικονομικών Μ. Σαπέν όσο και ο Επίτροπος Οικονομικών Π. Μοσκοβισί. Είναι δε τέτοια η ένταση των πιέσεων, ώστε δημιουργείται η εντύπωση ότι η τελική συμφωνία δεν θα καθυστερήσει πολύ ακόμη. Υπάρχουν, μάλιστα, εκτιμήσεις ότι αυτό είναι πολύ πιθανό να επιτευχθεί μέχρι τις 22 Μαΐου, οπότε και είναι προγραμματισμένο να συνεδριάσει το Eurogroup.

Πληροφορίες αναφέρουν ότι κατά την πρόσφατη συνάντησή της με τον Β. Σόιμπλε η Κρ. Λαγκάρντ τού διεμήνυσε, με τη μορφή τελεσιγράφου, ότι αν δεν υπάρξει «εδώ και τώρα» συμφωνία για το χρέος το ΔΝΤ δεν πρόκειται να συμμετάσχει στο ελληνικό πρόγραμμα. «Τα χέρια μου είναι δεμένα. Δεν μπορώ να παραβώ τις εντολές που έχω από τις χώρες που μετέχουν στο Ταμείο. Δεν έχω τέτοια εξουσιοδότηση», φέρεται να του είπε χαρακτηριστικά. Η Κρ. Λαγκάρντ επέμεινε προς τον γερμανό υπουργό Οικονομικών ότι είναι ανάγκη να υπάρξει μια σαφής περιγραφή των ρυθμίσεων για το χρέος, όπως είναι η επιμήκυνση του χρόνου αποπληρωμής των δανείων και το ύψος των επιτοκίων.

Πρόγευση για τη στάση του ΔΝΤ στη Σύνοδο του Μπάρι ήταν οι δηλώσεις του αναπληρωτή εκπροσώπου Μπιλ Μέρι, που τόνισε ότι χωρίς διευθέτηση του χρέους, ώστε να είναι βιώσιμο, το Ταμείο δεν θα λάβει μέρος στο ελληνικό πρόγραμμα και δεν θα δώσει νέα δανεικά στην Ελλάδα. Το πιθανότερο σενάριο είναι η παράταση να είναι από 30 έως 40 χρόνια και σε πρόσφατο δημοσίευμά της η γερμανική «Χάντενσμπλατ» ανέφερε ότι η επιμήκυνση θα φτάσει μέχρι το 2050.

Υπέρ της άμεσης ρύθμισης του ελληνικού χρέους τάχθηκε στο περιθώριο της Συνόδου των G7 ο Μπενουά Κερέ, μέλος της Εκτελεστικής Επιτροπής της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, εκφράζοντας προφανώς και τις απόψεις του Μ. Ντράγκι. «Τα μέτρα για την αναδιάρθρωση του ελληνικού χρέους πρέπει να είναι αξιόπιστα και επαρκώς φιλόδοξα, προκειμένου να καθησυχάσουμε για τη βιωσιμότητά του» τόνισε, προσθέτοντας ότι «η ανησυχία της ΕΚΤ είναι η συμφωνία να συμβάλλει στο να αρθούν οι αμφιβολίες για τη βιωσιμότητα του ελληνικού χρέους, όχι μόνον από πολιτική άποψη αλλά και σε σχέση με τις χρηματαγορές». «Υπό αυτή την προϋπόθεση», υπογράμμισε, «η Ελλάδα θα μπορέσει τελικά να ξαναβρεί την κανονική λειτουργία της οικονομίας της και μια επιστροφή στις αγορές, το οποίο ελπίζουμε να είναι δυνατόν πριν από τα μέσα του 2018». Και κατέληξε εκφράζοντας την ελπίδα ότι «το τρίτο πρόγραμμα βοήθειας θα είναι το τελευταίο και μετά το τέλος του η ελληνική οικονομία θα ξαναγίνει μια οικονομία που λειτουργεί κανονικά».

Την αισιοδοξία του εξέφρασε από το Μπάρι και ο γάλλος υπουργός Οικονομικών Μ. Σαπέν. «Η μπάλα είναι στο γήπεδο των ευρωπαϊκών χωρών», είπε. «Πρέπει να εφαρμόσουν αυτό που ήταν από την αρχή μια αναγκαία μορφή εξισορρόπησης. Δηλαδή, την ελάφρυνση, με τον έναν ή με τον άλλον τρόπο, του βάρους του χρέους επί της ελληνικής οικονομίας και του προϋπολογισμού της». Επισήμανε, μάλιστα, ότι από πλευράς Ευρωπαίων υπάρχει η βούληση ώστε να καταλήξουν σε συμφωνία μέχρι το Eurogroup της 22ας Μαΐου. Στο ίδιο, πάνω – κάτω, μήκος κύματος και ο Επίτροπος Οικονομικών Πιερ Μοσκοβισί: «Είμαι αισιόδοξος σχετικά με το ότι υπάρχει η βούληση για συμφωνία και ότι η Ελλάδα θα μπορέσει να γυρίσει σελίδα ενός υπερβολικά μεγάλου κεφαλαίου λιτότητας και θα μπορέσει ανοίξει ένα άλλο, το οποίο θα βασίζεται σε ανάπτυξη και επενδύσεις, μέσα σε ένα πλαίσιο σταθερότητας».


Σχολιάστε εδώ