Τα αμοιβαία συμφέροντα θα καθορίσουν τις σχέσεις με τη Δύση
Το ερώτημα ασφαλώς είναι υποθετικό, γιατί τέτοιες περιπτώσεις δεν έχουν προκύψει. Σίγουρα θα υπήρχαν αυτοί που τάσσονται υπέρ και αυτοί που τάσσονται κατά και θα διεξάγονταν έντονες συζητήσεις. Τελικά θα περιοριζόταν στην ανάλυση των αποτελεσμάτων του δημοψηφίσματος και τίποτε περισσότερο. Τούτο δε συνέβη στην περίπτωση του τουρκικού δημοψηφίσματος. Από την πρώτη στιγμή που αναγγέλθηκε η πρόθεση του Προέδρου Ερντογάν να προκαλέσει δημοψήφισμα διατυπώθηκαν σοβαροί προβληματισμοί και ερωτήματα εντός και εκτός της Τουρκίας εάν η πρωτοβουλία του τούρκου Προέδρου είχε ως κίνητρο την ικανοποίηση προσωπικών φιλοδοξιών ή υπήρχαν βαθύτερα αίτια. Η ιδέα, σύμφωνα με παλαιότερες δηλώσεις του κ. Ερντογάν, ωρίμασε μετά την απόπειρα του πραξικοπήματος του περασμένου Ιουλίου, με αιτιολογικό την ενίσχυση του πολιτεύματος και τη δυνατότητα καλύτερου ελέγχου των κρατικών φορέων και μηχανισμών. Ύστερα από σχετικές συζητήσεις, η πρόταση εγκρίθηκε από τη Βουλή με τις ψήφους του Κόμματος Δικαιοσύνης και Προόδου (ΑΚΡ) του κυρίου Ερντογάν και του Ακροδεξιού ΜΗΡ (Γκρίζοι Λύκοι). Είχαν καταψηφίσει το κεμαλικό κόμμα της αντιπολίτευσης όπως και το φιλοκουρδικό. Το δημοψήφισμα της Κυριακής 16 Απριλίου είχε ως αποτέλεσμα την υπερίσχυση, ως γνωστόν, του «ΝΑΙ», με ισχνή όμως διαφορά από τις ψήφους του «ΟΧΙ» (51,3% έναντι 48,7% περίπου). Ακολούθησε σωρεία καταγγελιών για παρατυπίες τόσο κατά την προεκλογική εκστρατεία όσο και κατά τη διεξαγωγή του δημοψηφίσματος. Η αντιπολίτευση αμφισβήτησε το αποτέλεσμα και προσέφυγε στο Ανώτατο Εκλογικό Συμβούλιο, το οποίο ήδη απέρριψε τις ενστάσεις. Αιτιάσεις κατά του τρόπου διεξαγωγής του δημοψηφίσματος εκφράστηκαν και από τους παρατηρητές του ΟΑΣΕ (Οργανισμός για την Ασφάλεια και τη Συνεργασία στην Ευρώπη) και από τους ευρωπαϊκούς θεσμούς. Με κοινή δήλωση και σε αρκετά αυστηρό ύφος, ο πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής Ζαν-Κλοντ Γιούνκερ, η υπάτη αντιπρόσωπος για τα εξωτερικά θέματα Μογκερίνι και ο επίτροπος Γιοχάνες Χαν, μεταξύ άλλων, απηύθυναν έκκληση στην Τουρκία να λάβει σοβαρά υπόψη τις συστάσεις του Συμβουλίου της Ευρώπης και ειδικότερα της Επιτροπής της Βενετίας για ανάγκη σεβασμού των ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Σε εθνικό επίπεδο επισημαίνονται, επίσης, ανάλογες δηλώσεις της καγκελαρίου κ. Μέρκελ και του προέδρου του Σοσιαλιστικού Κόμματος κ. Γκάμπριελ. Αντίθετα, οι Πρόεδροι Ρωσίας και ΗΠΑ κ. Πούτιν και Τραμπ περιορίστηκαν σε απλές δηλώσεις για σεβασμό του αποτελέσματος του δημοψηφίσματος, που μπορεί να μεταφραστεί σε παροχή έμμεσης στήριξης προς τον τούρκο Πρόεδρο. Σε κάθε περίπτωση και ανεξαρτήτως των ανησυχιών που εκφράστηκαν τόσο στο εσωτερικό όσο και στο εξωτερικό, η Τουρκία μετά το δημοψήφισμα παρουσιάζει εικόνα διχασμένης χώρας. Τα μεγάλα αστικά κέντρα (Κωνσταντινούπολη, Σμύρνη, δυτικά και βόρεια παράλια), δηλαδή οι δυτικότροποι πληθυσμοί και οι πλέον ανεπτυγμένοι οικονομικά, όπως και οι Κούρδοι, στην πλειοψηφία τους τάχθηκαν υπέρ του «ΟΧΙ». Σε αντίθεση, στο εσωτερικό, που συμπεριλαμβάνει τον λιγότερο ανεπτυγμένο οικονομικά πληθυσμό και πλέον αφοσιωμένων στο Ισλάμ, ψήφισαν υπέρ του «ΝΑΙ». Πολλοί τούρκοι αναλυτές αποδίδουν την απόφαση του Ερντογάν για αλλαγή του πολιτεύματος και σε προσωπικούς λόγους. Συγκεκριμένα επισημαίνουν ότι με την απόκτηση υπερεξουσιών αποβλέπει σε πλήρη έλεγχο του κράτους προκειμένου να αποτρέψει έρευνες για ατασθαλίες σε οικονομικά σκάνδαλα που εμπλέκουν και πρόσωπα του στενού του οικογενειακού