Μπροστά στον νέο διπολισμό… Με τις κοινωνίες απούσες

Οι εξελίξεις αυτές επέφεραν την πλήρη ανατροπή των συσχετισμών υπέρ των δυνάμεων της οικονομίας, που κατέλαβαν θέση στο μέλλον της εξέλιξης και την περιέλευση των κοινωνιών σε κατάσταση πολιτικής αδυναμίας, με ό,τι αυτό συνεπάγεται για την ελευθερία και την ευημερία τους. Συγχρόνως όμως επισημαίνεται μια εμμονή στις παραστάσεις, στις αξίες και στο σύστημα της εποχής του Διαφωτισμού, με την επισήμανση ότι η επίλυση των προβλημάτων οφείλει να γίνει στο πλαίσιο του παρόντος κοινωνικοοικονομικού και πολιτικού συστήματος, δηλαδή με τους όρους και τους συσχετισμούς που ανέδειξε η εποχή της εξόδου των δυτικών κοινωνιών από τη φεουδαρχία.

Η αντίφαση αυτή μεταξύ της δυναμικής της εξέλιξης και της εμμονής σε αξίες, θεσμούς και ιδέες του 18ου αιώνα εξηγεί γιατί οι παραδοσιακές ιδεολογίες του κλασικού φιλελευθερισμού και σοσιαλισμού εστάλησαν ήδη στα αζήτητα της ιστορίας, ενώ στη θέση τους εγκαταστάθηκε ένας νέος ιδεολογικός και πολιτικός διπολισμός, που αντιθέτει αφενός τις πολιτικές δυνάμεις που διακινούν το συμφέρον των νέων ηγεμόνων του κόσμου (του χρηματοπιστωτικού συστήματος και του εμπορίου μεγάλης κλίμακας) και αφετέρου των δυνάμεων που μετέρχονται έναν αντισυμβατικό, συνήθως καταγγελτικό πολιτικό λόγο, επιχειρώντας ωστόσο να αναβιώσουν από την τέφρα του τον κλασικό φιλελευθερισμό, που ηγεμόνευε έως τη δεκαετία του 1980 και συμβόλιζε η έννοια της πολιτικής κυριαρχίας του κράτους-έθνους.

Έχει ενδιαφέρον να προσεχθεί ότι οι δυνάμεις που διακινούν το συμφέρον των αγορών είναι βασικά εκείνες που μέχρι πρόσφατα επαγγέλονταν τον φιλελευθερισμό και εκείνες που διακινούσαν τον μη δογματικό σοσιαλισμό ή τη σοσιαλδημοκρατία. Οι δυνάμεις αυτές της Νεοδεξιάς και της Νεοαριστεράς διαφοροποιούνται μεταξύ τους μόνο σε ειδικότερες αποχρώσεις και προτεραιότητες του σκοπού των αγορών. Η Νεοδεξιά, για παράδειγμα, πιο συντηρητική, συντάσσεται περισσότερο με την ελεύθερη διακίνηση του κεφαλαίου και των υπηρεσιών, επιδιώκοντας επίσης μια συντεταγμένη διαχείριση της ελεύθερης κινητικότητας της εργασίας. Η Νεοαριστερά, αντιθέτως, πιο προχωρημένη, χωρίς να αντιτείνει στο επιχείρημα της ελεύθερης διακίνησης του κεφαλαίου, κ.λπ., προκρίνει ως προτεραιότητα την ιδέα των ανοιχτών συνόρων και εντέλει την ελεύθερη διακίνηση της εργασίας.

Θα έλεγα ότι ο προνομιακός εναγκαλισμός της Νεοαριστεράς από τους ηγήτορες των αγορών έχει ιστορικό βάθος, καθώς είναι απότοκος του γεγονότος ότι η Αριστερά υπήρξε σταθερά, στη νεωτερικότητα, παρακολούθημα του φιλελευθερισμού. Υιοθέτησε το σύστημά του, θα έλεγα επίσης τη λογική του, διαφοροποιούμενη μόνο ως προς τις προτεραιότητες του εκλογικού της ακροατηρίου. Συγχρόνως, με την εξάλειψη και της διαφοράς αυτής, από τη δεκαετία του 1980, η Αριστερά, μεθαρμοσμένη σε Νεοαριστερά, μεταβλήθηκε σε ιδεολογικό μέντορα του (ολιγαρχικού) πολιτικού συστήματος του Διαφωτισμού και συγχρόνως σε σημαιοφόρο στην πρωτοπορία του σκοπού των αγορών σε ό,τι αφορά την αποδόμηση της σχέσης εργασίας και κεφαλαίου. Για τις αγορές, η Νεοαριστερά είναι επομένως κατάλληλα τοποθετημένη να διαχειρισθεί εν ειρήνη την αρμόζουσα προσαρμογή του εσωτερικού κοινωνικοπολιτικού περιβάλλοντος στον σκοπό τους. Όντως, η προτεραιότητα στην ελεύθερη κινητικότητα της εργασίας προσφέρει στις αγορές τη δυνατότητα να μεταβάλλουν τις χώρες της πρωτοπορίας σε χωματερή του παγκόσμιου καπιταλισμού/ιμπεριαλισμού, το πλεονέκτημα της εκτόνωσης των κοινωνικών εντάσεων στις χώρες της περιφέρειας και συγχρόνως τη μεγίστη συμβολή της στη μεταβολή της εργασίας των πολιτών του κέντρου από σχέση δημοσίου δικαίου σε εργασία-εμπόρευμα.

