Η άλλη άποψη…

Να ψηφίζουν οι Έλληνες του εξωτερικού

«Ζούμε μια κρίση του πολιτικού συστήματος. Το γεγονός ότι είμαστε στη μετά τη μεταπολίτευση εποχή, χωρίς να έχουν δημιουργηθεί νέα πολιτικά κόμματα είναι μια ένδειξη χρεοκοπίας για την Ελλάδα. Ο κόσμος φεύγει από τα κόμματα χωρίς να πηγαίνει κάπου αλλού. Κατά την άποψή μου πρέπει να διαδραματίσουν ρόλο οι Έλληνες του εξωτερικού, να τους δοθεί η δυνατότητα να ψηφίζουν που δεν την έχουν σήμερα. Και πρέπει οι νεότεροι που έφυγαν πρόσφατα να εκπροσωπούνται με τουλάχιστον δέκα έδρες στη Βουλή. Πρόκειται για μισό εκατομμύριο ανθρώπους που έφυγαν τα τελευταία 5-6 χρόνια που ζουν στην Ευρώπη κυρίως και ενημερώνονται συνεχώς τα γεγονότα. Εκτός των άλλων, θα ανεβάσουν το επίπεδο του πολιτικού διαλόγου, που έχει υποστεί πλήγμα με τους χρυσαυγίτες και τους υπόλοιπους ακραίους».

***

Διά χειρός…

…του γνωστού ηθοποιού Γιώργου Μιχαλακόπουλου, από τη συνέντευξή του στο «Βήμα» στη Μυρτώ Λοβέρδου:

Πού στον διάολο πάμε… – Όραμα δεν υπάρχει, αδιέξοδο υπάρχει

«Με προβληματίζει και το τώρα και το μέλλον. Δεν βλέπω λύση εγώ. Βλέπω ένα πολιτικό προσωπικό που είναι σε αδιέξοδο, ένα προσωπικό τέτοιας με­τριότητας που ως έλλην πολίτης και ψηφοφόρος δεν έχω ξαναδεί. Προσωπικότητες του τύπου Κανελλόπουλου, Ηλιού, γερο-Καραμανλή, Τσιριμώκου, δεν βλέπεις μέσα στην αίθουσα της Βουλής. Βλέπεις ένα σμάρι ανθρώπων που θα τους έβλεπες στο διπλανό μαγαζάκι. Δεν μπορούν να ανοίξουν το στόμα τους, καθυβρίζουν ο ένας τον άλλον. Δεν έχω την αίσθηση πολιτικών προσώπων που μπορεί να παράγουν πολιτική για το καλό του τόπου. Και το λέω για όλη την εικόνα που έχει αυτή η Βουλή».

«Δημοκράτης, αριστερός και ποτέ κομματικός. Σήμερα αυτό που λέει ότι είναι Αριστερά, φυσικά και δεν με εκφράζει. Η συγκεκριμένη κυβέρνηση, που λέει πως είναι αριστερή, προσαρμόζεται μέσα σε ένα συγκεκριμένο οικονομικό κλίμα και λέει ότι θα πράξει τα ίδια που θα πράξει και η επομένη. Δεν υπάρχει λύση σε πολιτικό επίπεδο. Είναι μελαγχολική η άποψή μου. Αλλά τόσο το κυβερνητικό όσο και αυτό που θα το διαδεχθεί είναι πολύ μέτριο. Τι να ελπίζει κανείς από την επόμενη κυβέρνηση;».

«Αναρωτιέται κανείς πού στον διάολο πάμε… Και όποιος σέβεται τον εαυτό του δεν ανακατεύεται. Δεν ξέρω αν υπάρχει όραμα. Αδιέξοδο υπάρχει. Όταν έχεις μια συγκεκριμένη στάση και μια θέση στην κοινωνία δεν είναι εύκολο να πας να γίνεις βουλευτής ή υπουργός».

