Η αποδόμηση της κοινωνικής ασφάλισης στην Ελλάδα
Έτσι, η συνολική μείωση των συντάξεων κατά την περίοδο 2010-2019 θα ανέλθει στο 65%-70%, χωρίς ταυτόχρονα να λύνεται το οικονομικό και χρηματοδοτικό πρόβλημα της κοινωνικής ασφάλισης στη χώρα μας.
Επιπλέον, οι δανειστές επιδιώκουν και επέβαλαν στις ελληνικές κυβερνήσεις τη θεσμική και κοινωνικοασφαλιστική αποδόμηση της κοινωνικής ασφάλισης στην Ελλάδα, με τη μετάλλαξη της συλλογικής αντιμετώπισης του κινδύνου του γήρατος, της ασθένειας, κ.λπ., σε ατομική, υιοθετώντας σε πρώτη φάση το σύστημα της νοητής κεφαλαιοποίησης στην επικουρική ασφάλιση (ατομικοί λογαριασμοί – ιδιωτικοποιημένη ασφάλιση) και ενδεχομένως σε δεύτερη φάση, στο μέλλον, με όρους μιας ρηχής και επιφανειακής τεχνικής – επιστημονικής προσέγγισης να επιλεγούν, ως μηχανισμός αντιμετώπισης των ελλειμμάτων, οι περαιτέρω περικοπές των κύριων συντάξεων διαμέσου της υιοθέτησης του συστήματος της νοητής κεφαλαιοποίησης.
Από την άποψη αυτή, είναι φανερό ότι ο κεντρικός στόχος των Μνημονίων στην κοινωνική ασφάλιση, όπως προκύπτει εκ του αποτελέσματος, συνίσταται, μεταξύ άλλων, στον ποσοτικό και ποιοτικό περιορισμό του πεδίου του συστήματος κοινωνικής προστασίας στο όριο της φτώχειας και στη μεταφορά, κατά βάση, της χρηματοδότησης των κοινωνικοασφαλιστικών κινδύνων στον ασφαλισμένο, τον συνταξιούχο και τον ασθενή. Είναι ιδιαίτερα χαρακτηριστικό στοιχείο, στις μέρες μας, η αυξανόμενη προσφυγή, κατά την τελευταία πενταετία, παρά τη μείωση των εισοδημάτων, στην ιδιωτική ασφάλιση υγείας.
Παράλληλα, αξίζει να σημειωθεί ότι, σύμφωνα με πρόσφατη έρευνά μας, η ενδεχόμενη επέκταση του συστήματος της νοητής κεφαλαιοποίησης και στην κύρια σύνταξη, που θα σημαίνει πλήρως θεσμοποιημένη αποδόμηση και ιδιωτικοποιημένη λειτουργία (ατομικοί λογαριασμοί) της κοινωνικής ασφάλισης, θα προκαλέσει σημαντικό κόστος στους κρατικούς προϋπολογισμούς της χώρας μας, κατά τα επόμενα έτη, ύστερα από μία δεκαετία (2010-2020) φορολογικών επιβαρύνσεων των ελλήνων φορολογουμένων, καθώς και στις γενιές της μετάβασης από το σημερινό στο νέο σύστημα της εξατομικευμένης ασφάλισης.
Το κόστος μετάβασης (λαμβάνοντας υπόψη ότι η κρατική συμμετοχή θα περιορίζεται σε 12,5 δισ. ευρώ {7% του ΑΕΠ} για τη χρηματοδότηση μόνο της εθνικής σύνταξης, αντί των 18 δισ. ευρώ σήμερα, όπως απαιτούν οι δανειστές), προκειμένου να καλυφθούν οι συντάξεις των σημερινών συνταξιούχων και τα δεδουλευμένα δικαιώματα της σημερινής γενιάς ασφαλισμένων, θα πρέπει είτε να χρηματοδοτηθεί από το κράτος με επιχορήγηση της τάξης των 120-150 δισ. ευρώ τα επόμενα 15 έτη είτε η σημερινή γενιά των ασφαλισμένων να καταβάλει εισφορές από τις οποίες θα λάβει παροχές που θα αντιστοιχούν στο 50%-60% των εισφορών που θα έχουν καταβάλει κατά τη διάρκεια του εργασιακού τους βίου. Η λανθασμένη αυτή, τεχνικά και επιστημονικά, προοπτική της κοινωνικής ασφάλισης στην Ελλάδα έγκειται στο γεγονός της θεώρησης ότι το κεφαλαιοποιητικό σύστημα και οι ατομικοί λογαριασμοί των ασφαλισμένων υπερέχουν του διανεμητικού συστήματος, δεδομένου ότι δεν υπόκεινται, μεταξύ των άλλων, στον κίνδυνο της γήρανσης του πληθυσμού ή στον κίνδυνο της επέκτασης των ευέλικτων μορφών απασχόλησης του εργατικού δυναμικού, στους οποίους υπόκειται το διανεμητικό σύστημα.
