Όσα δεν λένε…
Η δικτατορία των «Απριλιανών» δεν παρουσιάσθηκε με καμία μάσκα. Εμφανίσθηκε όπως ακριβώς ήταν. Σήμερα, έχουμε ύπουλη και καταστροφική, αισχρή δικτατορία ελεεινούς μορφής, που παρουσιάζεται με «δημοκρατικό» προσωπείο και ευρωπαϊκή στολή. Κάτι περισσότερο: Βιώνουμε μια νέα ξενική κατοχή (προφητικό, αλήθεια, το έργο των Σακελλάριου – Γιαννακόπουλου «Οι Γερμανοί ξανάρχονται») και το πολιτικό σύστημα έχει γεμίσει «Κουίσλιγκς» και «γερμανοτσολιάδες», που θυσιάζουν την εθνική μας ανεξαρτησία στην «ευρωπαϊκή προοπτική». Παραδίδουν τον εθνικό μας πλούτο και τα «κλειδιά» της χώρας στους ξένους πάτρωνες.
Οι πολίτες αισθάνονται αηδία και οργή βλέποντας πολιτικούς όλου του μνημονιακού φάσματος, αυτούς που αποδέχονται την πιο βάρβαρη ευρωπαϊκή δικτατορία, να βγάζουν επετειακές κορόνες και υποκριτικά να ολοφύρονται για ό,τι έγινε το 1967. Είναι οι τελευταίοι που έχουν δικαίωμα σε τέτοιες αναφορές. Εκείνοι που πραγματικά υπέφεραν τότε είναι σεμνοί και δεν βγαίνουν στα μπαλκόνια και στα τηλεοπτικά πάνελ να δρέψουν δάφνες, διότι δεν τις έχουν ανάγκη. Οι «άλλοι», που σήμερα έχουν ένοχη συνείδηση, επιχειρούν να καρπωθούν «δημοκρατικές δάφνες» –που δεν τους αξίζουν– προκειμένου να καλύψουν τον σημερινό επαίσχυντο ρόλο τους. Λυπάμαι που θα δυσαρεστήσω ίσως πολλούς με αυτό το άρθρο. Αλλά θεωρώ επιζήμιο να ναρκώνονται οι πολίτες με μύθους και διαστρεβλωμένα γεγονότα. Θεωρώ απαράδεκτο να εμφανίζονται ως κήνσορες αυτοί που θα έπρεπε να παραπεμφθούν στο Δικαστήριο της Ιστορίας για εθνική μειοδοσία. Κάνουν άπαντες κατάχρηση του όρου «δημοκρατία». Και κυρίως κάνουν κατάχρηση του όρου αυτοί που σήμερα, ενώ στα λόγια υμνούν τη δημοκρατία, τη σκοτώνουν με τις πράξεις τους και με την «ευρωπαϊκή» τους πολιτική.
Ο Ρεξ Λίπερ, βρετανός πρεσβευτής στα χρόνια του πολέμου, στα «Δεκεμβριανά» του 1944 και μετά, που έζησε μέσα σε θύελλες την Ελλάδα εκείνης της περιόδου, έγραφε στις αναμνήσεις του: «Αλλά και τώρα ακόμη, δεν εννοούμε όλοι το ίδιο με τον όρο ʽʽδημοκρατίαʼʼ, αφού μεγάλο μέρος του εκλογικού σώματος θεωρεί ότι η δημοκρατία δεν είναι ακόμη η πραγματική, χωρίς μεγάλα μέτρα σοσιαλισμού. Εκείνο, λοιπόν, που εννοούμε πραγματικά είναι η διά νόμου εγγύηση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και του σεβασμού των απόψεων της μειοψηφίας, ώστε να ακούγονται με προσοχή…». Είχε δίκιο ο Λίπερ, αφού και τώρα όχι μόνο δεν υιοθετήσαμε μέτρα σοσιαλισμού, αλλά οι υποδυόμενοι τους «αριστερούς» πολιτικάντηδες του ΣΥΡΙΖΑ εφαρμόζουν την πλέον αντιλαϊκή καπιταλιστική και εθνοκτόνο οικονομική πολιτική. Οι «αριστεροί» δολοφονούν την «εργατική τάξη»! Πραγματικό θέατρο του παραλόγου. Ούτε υπάρχει σεβασμός στην αντίθετη, αντιευρωπαϊκή άποψη, αφού αποκλείουν από τα ΜΜΕ τέτοιες φωνές και οι κρατούντες υιοθετούν Γκαιμπελική προπαγάνδα υπέρ της δικτατορίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης, που έχει καταργήσει τη δημοκρατία και την ανεξαρτησία μας χάριν των συμφερόντων των γαλλογερμανικών τραπεζών.
