Ρύθμιση του χρέους και δημοσιονομική πειθαρχία

Οι πιστωτές μιας χώρας, ιδιαίτερα μέσα σε μια χρηματοπιστωτική κρίση, σταματούν να τη δανείζουν και ζητούν περισσότερες εγγυήσεις. Οι εγγυήσεις για τις -μέχρι εκείνη τη στιγμή- δανειοδοτήσεις διατυπώνονται είτε υπό τη μορφή Μνημονίων είτε υπό τη μορφή αποκλεισμού από τις αγορές. Βασική υποχρέωση όλων των κρατών είναι να έχουν εξασφαλίσει τα χρέη και την εξυπηρέτησή τους. Οφείλουν να εξασφαλίζουν την αποπληρωμή των τοκοχρεολυσίων και ταυτόχρονα, ως κυβερνήσεις, να χορηγούν τις αντίστοιχες εγγυήσεις μιας αξιόπιστης οικονομικής πολιτικής. Και σʼ αυτήν την περίπτωση ισχύει ότι η «γυναίκα του Καίσαρα δεν αρκεί να είναι τίμια, πρέπει και να φαίνεται τίμια».

Προσοχή, τις εγγυήσεις δεν τις αναλαμβάνουν οι συγγενείς και οι φίλοι αλλά το ίδιο το έθνος. Η συγκεκριμένη αξιόπιστη θέση μιας κοινωνίας, όπως αυτή εκφράζεται από τις κυβερνήσεις της, ονομάζεται δημοσιονομική πειθαρχία. Οι κυβερνήσεις, και προφανώς δεν αναφερόμαστε σε κάποια πολιτικά κόμματα αλλά σε όλα, οφείλουν να παρέχουν αυτήν την εγγύηση στους πιστωτές, αν θέλουν να είναι εθνικά ανεξάρτητα. Η δημοσιονομική, όπως και η εισοδηματική, πειθαρχία εκφράζει την πάγια αρχή των οικονομικών, που απαιτεί να είναι αξιόπιστη κάθε οικονομική οντότητα. Οι οικονομικές σχέσεις θεμελιώνονται και λειτουργούν αποκλειστικά και μόνο με βάση την αρχή της αξιοπιστίας. Δεν κάνει κανένας συναλλαγές αν δεν εμπιστεύεται τον συναλλασσόμενό του (πλην του ληστή).

Μα, πώς είναι δυνατόν ένα κράτος, μια κοινωνία να είναι αναξιόπιστα; Δυστυχώς, ιδιαίτερα ένα κράτος έχει μεγαλύτερη πιθανότητα να είναι αναξιόπιστο. Η αρχή «δεν πληρώνω, δεν πληρώνω» μπορεί να ισχύει σε κάποιον βαθμό για τα άτομα, αλλά πάντοτε υπάρχουν ευθύνες, αστικές και ποινικές. Για ένα κράτος, όμως, η εθνική κυριαρχία και ο άπειρος χρόνος ζωής του καθιστούν πολύ πιθανή την κρατική αφερεγγυότητα. Για παράδειγμα η χώρα μας: Όλοι συμφωνούμε ότι το Ελληνικό Δημόσιο δανείστηκε περισσότερο από τις δυνατότητές του. Κανείς όμως δεν προσδιορίζει ποιες ήταν και είναι οι δυνατότητές του για μια αξιόπιστη εξασφάλιση των δανείων του.

