Στα βράχια οδηγεί η πολιτική της κυβέρνησης
Χαρακτηρίζει οξύμωρο το γεγονός ότι αν και η συντριπτική πλειοψηφία των πολιτών συμφωνεί με τα αιτήματα της απεργίας, εντούτοις δεν βγαίνουν στους δρόμους, το αποδίδει δε αυτό σε μια σειρά παράγοντες, όπως η απεργιακή κόπωση, ο φόβος για τις συνέπειες κ.ά.
Στη συνέντευξή του στο «ΠΑΡΟΝ» κατηγορεί την κυβέρνηση ότι ως αντιπολίτευση «έκλεινε το μάτι» σε εργαζόμενους και συνταξιούχους, τώρα όχι μόνο «κλείνει τα μάτια» στα προβλήματα, αλλά από πάνω δημιουργεί ακόμη πιο δυσμενείς συνθήκες. Ακόμη, ο κ. Κιουτσούκης χαρακτηρίζει επιστημονικά εσφαλμένη και καταστροφική τη δογματική εμμονή του ΣΕΒ να συνδέει την ανταγωνιστικότητα της οικονομίας με την κατακρήμνιση των μισθών. Αναλυτικά η συνέντευξη:
***
• Για τις 17 Μαΐου έχετε από κοινού με την ΑΔΕΔΥ προκηρύξει πανελλαδική απεργία. Ποιο είναι το μήνυμα που θέλετε να εκπέμψετε με την κινητοποίηση αυτή;
Η απεργιακή κινητοποίηση της 17ης Μαΐου θα στείλει ένα ξεκάθαρο μήνυμα καθολικής αποδοκιμασίας και μαζικής αντίδρασης απέναντι στα νέα, ισοπεδωτικά μέτρα ακραίας λιτότητας και οριστικής απορρύθμισης της αγοράς εργασίας που επιβάλλει η κυβέρνηση.
• Τα χρόνια της κρίσης έγιναν 42 απεργιακές κινητοποιήσεις. Θεωρείτε ότι αυτές απέτρεψαν τα χειρότερα για τους εργαζόμενους ή η πορεία των πραγμάτων ήταν προδιαγεγραμμένη;
Είμαι βαθύτατα πεπεισμένος ότι οι μόνες χαμένες μάχες είναι αυτές που δεν δίνονται. Φυσικά, τόσο ο αριθμός όσο και η ένταση των απεργιακών κινητοποιήσεων της τελευταίας επταετίας ήταν δυσανάλογα του αποτελέσματος που επέφεραν σε ένα πρώτο επίπεδο. Γνωρίζαμε εκ προοιμίου τις τεράστιες δυσκολίες που θα συναντούσαμε, τα ασφυκτικά περιθώρια επιτυχίας και την προδιαγεγραμμένη μοίρα των δεκάδων νομοσχεδίων που έχουν έρθει προς ψήφιση στο Ελληνικό Κοινοβούλιο. Οι αγώνες όμως είχαν και ένα πρόσημο ενημέρωσης, πληροφόρησης και ενεργοποίησης του κόσμου της μισθωτής εργασίας και της ελληνικής κοινωνίας συνολικότερα.
• Αν και το σύνολο σχεδόν των εργαζομένων έχει πληγεί από τα Μνημόνια και τα μέτρα λιτότητας, ο βαθμός συμμετοχής στις κινητοποιήσεις ακολουθεί φθίνουσα πορεία. Ποια ερμηνεία δίνετε σʼ αυτό το γεγονός;
Η ερμηνεία είναι πολλαπλή, πολυπαραγοντική και σίγουρα πολυσήμαντη.
Η θεμιτή απεργιακή κόπωση από τον «πληθωρισμό» των κινητοποιήσεων, η απώλεια του μεροκάματου και του ενσήμου στους, ήδη, πετσοκομμένους μισθούς, ο φόβος των συνεπειών από τον εργοδότη, η προκαλούμενη ταλαιπωρία, ο κίνδυνος επεισοδίων είναι μια όψη. Η συντριπτική πλειοψηφία της ελληνικής κοινωνίας συμφωνεί με τα αιτήματα και το διακύβευμα των κινητοποιήσεων, όμως δεν βγαίνει στους δρόμους. Σε κάθε περίπτωση, αυτό το οξύμωρο σχήμα πρέπει να μας προβληματίζει για να αναμετρηθούμε αυτοκριτικά με τα λάθη μας αλλά και να μας ωθήσει στην ανάπτυξη νέων εργαλείων και μορφών διαμαρτυρίας που θα ταιριάζουν με τους μοντέρνους καιρούς.
