«Ο παλιός κόσμος πεθαίνει και ο νέος κόσμος πασχίζει να γεννηθεί, τώρα είναι η εποχή των τεράτων» (Αντ. Γκράμσι)
Κατά τη γνώμη μου, και οι μεν και οι δε έχουν δίκιο. Από τη μια, στο επίπεδο της κρίσης του γαλλικού καπιταλισμού, που αντανακλάται στο σύνολο του πολιτικού συστήματος, είναι παρήγορο ότι η Ακροδεξιά δεν τα σάρωσε όλα. Από την άλλη, είναι απογοητευτικό η γαλλική Αριστερά να είναι τμήμα της κρίσης αντί για ελπίδα λύσης.
Ας τα πάρουμε όμως με τη σειρά. Οι εκλογές κατʼ αρχάς επιβεβαίωσαν την κρίση των παραδοσιακών κομμάτων. Οι Γάλλοι Χριστιανοδημοκράτες, που έχουμε συνηθίσει να τους λέμε Γκολικούς, από τον ιστορικό ηγέτη τους στρατηγό Ντε Γκολ, υπέστησαν σημαντική πολιτική ήττα, αφού ο υποψήφιός τους Φρανσουά Φιγιόν δεν κατόρθωσε να περάσει στον δεύτερο γύρο. Τη θέση τους μοιάζει να παίρνει στο πολιτικό σκηνικό η Ακροδεξιά της Λεπέν. Είναι σίγουρο ότι μεσαία και αγροτικά στρώματα, που αποτελούσαν παραδοσιακό ακροατήριο των χριστιανοδημοκρατικών κομμάτων, έξαλλοι από το γεγονός ότι ενώ πιέζονται από την κρίση οι πολιτικοί τους εκπρόσωποι αδιαφορούν, βρίσκουν καταφύγιο στη ρατσιστική και ξενοφοβική ρητορική της Ακροδεξιάς.
Για τους Γάλλους Σοσιαλδημοκράτες, τους λεγόμενους σοσιαλιστές, η εκλογή δεν ήταν απλά μια ήττα, είναι συντριβή. Ο υποψήφιός τους κ. Αμόν σημείωσε ιστορικό χαμηλό, περνώντας οριακά το 6%. Δεν μπορώ να εκτιμήσω αν αυτή η εξέλιξη αποτελεί τέλος εποχής τύπου ΠΑΣΟΚ στην Ελλάδα, πάντως η κρίση τους είναι πολύ μεγαλύτερη από εκείνη των Χριστιανοδημοκρατών.
Τη θέση τους στο πολιτικό σκηνικό φαίνεται να παίρνει ένας «μεταδημοκρατικός» υποψήφιος, ο κατά πάσα πιθανότητα επόμενος Πρόεδρος κ. Μακρόν. Ο Μακρόν είναι μια απευθείας επιλογή του κεφαλαίου, παρακάμπτοντας τα κόμματα. Μάλιστα, όχι του κεφαλαίου γενικά αλλά του τμήματός του (τράπεζες, υπηρεσίες κ.λπ.) που πιστεύει ότι ο γαλλικός καπιταλισμός μπορεί να ανακτήσει τα ανταγωνιστικά του πλεονεκτήματα μέσα σε ένα παγκοσμιοποιημένο περιβάλλον, αρκεί να εφαρμόσει με συνέπεια και περισσή αναλγησία τη νεοφιλελεύθερη ατζέντα.
Έτσι, στον δεύτερο γύρο συγκρούονται στην ουσία δύο τμήματα της γαλλικής αστικής τάξης. Η βιομηχανική βάση, που προσπαθεί, προσεταιριζόμενη την αγροτιά, να διατηρήσει την ανταγωνιστική της θέση σε ένα περιβάλλον προστατευτισμού, ρατσισμού και ξενοφοβίας (Λεπέν), και το τραπεζικό κεφάλαιο, που πιστεύει ότι ένας γαλλικός καπιταλισμός βασισμένος στις τράπεζες και τις υπηρεσίες έχει μέλλον (Μακρόν). Αμφότερες οι συνταγές είναι καταδικασμένες. Η πολιτική Μακρόν είναι ένα έργο που έχει καταρρεύσει από το 2009 πυροδοτώντας την κρίση. Έχει αποτύχει και ως συνταγή ξεπεράσματος της κρίσης, με χαρακτηριστικότερο παράδειγμα τα ελληνικά Μνημόνια.
Όμως, και η πολιτική της Λεπέν είναι αδιέξοδη. Η προσπάθειά της να περάσει την αποκαθήλωση των εργασιακών σχέσεων μέσα από τη διάσπαση της εργατικής τάξης είναι χαρακτηριστική. Πρότεινε, η αθεόφοβη, 35ωρο μόνο για Γάλλους. Έτσι οι μετανάστες θα έβρισκαν δουλειά σε συνθήκες γαλέρας, ενώ οι Γάλλοι θα τα έβαζαν με τους μετανάστες που τους παίρνουν τις δουλειές, αφού είναι «φθηνότεροι». Το αποτέλεσμα θα ήταν στο τέλος να καταργηθεί το 35ωρο και να δουλεύουν όλοι σε συνθήκες γαλέρας.
Αυτό το αδιέξοδο του γαλλικού καπιταλισμού, όπως αποτυπώνεται στην ατζέντα του Μακρόν και της Λεπέν, δεν κατόρθωσε να εκμεταλλευτεί η γαλλική Αριστερά. Η άτολμη, άχρωμη και υποτονική Αριστερά του Μελανσόν (κάλλιστα θα μπορούσε να λέγεται «Τσιπρόν») προσπαθούσε να πείσει ότι είναι καθωσπρέπει λύση για τη Γαλλία. Το γαλλικό ΚΚ, στην παρακμή του, έχει φτάσει να ζητά υπερψήφιση του Μακρόν στον βʼ γύρο, ενώ η σχετικά πιο ελπιδοφόρα υποψηφιότητα Πουτού δεν κατόρθωσε να περάσει κάποιο πολιτικό στίγμα. Το πρόβλημα της γαλλικής Αριστεράς είναι ότι λόγω της ατολμίας της δεν έχει κατορθώσει να σφραγίσει την αντίθεση με την ΕΕ και το ευρώ με το δικό της ταξικό πρόσημο, παραδίδοντας την ατζέντα στην άκρα Δεξιά.
Όμως οι χαρές του κ. Σόιμπλε, που σημειωτέον θα ψήφιζε Μακρόν, και των φιλοευρωπαϊκών τμημάτων της ευρωπαϊκής αστικής τάξης πολύ φοβούμαι ότι θα κρατήσουν μέχρι την Κυριακή το βράδυ. Τις γαλλικές εκλογές σφράγισαν με έναν ιδιότυπο τρόπο οι μεγάλες εργατικές κινητοποιήσεις του περασμένου καλοκαιριού. Αυτοί έβαλαν (σχετικά) φρένο στην άνοδο της Ακροδεξιάς και του ρατσιστικού και ξενοφοβικού της λόγου. Με αυτή την έννοια, η όποια προσπάθεια αποκαθήλωσης των εργασιακών σχέσεων, που βρίσκεται στην κορυφή της ατζέντας Μακρόν, δεν πρόκειται να περάσει, τουλάχιστον εύκολα. Ελπίζω η Αριστερά να καταφέρει να σφραγίσει αυτές τις εξελίξεις.