Από την άποψη αυτή αξίζει να σημειωθεί ότι, σύμφωνα με πρόσφατη έρευνά μας, οι ευέλικτες μορφές απασχόλησης (μερική και εκ περιτροπής) στην Ελλάδα προκαλούν έλλειμμα στην κοινωνική ασφάλιση, από την καταβολή μειωμένων εισφορών λόγω χαμηλών εισοδημάτων, της τάξης των 2,4 δισ. ευρώ κατά μέσο όρο τον χρόνο.
Επιπλέον, θα πρέπει να σημειωθεί ότι μόνο από τη γήρανση του πληθυσμού, για να διατηρηθεί το όριο των συνταξιοδοτικών δαπανών στο 16% του ΑΕΠ (ν. 4387/2016) κατά την περίοδο 2016-2055, εκτιμάται ότι θα πρέπει να μειωθούν οι συντάξεις κατά περίπου 22% σε σχέση με το σημερινό επίπεδο.
Εάν ληφθεί υπόψη η απώλεια εσόδων που προκαλείται από τις ευέλικτες μορφές απασχόλησης (μερική και εκ περιτροπής), τότε εκτιμάται ότι θα υπάρξει μια επιπλέον μείωση των συντάξεων κατά 33% την περίοδο 2016-2055.
Κατά συνέπεια, για να μην αποτελέσουν στο μέλλον, όπως στο άμεσο παρελθόν, οι διαδοχικές περικοπές των συντάξεων δομικό χαρακτηριστικό του κατʼ ευφημισμόν συστήματος κοινωνικής ασφάλισης στη χώρα μας, θα πρέπει η ελληνική οικονομία να προσανατολισθεί και να προσηλωθεί σχεδιασμένα και μεθοδικά στην αύξηση του ΑΕΠ, με μέσο ετήσιο ρυθμό μεταβολής που να προσεγγίζει το 5,7%-6,2%.
Να σημειωθεί ότι μόνο λόγω της γήρανσης του πληθυσμού εκτιμάται ότι απαιτείται ετήσιος ρυθμός μεταβολής του ΑΕΠ ίσος με 3,5%-4%.Τα ευρήματα αυτά, μεταξύ των άλλων, αποδεικνύουν ότι η πραγματική διαφορά του κεφαλαιοποιητικού και του διανεμητικού συστήματος επικεντρώνεται στις μακροοικονομικές επιδράσεις του κάθε συστήματος στη συνολική λειτουργία της ελληνικής οικονομίας και στην ορθότερη κατανομή των πόρων στην κοινωνία, γεγονός που επιτυγχάνεται αποτελεσματικά με το διανεμητικό σύστημα. Η παρατήρηση αυτή σημαίνει ότι με το κεφαλαιοποιητικό σύστημα το τελικό αποτέλεσμα είναι η διεύρυνση των οικονομικών και κοινωνικών ανισοτήτων, αφού τα υπό διαχείριση αποθεματικά κεφάλαια καταλήγουν σε αποδόσεις πολυεθνικών επιχειρήσεων.
Έτσι, με αυτά τα δεδομένα και με τις μέχρι σήμερα δυσμενείς επιπτώσεις των μνημονιακών πολιτικών, μεταξύ των άλλων και στην κοινωνική ασφάλιση, τους ασφαλισμένους και τους συνταξιούχους, αναδεικνύεται με τον πιο εύληπτο τρόπο ότι η αποτροπή ολοκλήρωσης της αποδόμησής της απαιτεί, κατά βάση, τη μετάβαση της ελληνικής οικονομίας σε δυναμικές συνθήκες ανάκαμψης και ανάπτυξης και όχι τη μετάλλαξή της σε φθηνό υπεργολαβικό σχηματισμό των ανεπτυγμένων χωρών και των επιχειρήσεών τους, στο πλαίσιο του μοντέλου των πολλαπλών ταχυτήτων στην Ευρωπαϊκή Ένωση ή σε περιφερειακό κέντρο εγκατάστασης των μεγαλύτερων πολυεθνικών επιχειρήσεων που δραστηριοποιούνται στην Ανατολική Μεσόγειο και τα Βαλκάνια.
Επιπλέον, απαιτεί ολιστικό, έγκυρο και τεκμηριωμένο επανασχεδιασμό και επανεξέταση του συστήματος κοινωνικής προστασίας τόσο στο επίπεδο των παρεχόμενων υπηρεσιών του όσο και στο επίπεδο της οικονομικής και χρηματοδοτικής του βάσης.
Διαφορετικά, η περαιτέρω ποσοτική και ποιοτική επιδείνωση των παρεχόμενων υπηρεσιών του θα αποτελέσει ιδιαίτερο χαρακτηριστικό της ύπαρξης και της λειτουργίας του, με ό,τι αυτό αρνητικά συνεπάγεται για το βιοτικό επίπεδο του ασφαλιστικού και συνταξιοδοτικού πληθυσμού της χώρας μας.