Εθνικοί κίνδυνοι και Παιδεία
Όταν η ίδια πολιτική ηγεσία αμφισβητεί ανοικτά διεθνείς Συνθήκες, το Διεθνές Θαλάσσιο Δίκαιο, τα σύνορα μεταξύ των δύο χωρών και επιδίδεται σε πράξεις αμφισβητήσεώς τους. Όταν η ίδια αναλαμβάνει επί μήνες στρατιωτικές ασκήσεις σε τεράστιες γεωγραφικές περιοχές του Αιγαίου και προβάλλει χάρτες για δήθεν «δικαιώματα» της Τουρκίας για έρευνα και διάσωση στο μισό Αιγαίο. Όταν απειλεί ότι δεν θα επιτρέψει στην Κύπρο να συνεχίσει τις έρευνες και την αξιοποίηση του φυσικού της αερίου στην ΑΟΖ της ελεύθερης Κύπρου. Όταν προβάλλει την «αποφασιστικότητά» της να «συμμετάσχει» στην αξιοποίηση των ενεργειακών κοιτασμάτων της Ανατολικής Μεσογείου, σε βάρος, προφανώς της ΑΟΖ της Ελλάδος και της Κύπρου, τότε είναι σαφές ότι η χώρα βρίσκεται μπροστά σε απειλή πολέμου και ότι επιβάλλεται να σημάνει συναγερμό και να κινητοποιηθεί για να αντιμετωπίσει την απειλή.
Ο πρώτος τομέας στον οποίο πρέπει να στρέψει την προσοχή της είναι, προφανώς, η στρατιωτική ετοιμότητα. Είναι γνωστά τα εγκλήματα τα οποία έχουν διαπραχθεί σʼ αυτό τον τομέα, με αποτέλεσμα να στερείται η χώρα σήμερα μέσων και δυνατοτήτων τα οποία μπορούσε να έχει για την άμυνά της. Η κρίση, στην οποία βρίσκεται εδώ και οκτώ χρόνια, έχει επίσης επιδεινώσει δραματικά τους οικονομικούς όρους για την αμυντική της ενίσχυση. Ποιο οικονομικό όμως μέγεθος και ποια οικονομική σκοπιμότητα θα μπορούσαν να αντισταθμίσουν τον κίνδυνο μιας εθνικής απώλειας;
Η χώρα, ανεξάρτητα από την οικονομική κατάσταση, πρέπει να βρει τρόπους για να ενισχύσει άμεσα την άμυνά της στον βαθμό που το απαιτούν οι αδήριτες ανάγκες μιας αποτελεσματικής αποτροπής και ισορροπίας. Η παρεμβολή της «τρόικας» στον καθορισμό της αμυντικής πολιτικής της χώρας και στο ύψος των αμυντικών δαπανών είναι απαράδεκτη, γιατί η εθνική άμυνα, με βάση το άρθρο 346 της Συνθήκης της Λισαβόνας, είναι εθνική αρμοδιότητα και εξαιρείται από την ελεύθερη Ευρωπαϊκή αγορά.
Θα πει κανείς ότι όταν δεν υπάρχουν χρήματα, είναι μικρή η σημασία οποιουδήποτε άρθρου και οποιασδήποτε εθνικής θελήσεως. Εάν σωζόταν η χώρα με ένα ή δύο δισ. από αμυντικές περικοπές, η διακινδύνευση θα είχε ενδεχομένως νόημα. Ο καθένας όμως γνωρίζει ότι τα πράγματα δεν είναι έτσι και ότι, αντιθέτως, μια ενδεχόμενη αρπαγή από την Άγκυρα Ελληνικών νησιών και μεγάλης ΑΟΖ της Ελλάδος και της Κύπρου δεν αντισταθμίζονται από καμιά άλλη σκοπιμότητα και κακώς νοούμενη οικονομία.
