Η κορύφωση του δράματος της απορρύθμισης του εργατικού δικαίου
Τα νέα μέτρα/ανατροπές που περιλαμβάνονται στο τελικό κείμενο του συμπληρωματικού Μνημονίου, που δεσμεύτηκε να εφαρμόσει η κυβέρνηση, με πρόσχημα την «ανάπτυξη και την ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας», είναι τα εξής:
1) Συλλογικές διαπραγματεύσεις – συλλογικές συμβάσεις εργασίας: Επέκταση των μνημονιακών μεταρρυθμίσεων
Στο κείμενο του νέου Μνημονίου προβλέπεται, ως προαπαιτούμενο, η άμεση νομοθέτηση με σκοπό την εξασφάλιση ότι όλες οι παλαιότερες μνημονιακές μεταρρυθμίσεις που αφορούν τις συλλογικές συμβάσεις εργασίας θα παραταθούν μέχρι το τέλος του τρέχοντος προγράμματος προσαρμογής (ESM programme), δηλαδή μέχρι τον Αύγουστο του 2018, με τη ρητή πρόβλεψη ότι εξακολουθεί να αναστέλλεται η αρχή της ευνοϊκότερης ρύθμισης και η αρχή της επεκτασιμότητας των κλαδικών συλλογικών συμβάσεων (δηλαδή της ισχύος τους και στα μη μέλη των κλαδικών εργοδοτικών ενώσεων). Δηλαδή δεσμεύτηκε η κυβέρνηση ότι εξακολουθεί να δεσμεύεται από το υφιστάμενο νομικό πλαίσιο (Ν. 4024/2011), που επίσης προβλέπει τα ανωτέρω. Αν αυτό δεν σημαίνει δυσπιστία των μερών, τι άλλο σημαίνει;
Στο σημείο αυτό επισημαίνουμε ότι στο μνημονιακό κείμενο δεν γίνεται άμεση αναφορά στην επαναφορά των συλλογικών διαπραγματεύσεων μετά τη λήξη του τρέχοντος προγράμματος (δηλαδή από τον Σεπτέμβριο του 2018), παρά μόνο αφήνεται να εννοηθεί κάτι τέτοιο.
Επίσης, με σκοπό τον έλεγχο της αντιπροσωπευτικότητας των κλαδικών συλλογικών συμβάσεων, προβλέπεται ότι η κυβέρνηση -σε συνεννόηση με τους κοινωνικούς εταίρους και κατόπιν συμφωνίας με τους «θεσμούς»- θα θέσει σε λειτουργία, μέχρι τον Σεπτέμβριο του 2017, ένα αξιόπιστο διοικητικό σύστημα που θα αξιολογεί την αντιπροσωπευτικότητα των κλαδικών συμβάσεων.
2) Ομαδικές απολύσεις: Άμεση απελευθέρωση
Επίσης, ψηφίζονται άμεσα και οι αλλαγές στο θεσμικό πλαίσιο των ομαδικών απολύσεων. Πιο αναλυτικά, προβλέπεται (ως προαπαιτούμενο) η τροποποίηση του ν. 1387/1983 προκειμένου να αντικατασταθεί το ισχύον πλαίσιο διοικητικής έγκρισης των ομαδικών απολύσεων με μια διαδικασία κοινοποίησης, μέγιστης διάρκειας τριών μηνών. Η διαδικασία κοινοποίησης θα εφαρμόζεται από το Ανώτατο Συμβούλιο Εργασίας (ΑΣΕ), η σύνθεση του οποίου θα εξασφαλίζει την ισότιμη εκπροσώπηση μεταξύ του κράτους, των εργαζομένων και των εργοδοτών. Ωστόσο, το Ανώτατο Συμβούλιο Εργασίας θα ελέγχει μόνο την τήρηση από την επιχείρηση των νόμιμων διαδικασιών προκειμένου να προβεί σε ομαδικές απολύσεις (δηλαδή αν τηρήθηκαν οι διαδικασίες της ενημέρωσης των εργαζομένων και της διαβούλευσης μαζί τους, οι οποίες διαβουλεύσεις θα διαρκούν έως 30 ημέρες).
Κατόπιν θα ενημερώνει τους εργαζόμενους και τους εργοδότες για την εκτίμησή του επί της νομιμότητας των διαδικασιών. Ακολούθως η επιχείρηση θα ενημερώνει τον ΟΑΕΔ για το ποιοι εργαζόμενοι απολύονται και επιπροσθέτως προβλέπεται η δυνατότητα της επιχείρησης να υποβάλλει ένα κοινωνικό σχέδιο για τον περιορισμό των κοινωνικών συνεπειών από τις ομαδικές απολύσεις.
Σε περίπτωση που δεν έχει ληφθεί κοινά αποδεκτή απόφαση εντός του διαστήματος της διαδικασίας κοινοποίησης (τρεις μήνες), τότε οι ομαδικές απολύσεις θα προχωρούν κανονικά. Δηλαδή, με τη νέα μνημονιακή δέσμευση απελευθερώνονται πλήρως οι ομαδικές απολύσεις, καθώς καταργείται η έγκρισή τους από το υπουργείο Εργασίας (άρση του υπουργικού βέτο).