• Τι είναι αυτό που κατά τη γνώμη σας θα έβγαζε ξανά τους εργαζόμενους με μαζικό τρόπο στους δρόμους;
Θεωρούμε απόλυτη υποχρέωση και καθήκον μας να ενεργοποιήσουμε ξανά τον κόσμο της μισθωτής εργασίας -εργαζόμενους, ανέργους και συνταξιούχους- με έναν τρόπο γόνιμο, ειρηνικό, δημιουργικό και φυσικά αποτελεσματικό. Ταυτόχρονα, όσοι δημοκρατικοί εργαζόμενοι ενστερνίζονται τον θεσμό του συνδικαλιστικού κινήματος, αλλά διαφωνούν με τις επιμέρους πρακτικές του, είναι ευπρόσδεκτοι να ενταχθούν ενεργά στους κόλπους του και να προσπαθούν να αλλάξουν πράγματα.
• Τα τελευταία χρόνια έχει μειωθεί σε μεγάλο βαθμό η εμπιστοσύνη των πολιτών στα συνδικάτα. Είναι αυτό αποτέλεσμα της γενικότερης απαξίωσης για τους θεσμούς στη χώρα ή υπάρχουν συγκεκριμένοι λόγοι και αιτίες;
Το έλλειμμα εμπιστοσύνης έχει προκύψει από μια σειρά παραγόντων και καταστάσεων. Σίγουρα, λοιπόν, είναι και αναπόδραστη επίπτωση της απαξίωσης των θεσμών. Επιπρόσθετα, τα συνδικάτα στοχοποιήθηκαν ως το μοναδικό ανάχωμα απέναντι στις επιβαλλόμενες πολιτικές. Δεχτήκαμε μια λυσσαλέα επίθεση σπίλωσης και φυσικά θεσμικής αποδυνάμωσης μέσα από την καταστρατήγηση του καθεστώτος των ελεύθερων συλλογικών διαπραγματεύσεων. Η αίσθηση και η λογική του «όλοι ίδιοι είναι» είναι το κυρίαρχο πρόβλημα της εμπιστοσύνης των εργαζομένων.
• Έχουν ευθύνη και σε ποιον βαθμό οι συνδικαλιστικές ηγεσίες για την κατάσταση που έχει δημιουργηθεί;
Θα ήμουν, βέβαια, αδαής ή μάλλον επικίνδυνος αν δεν αναγνώριζα και τις δικές μας ευθύνες. Ευθύνες είτε από ανθρώπινα λάθη, παραλείψεις ή ακόμα και ανεπάρκειες είτε από μεμονωμένα και περιθωριακά περιστατικά, που δεν συνάδουν με τον ρόλο και τα καθήκοντα ενός συνδικαλιστή. Αυτά τα περιστατικά απομονώθηκαν ακαριαία, απομένει τώρα να απομονώσουμε και τα λίγα κρούσματα «συνδικαλιστών» οι οποίοι εκφράζουν ύπουλα, και όχι τουλάχιστον φανερά, έναν ακραία εργοδοτικό συνδικαλισμό.
• Ως ΓΣΕΕ ασκείτε σκληρή κριτική στα πεπραγμένα της σημερινής κυβέρνησης. «Εμπορεύθηκε την ελπίδα και ακουμπώντας στους αγώνες των εργαζομένων ήρθε στην εξουσία», είναι οι χαρακτηριστικές φράσεις σε ανακοίνωση της Συνομοσπονδίας.
Η κυβέρνηση ως αντιπολίτευση έκλεινε το μάτι στα προβλήματα των εργαζομένων, των ανέργων και των συνταξιούχων, σήμερα όχι μόνο κλείνει τα μάτια αλλά δημιουργεί νέες ακόμη πιο δυσμενείς συνθήκες. Η πολιτική που ακολουθείται από τη σημερινή κυβέρνηση δεν βγάζει τη χώρα από την περιδίνηση, αντίθετα την οδηγεί στα βράχια, με την ανακύκλωση της ύφεσης, τη διάλυση του κοινωνικού ιστού, την ποινικοποίηση της επιχειρηματικότητας, την τιμωρία της μεσαίας τάξης και των συνεπών φορολογούμενων. Δεν εμπορεύονται απλά τη λέξη «ελπίδα», βιάζουν κάθε έννοιά της.