Από την άλλη, η μεταβολή της Νεοαριστεράς σε ιδεολογικό μέντορα της βαθιά ολιγαρχικής Πολιτείας που γέννησε ο Ευρωπαϊκός Διαφωτισμός, την οποία προστρέχει να ενδύει με δημοκρατικό μανδύα, προσφέρει ένα άνευ προηγουμένου συγκριτικό πλεονέκτημα στις δυνάμεις των αγορών. Οι δύο αυτές επιλογές της Νεοαριστεράς αποτελούν εντέλει τους πυλώνες της αντιδραστικής της προσημείωσης, καθώς σʼ αυτές εδράζεται η δυνατότητα των αγορών να επιβάλλουν την ηγεμονία τους στις κοινωνίες.

Η οβιδιακή αυτή ιδεολογική μετατόπιση των κλασικών πολιτικών δυνάμεων και η συστέγασή τους στο διατακτικό των αγορών δεν έχει επομένως το ανάλογό τους σε ένα σχέδιο που θα απέβλεπε στη μετάβαση και των κοινωνιών στο μέλλον. Έχει ενδιαφέρον να προσεχθεί ότι η Νεοδεξιά και η Νεοαριστερά αυτοπροσδιορίζονται ως προς την ιδεολογική τους σήμανση, όχι δυνάμει της σχέσης τους με την εθνική κοινωνία αλλά με τα συμβαίνοντα στο διακρατικό περιβάλλον. Εξ ου και οι δύο αυτές πολιτικές δυνάμεις αντιμετωπίζουν την εθνική κοινωνία ως δυνάμει αντίπαλο, συστεγασμένες κάτω από την ίδια αγωνία να κατακρατήσουν τις κοινωνίες δέσμιες του αξιακού και πολιτικού περιβάλλοντος του 18ου αιώνα, ώστε να μην αποτελούν εμπόδιο στους αγοραίους μαιανδρισμούς τους. Αξίζει ως προς αυτό να προσέξουμε τη σημειολογία των ιδεολογικών συμβολισμών με την οποία επενδύουν τον πολιτικό λόγο των αντιπάλων τους. Ακροδεξιά δεν είναι πια η ναζιστική συνιστώσα του Μεσοπολέμου ή οι μεταπολεμικές αυταρχικές της διακτινώσεις, αλλά οι αντισυμβατικές δυνάμεις που επικαλούνται την αναβίωση του κλασικού φιλελευθερισμού. Ομοίως, η πολιτική ρητορική που αξιολογεί τον πολιτικό λόγο του αντιπάλου στοχοποιεί το περιεχόμενό του αναλόγως ως εθνικιστικό ή λαϊκιστικό ή και τα δύο, δηλαδή ως εθνολαϊκιστικό. Εάν προσέξει κανείς τη σημειολογία του περιεχομένου που αποδίδεται στους όρους αυτούς διαπιστώνει αβίαστα ότι ούτε ο εθνικισμός ορίζεται με τους όρους του 19ου αιώνα ούτε ο λαϊκισμός ως το εγχείρημα της καταδολίευσης της γνώμης και του συμφέροντος των κοινωνιών. Στον αντίποδα, επιδιώκεται η ενοχοποίηση της εθνικής ή της κοινωνικής αναφοράς του πολιτικού λόγου και όχι της αποξένωσής του από την εθνική/κοινωνική συλλογικότητα, η οποία άλλωστε τους αναδεικνύει στην εξουσία. Με άλλα λόγια, για τη Νεοδεξιά και τη Νεοαριστερά, τις ομογάλακτες αυτές συνιστώσες του σκοπού της ολιγαρχίας των αγορών, ως εθνικισμός ορίζεται η επίκληση της κοινωνικής συλλογικότητας και ιδίως της αναγωγής της πολιτισμικής έννοιας του λαού σε πολιτική κατηγορία, δηλαδή σε θεσμικό σώμα της Πολιτείας και οπωσδήποτε σε λόγο ύπαρξης της όποιας πολιτικής ή οικονομίας. Ως λαϊκισμός, δε, ορίζεται ό,τι βρίσκεται σε αντίστιξη προς το συμφέρον της κοινωνίας και ιδίως η αναφορά στη συμμετοχή του κοινωνικού σώματος στην Πολιτεία, δηλαδή η μεθάρμοση της εκλόγιμης μοναρχίας, που δολίως την ορίζουν ως δημοκρατία, σε αντιπροσωπευτικό κατʼ ελάχιστον σύστημα. Έτσι, η μομφή του εθνικισμού αποβλέπει στην απαξίωση/ενοχοποίηση της πολιτισμικής συλλογικότητας, τόσο ως επιχειρήματος για την προστασία των δικαιωμάτων της εργασίας ή του συνόλου όσο και ως πολιτικό υπόβαθρο που θα αντιτάξει τη δύναμή του στη δύναμη των αγορών. Με άλλα λόγια, οι πολιτικές δυνάμεις της Νεοδεξιάς και της Νεοαριστεράς δεν αισθάνονται ότι εκπροσωπούν ουσιαστικά τις κοινωνίες τους, ότι οι κοινωνίες τους αποτελούν τον λόγο της ύπαρξής τους, αντιθέτως. Εν ολίγοις, για τις δυνάμεις αυτές η απαλλαγή από τη μομφή του εθνικισμού και του λαϊκισμού (ή εν όλω του εθνολαϊκισμού) συναρτάται από τον βαθμό της εναρμόνισης του εκφέροντος τον πολιτικό λόγο στον λόγο και στο συμφέρον των αγορών.