3) Συλλογικές δράσεις / κινητοποιήσεις εργαζομένων
Επιπλέον, άμεσα ψηφίζονται οι ακόλουθες αλλαγές/ανατροπές:
Α) Fast track διαδικασία εκδίκασης αντιπαραθέσεων εργοδοτών-εργαζομένων που προκύπτουν από την εφαρμογή του άρθρου 656 ΑΚ σε περιπτώσεις απεργιών: Υποκρύπτουσα επαναφορά ανταπεργίας.
Προβλέπεται, ως προαπαιτούμενο, η νομοθέτηση που θα ορίζει ότι η ταχεία δικαστική διαδικασία που εφαρμόζεται για την εκτίμηση της νομιμότητας των απεργιών θα χρησιμοποιείται, επίσης, για διαφορές που προκύπτουν από την εφαρμογή του άρθρου 656 ΑΚ (υπερημερία του εργοδότη) σε περιπτώσεις απεργιών.
Υπενθυμίζουμε ότι σύμφωνα με το άρθρο 656 ΑΚ ο εργοδότης απαλλάσσεται από την υποχρέωση καταβολής μισθού στην περίπτωση που η μη αποδοχή της εργασίας οφείλεται σε λόγο που συνιστά ανώτερη βία. Στο σημείο αυτό αρκεί να αναφέρουμε ότι ενώ στη θεωρία η κρατούσα άποψη είναι ότι η απεργία δεν μπορεί να χαρακτηριστεί ως ανώτερη βία, η νομολογία φαίνεται να υιοθετεί την αντίθετη άποψη.
Έτσι, στην περίπτωση αυτή, διά του άρθρου 656 ΑΚ, ο εργοδότης επιτυγχάνει το ίδιο ακριβώς αποτέλεσμα με την ανταπεργία ή λοκ άουτ, δηλαδή τη μη απασχόληση και πληρωμή των μη απεργών. Επί της ουσίας, δηλαδή, πρόκειται για καταφυγή σε μια άτυπη ανταπεργία ή κρυπτοανταπεργία.
Σε κάθε περίπτωση, το ζήτημα της ανταπεργίας είναι άρρηκτα συνδεδεμένο με την ερμηνευτική ή νομοθετική αντιμετώπιση της κρυπτοανταπεργίας. Κατʼ αυτόν τον τρόπο, υφίσταται ο κίνδυνος η νέα μνημονιακή δέσμευση να ανοίξει τον δρόμο για τον χαρακτηρισμό των απεργιών ως περίπτωση «ανώτερης βίας», παραπέμποντας στη ρύθμισή της μέσω της νομοθετικής οδού και κατʼ επέκταση στην επαναφορά της ανταπεργίας.
Β) Συνδικαλιστικός νόμος
Προβλέπεται ο «εκσυγχρονισμός», κατόπιν διαβούλευσης με τους κοινωνικούς εταίρους, του ν. 1264/1982 και άλλων σχετικών νομοθεσιών με:
i) Τη δημιουργία ψηφιακού μητρώου συνδικαλιστικών οργανώσεων.
ii) Την αναθεώρηση του καταλόγου με τους δικαιολογημένους λόγους απόλυσης των συνδικαλιστών (ως προαπαιτούμενο).
iii) Τον εξορθολογισμό του συστήματος των αδειών των συνδικαλιστών (ως προαπαιτούμενο).
Γ) Κήρυξη απεργίας στα πρωτοβάθμια σωματεία: Αύξηση ορίου απαρτίας στο 50%
Προβλέπεται η νομοθέτηση που θα ορίζει την αύξηση του κατώτατου ορίου των εργαζομένων, σε επίπεδο πρωτοβάθμιων συνδικαλιστικών οργανώσεων, που θα πρέπει να συναινούν για την προκήρυξη απεργίας σε ποσοστό 50% των μελών τους.
4) Διαιτησία – μεσολάβηση
Προβλέπεται ότι μέχρι τον Δεκέμβριο του 2017 θα πρέπει να υποβληθεί έκθεση από ανεξάρτητους νομικούς εμπειρογνώμονες για τον ρόλο της μεσολάβησης και της διαιτησίας στις συλλογικές διαπραγματεύσεις. Στη συνέχεια η κυβέρνηση, κατόπιν συνεννόησης με τους κοινωνικούς εταίρους, θα πρέπει να επανεξετάσει μέχρι τον Φεβρουάριο του 2018 το ισχύον θεσμικό πλαίσιο της μεσολάβησης και διαιτησίας. Έπειτα, λαμβάνοντας υπόψη την ανεξάρτητη νομική έκθεση, η κυβέρνηση θα πρέπει να εφαρμόσει όλα τα αναγκαία μέτρα μέχρι τον Μάρτιο του 2018, σε διαβούλευση με τους «θεσμούς» και σε συμφωνία με το Συμβούλιο της Επικρατείας.