• Με δεδομένες τις θέσεις των κομμάτων της αντιπολίτευσης, πιστεύετε ότι μια πολιτική αλλαγή θα μπορούσε να αλλάξει την πορεία της χώρας και κατʼ επέκταση τις προοπτικές για τους εργαζόμενους;
Στις δημοκρατίες δεν υπάρχουν αδιέξοδα. Η πολιτική αλλαγή απαιτείται με μια κυβέρνηση όχι λιγότερο κακή από τη σημερινή -στη βάση του «το μη χείρον βέλτιστον»- αλλά με μια πολύ καλή κυβέρνηση για την πατρίδα μας. Αυτό επιτάσσει, πλέον, το εθνικό συμφέρον. Μια κυβέρνηση που θα επαναδιαπραγματευτεί σκληρά τις δεσμεύσεις που έχει αναλάβει η σημερινή με όρους επανίδρυσης της κοινωνικής οικονομίας της αγοράς.
• Πρόσφατα ο πρωθυπουργός χαρακτήρισε τα συνδικάτα «οπισθοφυλακή» και πως δεν βοηθούν στη μάχη που δίνει η κυβέρνηση για λογαριασμό των εργαζομένων. Πώς απαντάτε στην κριτική αυτή;
Ο πρωθυπουργός εξέφρασε μια ακόμη ανεδαφική προσωπική του άποψη ή έναν επικίνδυνο ευσεβή του πόθο. Οι αναίτιες επιθέσεις σε βάρος των συνδικάτων, την ημέρα των 60 χρόνων της ΕΕ και την Πρωτομαγιά, τον εκθέτουν. Είναι προφανές πως εκτός από το να «κατασκευάζει» διαπραγματεύσεις, «κατασκευάζει» τώρα και άλλοθι, αναζητώντας συνενόχους για τις αποτυχίες του.
• Σύμφωνα με τον ΣΕΒ, όταν η οικονομία αρχίσει να ανακάμπτει θα μπορέσει να υπάρξει αύξηση του κατώτατου μισθού. Έχει ο δρόμος αυτός επιστροφή;
Αυτή η θέση του ΣΕΒ είναι επιστημονικά εσφαλμένη και καταστροφική τόσο για τους εργαζόμενους όσο και για τις επιχειρήσεις που εκπροσωπεί. Η δογματική εμμονή στην αποκλειστική ταύτιση της ανταγωνιστικότητας με την κατακρήμνιση των μισθών εκτός από ανάλγητη είναι και ολέθρια αδιέξοδη για την ελληνική οικονομία, που το αναπτυξιακό της υπόδειγμα βασίζεται στο τρίπτυχο εγχώρια ζήτηση – κατανάλωση – ανάπτυξη. Οι αξιοπρεπείς αμοιβές και οι συλλογικές συμβάσεις εργασίας συνδέονται άρρηκτα με την αύξηση της παραγωγικότητας, που είναι πρωταρχικός παράγοντας υγιούς και βιώσιμης ενίσχυσης της ανταγωνιστικότητας. Η προσέλκυση ιδιωτικών επενδύσεων δεν μπορεί να επιτευχθεί με τη μετεξέλιξη της Ελλάδος σε χώρα φθηνού εργασιακού κόστους. Αντίθετα, επιβάλλεται να αναζητηθεί μέσα από τη διαμόρφωση ενός σταθερού και ελκυστικού φορολογικού περιβάλλοντος, τη μείωση του ενεργειακού κόστους, την πάταξη της γραφειοκρατίας και τη διαφθοράς, την ανεμπόδιστη και συμφέρουσα πρόσβαση στην τραπεζική -ανύπαρκτη σήμερα- χρηματοδότηση.
• Το υπουργείο Εργασίας προχωράει στη δημιουργία σώματος ελέγχου της αδήλωτης και ανασφάλιστης εργασίας.
Χωρίς αμφιβολία, η παραβατικότητα στην αγορά εργασίας -είτε πρόκειται για μαύρη εργασία (πλήρως ανασφάλιστη) είτε για μερικώς δηλωμένη ή μπλοκάκια- πλήττει πολυδιάστατα: α) Το δημόσιο συμφέρον με εκροή κρίσιμων πόρων από το φορολογικό και ασφαλιστικό σύστημα. β) Την επιχειρηματικότητα με νόθευση του υγιούς ανταγωνισμού. γ) Την απασχόληση με την ανύπαρκτη εργατική προστασία, τροφοδοτώντας την παραοικονομία σε βάρος των συνεπών φορολογουμένων και του κοινωνικού κράτους. Σε αυτό το πλαίσιο, οποιαδήποτε πρωτοβουλία ή ολοκληρωμένο εγχείρημα για την αντιμετώπιση της παραβατικότητας είναι θετικό.