Τα ξημερώματα της 21ης Απριλίου 1967 ακούσαμε από το ραδιόφωνο (δεν υπήρχε τότε τηλεόραση) ότι αναστέλλονται 11 άρθρα του Συντάγματος. Αυτό σήμαινε, ξεκάθαρα και χωρίς ωραιοποιήσεις, ότι η δημοκρατία έμπαινε στο ψυγείο. Σήμερα, όπως επισημαίνουν κορυφαίοι νομικοί, το ελληνικό Σύνταγμα έχει παραβιασθεί και «χρυσώνουμε» την κατάργηση της δημοκρατίας και της εθνικής μας ανεξαρτησίας με όρους όπως «αξιολόγηση», «μεταρρυθμίσεις» και «αναγκαία μέτρα». Οι «συνταγματάρχες», τουλάχιστον, ήσαν ειλικρινείς στις προθέσεις τους, όσο κι αν δεν μας ήσαν αρεστές. Οι παρηκμασμένοι μνημονιακοί πολιτικοί των ημερών μας δεν έχουν το σθένος να ομολογήσουν την αλήθεια. Δεν έχουν το θάρρος να παραδεχθούν ότι προσκυνούν το Δʼ Ράιχ και τη σημαία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, που αποτελεί καμουφλάζ της ναζιστικής σβάστικας του μακαρίτη Αδόλφου.
Πενήντα χρόνια από το κεφάλαιο της «απριλιανής δικτατορίας», και ακόμα οι περισσότεροι έχουν άγνοια ή στρεβλή εικόνα για πολλά από εκείνη την περίοδο. Ο φανατισμός και η πολιτική τύφλωση εμποδίζουν τους πολίτες να κατανοήσουν τις αιτίες τής τότε εκτροπής, το ποιοι έφταιξαν και ποιοι άνοιξαν τον δρόμο για να περάσουν τα τανκς. Ο ιστορικός Ζακ Μπενβίλ έγραφε: «Είναι εύκολο να ψέγεις τη δικτατορία. Αλλά θα άξιζε περισσότερο να μην την καθιστάς αναγκαία…». Τα καθεστώτα καταρρέουν όταν όσοι αποτελούν τα στηρίγματα αυτών χάνουν την επαφή με την πραγματικότητα και παραδίδονται σε φαντασιώσεις. Αυτό είχαμε πάθει εμείς. Και συνέβη το εξής παράδοξο: Εκείνοι που είδαν και στάθμισαν σωστά την τότε πολιτική κατάσταση, εκείνοι που προειδοποίησαν για το πού θα κατέληγε μια σύγκρουση βασιλέως – πρωθυπουργού με σημαία καθεστωτικό ζήτημα, κατηγορήθηκαν ως… «αποστάτες» και υπεύθυνοι της εκτροπής! Το πείσμα είχε τυφλώσει την πολιτική κρίση. Τα γεγονότα δικαίωσαν αυτούς που επέμεναν στον αναγκαίο συμβιβασμό. Κι όμως, οι μάζες, αφιονισμένες, δεν άκουγαν και δεν έβλεπαν τίποτε. Πολλοί αρκούνται να αποδίδουν τις ευθύνες στον βασιλέα Κωνσταντίνο. Αναμφισβητήτως, έφερε μερίδιο ευθύνης. Αλλά όχι αποκλειστικό. Κυρίως η ηγεσία της Ενώσεως Κέντρου, και πολύ περισσότερο ο Ανδρέας Παπανδρέου, επέμεναν σε μια ρήξη γεμάτη κινδύνους, δίχως να έχουν στο μυαλό τους ούτε διέξοδο, ούτε καν τακτική. Στο πλαίσιο της εποχής εκείνης, η δημιουργία καθεστωτικού ζητήματος σήμαινε αυτομάτως επέμβαση του Στρατού, όπως και έγινε. Ο Ελευθέριος Βενιζέλος στα 1915 έλυσε τη σύγκρουση με τον βασιλέα κάνοντας επανάσταση. Ο Γ. Παπανδρέου ούτε στον νου ούτε στο χέρι του είχε τέτοιο πράγμα.
Διερωτώμαι πώς μπόρεσε ένας άνθρωπος με τη δική του πείρα και το δικό του πολιτικό τάλαντο να φαντασθεί ότι με την παραίτησή του θα έλυνε όχι ένα πολιτικό πρόβλημα, μα ένα θέμα γοήτρου μεταξύ ανωτάτου άρχοντος και πρωθυπουργού. Πώς θέλησε να επιβάλει άμεσες εκλογές, που θα είχαν χαρακτήρα δημοψηφίσματος; Γιʼ αυτό οι συνιδρυτές της Ενώσεως Κέντρου επέμεναν να ΜΗΝ παραιτηθεί ο Γ. Παπανδρέου, διότι μπορούσε να γίνει εφικτός συμβιβασμός. Αλλά και η Αριστερά, που τότε έγινε «ουρά» του Ανδρέα, μόλις σήμερα, με την πρόσφατη ανακοίνωση της ΚΕ του ΚΚΕ, παραδέχεται: «Δεν είναι αντικειμενική η ανάλυση που γίνεται κυρίως από το ΠΑΣΟΚ και άλλους του ʽʽκεντρώουʼʼ χώρου ότι στη δικτατορία οδήγησαν τα αποκαλούμενα ʽʽΙουλιανάʼʼ γεγονότα…». Αυτά όλα χρήζουν μεγάλης πολιτικής αναλύσεως, που δεν χωράει φυσικά στα στενά περιθώρια ενός άρθρου (όσοι θέλουν μπορούν να τα διαβάσουν στο βιβλίο μου «Πώς και γιατί έσβησε το Κέντρον», των Εκδόσεων Καστανιώτη).