Όταν λοιπόν αναφερόμαστε σε ρύθμιση του χρέους, τείνουμε να παραγνωρίζουμε τη βασική ερώτηση: Τι ποσοστό του χρέους είναι εξασφαλισμένο από τις δυνατότητες της οικονομίας και της παραγωγής; Θα μπορούσε κάποιος, για παράδειγμα, να πει ότι αφού το συνολικό δημόσιο χρέος είναι 320 δισ. και η συνολική παραγωγή είναι 180 δισ., αν ζούσαμε σε μια σοσιαλιστική κοινωνία με κρατική ιδιοκτησία των μέσων παραγωγής, ας μοιράζαμε ως εισοδήματα τα 80 δισ. τον χρόνο και ας αποπληρώναμε το χρέος σε τρία χρόνια. Κάποιος άλλος θα έλεγε, ας πουλήσουμε όλη την κινητή και ακίνητη περιουσία του Δημοσίου και το υπόλοιπο ας εξυπηρετηθεί από το δημοσιονομικό πλεόνασμα. Οι λύσεις χρονικά είναι ισοδύναμες.

Η έννοια, λοιπόν, «ρύθμιση του χρέους» περνάει μέσα από τη φερεγγυότητα του εκάστοτε Δημοσίου να εξασφαλίσει τους πιστωτές. Οι δύο ακραίες προηγούμενες λύσεις εκφράζουν μια κοινή θέση: Αποπληρώνω, ως Δημόσιο, σε μικρό χρονικό επίπεδο και ξαναρχίζω από το μηδέν.

Η έννοια της δημοσιονομικής πειθαρχίας αποτελεί τη μέση λύση. Όπως κάθε δανειζόμενος, ακόμη περισσότερο το Δημόσιο δεν μπορεί να συμπεριφέρεται ως απείθαρχος στρατηγικός κακοπληρωτής. Άλλο αδυναμία πληρωμής και αναδιάρθρωση του χρέους κι άλλο «ουκ έχειν λαμβάνειν εκ του έχοντος». Στην παγκοσμιοποιημένη οικονομία δεν υπάρχει το «μολών λαβέ» ή -καλύτερα- δεν γίνεται αποδεκτό από κανέναν. Για κάθε αποπληρωμή που έχει διαταραχθεί από μια κρίση χρειάζεται αναδιάρθρωση και για κάθε αναδιάρθρωση προέχει η αξιοπιστία και η δημοσιονομική πειθαρχία. Χωρίς πειθαρχία δεν υπάρχει ανάκτηση της αξιοπιστίας ενός κατʼ αρχήν αφερέγγυου κράτους. Χωρίς πειθαρχία δεν υπάρχει διάλογος με έναν στρατηγικό κακοπληρωτή, είτε είναι κράτος είτε ιδιώτης. Ιδιαίτερα μάλιστα όταν ο αφερέγγυος τη μια στιγμή συμφωνεί και την επομένη, με δάκρυα στα μάτια, προφασίζεται ότι δεν μπορεί να εκτελέσει αυτά που συμφώνησε και απαιτεί αναδιαπραγμάτευση.

Η σχέση μεταξύ δημοσιονομικής πειθαρχίας και ανάκτησης της φερεγγυότητας διαβάζεται με συγκεκριμένες ενέργειες της κυβέρνησης. Οφείλει να συρρικνώσει τις τρέχουσες δαπάνες της, περιορίζοντάς τις, χωρίς σπατάλες, στο αποτελεσματικότερο επίπεδο κοινωνικών παροχών, να βελτιώσει την αποτελεσματικότητα στη διαχείριση των πλουτοπαραγωγικών πόρων της, ώστε να αποδίδουν τα μέγιστα και να μην αργούν ή να δημιουργούν ζημίες και να εισπράττει δίκαια τους φόρους που έχει επιβάλει για να καλύψει τις κοινωνικές παροχές. Η αρχή της δημοσιονομικής πειθαρχίας αποτελεί το ειλικρινέστερο αντίμετρο της κοινωνικής δικαιοσύνης. Δεν μπορεί ο συνταξιούχος ή ο άνεργος από τις φτωχογειτονιές των μεγάλων αστικών κέντρων να πασχίζει να πληρώσει το ηλεκτρικό του για να επιδοτεί την παροχή ρεύματος στα air conditions της Μυκόνου…

Και αυτό δεν είναι λαϊκισμός, είναι κοινωνική δικαιοσύνη.