Όλα δείχνουν ότι τα χρόνια που έρχονται θα ζήσουμε πολύ ενδιαφέρουσες καταστάσεις, διότι το νέο αυτό δίπολο, που οδηγεί τα πράγματα στην Ευρώπη και ευρύτερα στη Δύση, θα τροφοδοτήσει μεν φαινόμενα αντισυμβατικά στο μεσοπρόθεσμο ορίζοντα, θα οδηγήσει όμως σε νέες απογοητεύσεις τις κοινωνικές συλλογικότητες. Διότι αντιβαίνει στον κοινωνικό κανόνα, που διδάσκει ότι η δυναμική της εξέλιξης διαθέτει μια διαλεκτική λογική που κατατείνει στην εξισορρόπηση των αντιθέσεων, που απεχθάνεται, σε τελική ανάλυση, τη διαιώνιση μιας ανισορροπίας στη σχέση μεταξύ ηγεμονίας και ελευθερίας. Η ανατροπή αυτής της σχέσης στις ημέρες μας εναπόκειται να καλλιεργήσει δυναμικές αναταράξεις στο πολιτικό τοπίο, μέχρις ότου οι ίδιες οι κοινωνίες κυοφορήσουν το νέο, έτσι ώστε να εξαναγκάσουν την πολιτική τάξη να εναρμονισθεί με την κατεύθυνση της εξέλιξης. Εξέλιξη που αξιώνει ως προαπαιτούμενο τη μεταβολή του λαού σε κοινωνία των πολιτών, σε πολιτειακό και όχι απλώς σε πολιτικό υποκείμενο της Ιστορίας. Η μεταβολή ακριβώς αυτή προαναγγέλλει την ενσωμάτωση της κοινωνίας των πολιτών, δηλαδή της βούλησής της, ως θεσμού στην Πολιτεία. Είναι προφανές ότι η συμφωνία των σημερινών καθεστωτικών δυνάμεων να εμποδίσουν τις κοινωνίες να μεταβούν στο μέλλον, δηλαδή να μη χειραφετηθούν ώστε να αποκτήσουν θεσμικό πολιτικό λόγο, συγκροτεί στις ημέρες μας την ουσία της καθολικής αντιδραστικής προσομοίωσης τόσο της Δεξιάς όσο και της Αριστεράς. Οι δυνάμεις της προόδου θα είναι εκείνες που θα εναγκαλισθούν το συμφέρον των κοινωνιών και θα τους δείξουν τον δρόμο για τη μετάβασή τους στο μέλλον, δηλαδή σε μια νέα σχέση με την Πολιτεία, που θα τις επαναφέρει στη θέση του ρυθμιστή του σκοπού της πολιτικής. Η αποκατάσταση αυτή των συσχετισμών διέρχεται νομοτελειακά όχι από την εναλλαγή των κομμάτων στην πολιτικά κυρίαρχη εξουσία -όπου οι συντελεστές τους ενσαρκώνουν, δίκην ιδιοκτητών, συνάμα τις ιδιότητες του εντολέα και του εντολοδόχου- αλλά από την απόδοση της ιδιότητας του εντολέα στον φυσικό της φορέα, την κοινωνία. Η πολιτική δύναμη που θα συλλάβει το επαναστατικό αυτό διακύβευμα της εποχής μας και θα οδηγήσει στη μεταβολή της Πολιτείας από εκλόγιμη μοναρχία αυστηρής ολιγαρχικής κοπής στην αντιπροσωπευτική ομόλογή της θα ηγεμονεύσει για πολλές δεκαετίες. Στη νέα αυτή αντιπαράθεση οι δυνάμεις της Νεοδεξιάς, της Νεοαριστεράς και της Νεοακροδεξιάς δεν έχουν θέση, διότι ανήκουν ήδη φύσει στο παρελθόν.

(Σημ.: Το παραπάνω κείμενο είναι απόσπασμα από την τοποθέτησή του στην εκπομπή «Επί του Πιεστηρίου» στο Kontra.)


Σχολιάστε εδώ