Συναφής με την αμυντική ετοιμότητα είναι η παράλληλη διπλωματική δράση. Η ολομέτωπη Τουρκική επίθεση κατά της διεθνούς νομιμότητας και η απροκάλυπτη εκδήλωση επεκτατικής πολιτικής δεν αφορά μόνο την Ελλάδα. Όσο και αν φαίνεται να είναι μακριά η Διακήρυξη του Ελσίνκι για το αμετάβλητο των συνόρων στην Ευρώπη, ο αναβρασμός που υπάρχει στα Βαλκάνια δείχνει σαφώς ότι η εγκατάλειψη βασικών αρχών, που εγγυήθηκαν τη σταθερότητα και την ειρήνη στην Ευρώπη, μπορεί να απελευθερώσει αχαλίνωτες δυνάμεις ανατροπών και καταστροφής.
Ειδικότερα σε ό,τι αφορά την Ελλάδα, η διπλωματική της δράση πρέπει να έχει ως στόχο τη συμβολή της στη διαφύλαξη της σταθερότητας και της ειρήνης στην περιοχή. Πρωτίστως, όμως, πρέπει να έχει ως στόχο τη διασφάλιση ερεισμάτων, που να λειτουργούν αποτρεπτικά έναντι των απειλών στην εθνική της ασφάλεια.
Το έργο αυτό γίνεται δύσκολο μέσα στο κλίμα της ανερχόμενης διεθνούς εντάσεως και του ανταγωνισμού μεταξύ των δύο υπερδυνάμεων, ΗΠΑ και Ρωσίας. Οι αρχικές διακηρύξεις του Αμερικανού Προέδρου για την επιδίωξη συνεργασίας με τη Ρωσία επισκιάσθηκαν από τις υποτροπές και τις υπαναχωρήσεις που σημειώθηκαν στη νέα διακηρυγμένη πολιτική. Πυκνώνουν τα σύννεφα στον ουρανό της Μέσης Ανατολής και παραλλήλως ανεβαίνει η ένταση στον άξονα Βαλτικής – Ουκρανίας και στα Βαλκάνια. Μέσα σʼ αυτό το πλαίσιο, η Ελλάδα πρέπει να πορευθεί με ευελιξία αλλά και αποφασιστικότητα σε ό,τι αφορά την υπεράσπιση των ζωτικών της συμφερόντων και την εθνική της ασφάλεια.
Δεν αρκούν όμως μόνο η στρατιωτική ετοιμότητα και η διπλωματική δράση. Καταλυτικής σημασίας είναι πάντα η οικονομική κατάσταση της χώρας και το αδιέξοδο στο οποίο έχει εγκλωβισθεί, με μια πολιτική χωρίς προοπτική και ελπίδα. Ύστερα από οκτώ χρόνια πολιτικής λιτότητας, εσωτερικής υποτιμήσεως, φτωχοποιήσεως και υποβαθμίσεως, οι ελπίδες είναι από αναιμικές μέχρι ανύπαρκτες. Για όποιον θέλει να δει κατάματα την αλήθεια, το αδιέξοδο αυτό δεν εξηγείται μόνο με την εσωτερική κακοδαιμονία. Έχει, δυστυχώς, πολύ βαθύτερες ρίζες, που συνδέονται με τον εγκλωβισμό της χώρας σε μια δήθεν Ευρωπαϊκή κοινή αγορά, που έγινε όμως παγκόσμια, και σε μια δήθεν Ευρωπαϊκή Ένωση, που έγινε μόνο Ένωση αγορών και όχι μόνο Ευρωπαϊκών. Η χώρα, κάτω από τις συνθήκες αυτές, έχασε κάθε έλεγχο πάνω στο πεπρωμένο και την πορεία της. Το ερώτημα είναι αμείλικτο. Μπορεί και πρέπει η Ελλάδα να συνεχίσει μοιρολατρικά μια αδιέξοδη πορεία, που την οδηγεί, στο όνομα δήθεν της Ευρώπης, στον Τρίτο Κόσμο;
Η κατάσταση αυτή βαραίνει αφάνταστα και στην πλάστιγγα της εθνικής της ασφάλειας. Ο Τουρκικός επεκτατισμός, παρʼ όλα τα προβλήματα της Άγκυρας, εσωτερικά και εξωτερικά, βλέπει στην Ελληνική οικονομική αδυναμία ένα «παράθυρο ευκαιρίας». Είναι γιʼ αυτό επείγον η Ελλάδα να βρει διεξόδους και να φύγει από το σταυροδρόμι των αμφιβολιών για το δέον γενέσθαι.