***

Διά χειρός…

…του Βαγγέλη Καραμανωλάκη, επίτιμου καθηγητή Ιστορίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, από το άρθρο του στο «Βήμα» με τίτλο «21η Απριλίου 1967: 56 χρόνια μετά»:

Η χούντα και η κρίση…

«Τι συμβαίνει σήμερα; Πώς μπορούμε να δούμε τη στροφή προς τη Χούντα σε σχέση με τα ερωτήματα της συγκυρίας; Είναι σαφές ότι η Χούντα δεν αντιπροσωπεύει πια κίνδυνο, όπως τα περιβόητα ʽʽσταγονίδιαʼʼ στα πρώτα μεταπολιτευτικά χρόνια, ούτε ένα, νομίζω, ανοιχτό τραυματικό παρελθόν, όπως λ.χ. ο Εμφύλιος. Οι λόγοι είναι πολλοί, ο κυριότερος, κατά τη γνώμη μου, συνδέεται με την αποκήρυξή της από όλο το πολιτικό φάσμα. Ελάχιστες πολιτικές μειοψηφίες, έως τουλάχιστον την εμφάνιση της Χρυσής Αυγής, εμφα­νίστηκαν ως κληρονόμοι του, αποτελούσε –και συνεχίζει να αποτελεί- ένα ανεπιθύμητο παρελθόν. Από την άλλη πλευρά, τα τελευταία χρόνια έχει διαμορφωθεί ένας συγκρουσιακός λόγος για τη Μεταπολίτευση και τη γενιά του Πολυτεχνείου, ένας λόγος που αναπτύχθηκε ιδιαίτερα στο περιβάλλον της κρίσης και αναδιατάσσει στο δημόσιο πεδίο τη συζήτηση. Εάν το κύριο ερώτημα για τη μελέτη της Χούντας μετά το 1974 ήταν πώς φτάσαμε εκεί, δηλαδή στη Χούντα και άρα στην καθυστέρηση της ελληνικής κοινωνίας (πολιτικά και οικονομικά), ένα παρόμοιο ερώτημα τίθεται και σήμερα, αλλά για την Ελλάδα της κρίσης: πώς φτάσαμε σε αυτήν».

***

Διά χειρός…

…του Μιχάλη Μητσού, από τις «Αγιογραφίες» του στα «Νέα» με τίτλο «Μπιμπί»:

Η γυναίκα του Μακρόν τους ενόχλησε…

«ʽʽΤο να είσαι παντρεμένη με έναν πολιτικό δεν είναι εύκολη υπόθεση. Πρέπει να μην ξεκουράζεσαι ποτέ και να παραμένεις σιωπηλήʼʼ», έλεγε πέρυσι η Μπρι­ζίτ Τρονιέ στο ʽʽParis Matchʼʼ. Ουπς! Ώστε σας φιμώνει, κυρία μου, ο σύζυγός σας; Πού είναι η προσωπικότητά σας; Πού είναι τα δικαιώματά σας; Δεν έχετε ακούσει τίποτα για την ισότητα των δύο φύλων;

Λοιπόν, για να τελειώνουμε. Ο Μακρόν, και ο κάθε Μακρόν, μπορεί να κάνει ό,τι θέλει στο κρεβάτι του. Μπορεί να ερωτευτεί τη δασκάλα του και να την πείσει να χωρίσει και να τον παντρευτεί. Μπορεί να την παίρνει μαζί του όπου πηγαίνει. Αυτό που δεν μπορεί να κάνει από τη στιγμή που αναλαμβάνει ένα δημόσιο αξίωμα είναι να την πληρώνει μυστικά με κρατικούς πόρους, όπως έκανε ο Φιγιόν. Δεν μπορεί επίσης να την κρύβει, ένας πρόεδρος είναι αναγκασμένος να αποδεχθεί το ενδιαφέρον των πολιτών για την ιδιωτική του ζωή.

Ο Μακρόν το ξέρει. Και στην επινίκια ομιλία του δεν δίστασε να ανεβεί στο βήμα με την Μπριζίτ. Εκείνη ήταν φυσικά χαρούμενη, αλλά ταυτόχρονα και αμήχανη, δεν ήξερε πού να σταθεί, πώς να χαιρετήσει, κι αυτό την έκανε ανθρώπινη. Ο πρώην τραπεζίτης και η πρώην καθηγήτρια Γαλλικών ήταν ένα ζευγάρι τρυ­φερό, ανέμελο, πειστικό».


Σχολιάστε εδώ