Αυτά, τέλος πάντων, πέρασαν. Εκείνο, όμως, που έχει τώρα σημασία είναι ότι ο ΣΥΡΙΖΑ, η Νέα Δημοκρατία και τα λοιπά μνημονιακά οπερετικά κομματίδια της αντιπολίτευσης δεν έχουν δικαίωμα να μιλάνε για «χούντες» κ.λπ., διότι οι συγκρίσεις μεταξύ της στρατιωτικής δικτατορίας και της σημερινής των «ευρωπαϊστών» θα αποβούν σε βάρος των τελευταίων. Επί Παπαδόπουλου δεν είχαμε δημοκρατία (μήπως έχουμε τώρα;), αλλά ας δούμε τι έγινε στον οικονομικό τομέα. Σήμερα, με τις «αξιολογήσεις» και τις «μεταρρυθμίσεις», έχει επέλθει η ΠΛΗΡΗΣ ΕΞΑΘΛΙΩΣΗ και φτωχοποίηση των πολιτών, ενώ οι κυβερνώντες και οι άλλοι πολιτικοί έχουν καταθέσεις και παχυλότατους μισθούς. Επί Παπαδόπουλου, σημειώθηκε εντυπωσιακή ανάπτυξη στη βιομηχανία, στη ναυτιλία, στη γεωργία κ.λπ. και έγινε «σταυροφορία» για στροφή προς τα ελληνικά προϊόντα. Υπήρξε μεγάλο πρόγραμμα εξοπλισμών για τις Ένοπλες Δυνάμεις. Το εθνικό εισόδημα ευρίσκετο το 1967 στα 774 δολάρια κατά κεφαλήν και έφθασε το 1973 στα 1.830 δολάρια. Η Ελλάδα κατέκτησε από το 1969 και μετά τη δεύτερη θέση, μετά την Ιαπωνία, παγκοσμίως σε ρυθμό οικονομικής αναπτύξεως. Και το ΕΘΝΙΚΟ μας νόμισμα, η ΔΡΑΧΜΗ, κατέστη το σκληρότερο νόμισμα του κόσμου! Το δημόσιο χρέος διετηρήθη στο 22% του ΑΕΠ μόνον. Και στις 15 Ιανουαρίου του 1973 ο Γ. Παπαδόπουλος, με επιστολή του προς τον Νίξον, του δήλωσε ότι η Ελλάδα παραιτείται από τη δωρεάν αμερικανική βοήθεια! Αυτά και πολλά άλλα να μην τα κρύβουμε χάριν σκοπιμοτήτων. Οφείλουμε να λέμε τα αρνητικά αλλά και τα θετικά.
Γιʼ αυτό οι σημερινοί ολετήρες ας αφήσουν τους πανηγυρισμούς και ας σωπάσουν. Η ιστορική αναδρομή δεν τους συμφέρει. Υπάρχει και κάτι άλλο: Εκείνη την εποχή η Αριστερά, βεβαίως, υπέστη τα πάνδεινα. Όμως, αργότερα είχε ένα κέρδος. Επειδή οι αριστεροί βρέθηκαν στις ίδιες εξορίες και στις ίδιες φυλακές με τους δεξιούς αντιδικτατορικούς, μετά τη Μεταπολίτευση όλο το φάσμα της Αριστεράς δεν αντιμετωπίσθηκε με την αδιάλλακτη στάση που την αντιμετώπιζαν τα παλιά χρόνια οι «εθνικόφρονες». Η Δεξιά όμως, εξαιτίας των «συνταγματαρχών», υπέστη πολυδιάσπαση. Το άλλοτε αρραγές τείχος της «εθνικόφρονος παρατάξεως» υπέστη μεγάλες ρωγμές. Αλληλομισήθηκαν και βρέθηκαν αντίπαλοι οι «συνταγματάρχες» με τους βασιλόφρονες στρατηγούς. Οι πραξικοπηματίες με το Στέμμα, και με το επίσημο κόμμα της Δεξιάς, την ΕΡΕ. Και μετά τη Μεταπολίτευση, ήλθαν σε σύγκρουση οι Καραμανλικοί με τους Παπαδοπουλικούς, αλλά και με τους βασιλόφρονες, στο δημοψήφισμα. Από τότε μέχρι σήμερα, η Νέα Δημοκρατία κινείται μέσα σε ένα ιδεολογικό κομφούζιο και δεν ανταποκρίνεται στις προσδοκίες των οπαδών της. Ψάχνει ακόμα να βρει ιδεολογική ταυτότητα. Αλλά, με αρχηγό τον ευρωλάγνο Κυριάκο, δεν θα τη βρει ποτέ…