περιβάλλοντος. Ισχυροί όμως λόγοι φαίνεται να είναι και οι ευρύτερες ανησυχίες για την ασφάλεια του κράτους. Εκτός του ISIS και άλλων παρεμφερών ισλαμικών οργανώσεων που επικαλέστηκε ο τούρκος Πρόεδρος, ανησυχίες προκαλεί και το Κουρδικό, από τη στιγμή μάλιστα που στο Βόρειο Ιράκ έχει σχηματιστεί αυτόνομη κουρδική περιοχή, με πιθανότητα ανάλογης δημιουργίας και στη Νοτιοδυτική Συρία. Οι κίνδυνοι του Κουρδικού, ορατοί και δυνητικοί, που μπορεί να απειλήσουν την ενότητα του τουρκικού κράτους, συσπείρωσαν ικανό μέρος του τουρκικού πληθυσμού που τάχθηκε υπέρ του «ΝΑΙ». Από τις ουσιαστικότερες αλλαγές στο Σύνταγμα θα είναι η κατάργηση του πρωθυπουργικού θεσμού, η αύξηση των κοινοβουλευτικών αντιπροσώπων σε 600 και ενίσχυση των προεδρικών αρμοδιοτήτων, με δυνατότητα, μεταξύ άλλων, να διορίζει και να παύει ανώτατους δικαστικούς λειτουργούς. Όλες οι μεταρρυθμίσεις θα πρέπει να συντελεστούν έως το 2019 με τη διεξαγωγή νέων κοινοβουλευτικών εκλογών όπως και την εκλογή Προέδρου της Δημοκρατίας με τις αυξημένες πλέον αρμοδιότητες.
Αν όλα συντελεστούν μέσα στα πλαίσια της εσωτερικής και διεθνούς νομιμότητας και εισακουστούν οι εκκλήσεις από την Ευρωπαϊκή Ένωση και άλλους διεθνείς φορείς, γεννάται το ερώτημα αν η νέα αυτή Τουρκία θα είναι περισσότερο ή λιγότερο συνεργάσιμη με τη Δύση. Θα εγκαταλείψει ή όχι τη γνωστή διφορούμενη συμπεριφορά που εγκαινίασε τελευταίως ο κύριος Ερντογάν να κινείται μεταξύ Ανατολής και Δύσης; Πιο συγκεκριμένα, θα προσαρμόσει την κεμαλική παράδοση στις νέες εσωτερικές πραγματικότητες ή θα επιδιώξει να ενισχύσει τον ισλαμικό χαρακτήρα της χώρας, που δεν συμβιβάζεται όμως με τη φιλοδυτική κεμαλική αντίληψη; Θα μπει στον πειρασμό να άρξει του ισλαμικού κόσμου, γεγονός που θα σημαίνει πλήρη ισλαμοποίηση της Τουρκίας, ή θα ακολουθήσει μια πραγματιστική εξωτερική και εσωτερική πολιτική ως αποτέλεσμα της γεωπολιτικής της θέσης και των αμοιβαίων συμφερόντων, όπως έχουν διαμορφωθεί τα τελευταία 100 περίπου χρόνια; Το πιθανότερο σενάριο είναι να επαληθευθεί η τελευταία εκδοχή. Η ίδια μάλλον αντίληψη θα επικρατήσει και στη Δύση. Σε κάθε περίπτωση, κλειδί των εξελίξεων θα είναι το Συριακό όπως και η στάση των μεγάλων χωρών έναντι των κούρδων και του κουρδικού ζητήματος. Πάντως είναι πολύ δύσκολο να ανατραπούν καταστάσεις που έχουν δημιουργηθεί σε Βόρειο Ιράκ και εν μέρει στη Συρία. Η Δύση γενικότερα ακολούθησε αρκετά μυωπική, ωφελιμιστική και οπορτουνιστική πολιτική έναντι της Τουρκίας. Η Ευρωπαϊκή Ένωση προχώρησε στην παραχώρηση προενταξιακού καθεστώτος, με προοπτική την πλήρη ένταξη της Τουρκίας, χωρίς να υπολογιστούν οι συνέπειες. Όταν το συνειδητοποίησαν τρόμαξαν και εξακολουθούν να τρομάζουν πολλοί. Οι εξελίξεις στην Τουρκία ενδιαφέρουν ιδιαίτερα τη χώρα μας όπως και την Κύπρο, που αμφότερες αντιμετωπίζουν καθημερινές προκλήσεις από την Άγκυρα. Η κυβέρνηση όπως και όλος ο πολιτικός κόσμος πρέπει να στρέψουν εκεί την προσοχή τους και να δημιουργηθούν ευρείες συναινέσεις. Οι εσωτερικοί πολιτικοί και κομματικοί ανταγωνισμοί είναι και θεμιτοί και αναγκαίοι. Στα θέματα όμως της εξωτερικής πολιτικής και ιδιαίτερα στις σχέσεις με την Τουρκία θα ήταν καλό να υπάρχει τακτική επικοινωνία και ανταλλαγή απόψεων μεταξύ όλου του πολιτικού φάσματος της χώρας. Οι απρόβλεπτες εξελίξεις και η ρευστή κατάσταση που επικρατεί στη γειτονική μας χώρα και στην ευρύτερη περιοχή απαιτούν εγρήγορση, περίσκεψη, ευρεία συναίνεση και έντονη διπλωματική δραστηριότητα. Ουδέν χαλεπότερον γείτονος μοχθηρού, λέγανε οι αρχαίοι – ή απροβλέπτου και επισφαλούς θα προσθέταμε σήμερα.