Σε τι διαφέρει -ειλικρινά σε τι- όταν το Ελληνικό Δημόσιο διαγράφει χρέος μιας επιχείρησης από λαθρεμπορία και την ίδια στιγμή ζητάει ρύθμιση ή ακόμη και διαγραφή χρέους από τους δανειστές και εταίρους του για να μην τινάξει τη νομισματική ισορροπία στον αέρα. Κι αν η διαγραφή δικαιολογείται ως «κοινωνική αλληλεγγύη προς τους καπνοπαραγωγούς της περιοχής», πώς δικαιολογείται η «εκτεταμένη ανικανότητα για πάταξη της φοροδιαφυγής» με υπόθαλψη του «δεν πληρώνω, δεν πληρώνω»;

Φτάσαμε στο τέλος μιας χαμένης δεκαετίας. Μιας δεκαετίας που βίασε την έννοια της κοινωνικής αλληλεγγύης, με αντιστάθμισμα την αέναη μετάθεση των ευθυνών με ανειλικρίνεια και πολιτική σκοπιμότητα. Ήρθε η στιγμή να σταματήσουμε να εκμεταλλευόμαστε, μέσω της δημόσιας οικονομίας, τα άπειρα πρόσωπα του πολιτικού κόστους και του στιγμιαίου καιροσκοπισμού.

Αντιληφθήκαμε πόσο αναγκαία είναι η αποδοχή της δημοσιονομικής πειθαρχίας. Αντιληφθήκαμε πόσο αναίτιο είναι να κοροϊδεύουμε τους εαυτούς μας συζητώντας πώς θα αποφύγουμε το 1ο ή το 2ο ή το 3ο ή το 4ο Μνημόνιο. Αντιληφθήκαμε ότι χωρίς αξιοπιστία και κοινούς κανόνες δεν μπορούμε να υπάρχουμε σε μια αλληλέγγυα, και με κοινό νόμισμα, δημοκρατική κοινοπολιτεία. Αντιληφθήκαμε ότι αν δεν οικειοποιηθούμε όχι μόνο πρακτικά και με δάκρυα στα μάτια, αλλά ιδεολογικά τις αρχές της δημοσιονομικής πειθαρχίας και της κοινωνικής αλληλεγγύης σε επίπεδο γενεών (εμείς και τα παιδιά μας), δεν μας θέλουν για ισότιμους εταίρους στην Ευρωζώνη.

Ήρθε η στιγμή να εφαρμόσουμε έμπρακτα συγκεκριμένες πολιτικές, οι οποίες: 1. Θα εξασφαλίζουν τη δημοσιονομική αξιοπιστία (το Δημόσιο δεν επιτρέπεται να είναι αναξιόπιστο και ελλειμματικό) 2. Θα προστατεύουν την πιστωτική ευστάθεια (το τραπεζικό σύστημα προστατεύει τις αποταμιεύσεις μας) 3. Θα δημιουργούν συνθήκες ελεύθερης ιδιωτικής ανάπτυξης, ανταγωνιστικότητας και επενδύσεων (πριν παρέμβουμε για να στηρίξουμε ως κράτος τους αδύνατους, ας αξιολογήσουμε τις ικανότητες πολιτών και επιχειρήσεων στον ανταγωνισμό). 4. Θα στηρίζουν ένα σύγχρονο κράτος και μια αποτελεσματική δημόσια διοίκηση, ικανή να παρέχει ποιοτικά δημόσια αγαθά και όχι να διαχειρίζεται το πολιτικό όφελος από τις παροχές της ΕΕ.

Η στιγμή απαιτεί ενέργειες, που να διατυπώνονται με κατανοητό και όχι ασαφή πολιτικό λόγο, και θέσεις, που ιδεολογικά να ταυτίζονται με την ευρωπαϊκή κοινή λογική, ενισχύοντας αρχές, νόρμες και θεσμούς φιλελεύθερης δημοκρατικής ηθικής.


Σχολιάστε εδώ