Υπάρχει, όμως, δυστυχώς, και ένα άλλο μεγάλο πρόβλημα, που είναι αυτοδημιούργητο κακό, και έχει σχέση με ανεδαφικές ιδεοληψίες και με τα ιδεολογήματα ειδικότερα της παγκοσμιοποίησης. Τα τελευταία εμφανίζονται με τον μανδύα του προοδευτισμού, του διεθνισμού, της πολυπολιτισμικότητας, της Αριστεράς, του αντιρατσισμού και του κοσμοπολιτισμού.
Εάν δεχθεί κανείς ότι τα ιδεολογήματα αυτά έχουν πράγματι την υπόσταση που διακηρύσσουν, πρέπει να δεχθεί τότε ότι η παγκοσμιοποίηση, από την οποία εκπορεύονται, είναι μια πολύ «προοδευτική» και «αριστερή» υπόθεση και όχι η Νέα Τάξη, που προωθούν η Διεθνής του χρηματιστικού κεφαλαίου, των πολυεθνικών και οι προαγωγοί της Παγκόσμιας Διακυβερνήσεως.
Εάν τα ιδεολογήματα αυτά διακινούνταν απλώς στον χώρο των ιδεών, το πρόβλημα θα ήταν μικρό, γιατί ο κοινός νους θα τα απέρριπτε και θα τα έθετε στο περιθώριο. Στη σημερινή όμως περίπτωση τα πράγματα είναι πολύ διαφορετικά. Έρχεται το ίδιο το κράτος και χρησιμοποιεί την κρατική εξουσία για να τα επιβάλει στον Ελληνικό λαό ως επίσημη ιδεολογία. Υπήρξαν προσπάθειες και μεθοδευμένες πολιτικές από την εποχή Σημίτη και Γιώργου Παπανδρέου. Η πολιτική αυτή συνεχίσθηκε και επί Νέας Δημοκρατίας. Χρειάσθηκε ισχυρή πίεση από τον τότε πρωθυπουργό Κώστα Καραμανλή στην υπουργό Παιδείας Γιαννάκου για να αποσύρει το βιβλίο Ιστορίας της Στʼ Δημοτικού της Μαρίας Ρεπούση.
Αυτό όμως που γίνεται σήμερα είναι κυριολεκτικά ανήκουστο και απίστευτο. Μετά τη σύντομη θητεία του κ. Φίλη, ο νέος υπουργός Παιδείας Γαβρόγλου επιδίδεται, με συστηματική μεθοδολογία και περιβαλλόμενος από μια φανατική ομάδα γνωστών εθνοαποδομητών, σʼ ένα κυριολεκτικό ξεθεμελίωμα της Ελληνικής Παιδείας και της Ελληνικής Ιστορίας.
Είναι απίστευτο, όταν η χώρα αντιμετωπίζει απειλή πολέμου στα σύνορά της, οι ιθύνοντες στο υπουργείο Παιδείας να επιδίδονται σε μια τέτοια ανόσια πολιτική, που υποσκάπτει την εθνική συνείδηση, την εθνική ταυτότητα και το εθνικό φρόνημα του λαού της χώρας, παραβιάζοντας το Σύνταγμα και τη θέληση της συντριπτικής πλειοψηφίας του Ελληνικού λαού.