Ο ΕΛΛΗΝΑΣ ΩΣ ΜΟΝΟΜΑΧΟΣ ΑΛΛΑ ΕΙΝΑΙ ΠΑΝΤΑ ΜΟΝΑΧΟΣ
Καλημερίζω τήν βροχή
πού αμαρτίες πλένει
γιατί τό έρμο σώμα μου
καθημερνά χωλαίνει.
•••
Από τά έργα αλλονών
από μικρό παιδίον
βρωμάω ο κακόμοιρος
ώς κάδος σκουπιδίων.
•••
Χάνω τούς φίλους συνεχώς
γιατί βρωμάω πάντα
βγαίνοντας γιά αναπνοή
στήν σπιτική βεράντα.
•••
Οι τζαμαρίες κλείνουνε
τό φτύσιμο μέ λούζει
καί οι κατάρες γυναικών
μέ βάφτισαν γρουσούζη.
•••
Μία ζωή αβάσταγη
όσο κι άν σαπουνίζω
τά ρούχα μου τά αντρικά
κι άλλα παλιά νά σκίζω.
•••
Ξεβράκωτος πού νά σταθώ
καί πού νά βρώ κονάκι
μέ σύνταξη μηδενική
κι ένα Ρουά στό σκάκι.
•••
Βρωμάω απʼ τήν τσιγκουνιά
μίας τρελή πατρίδας
έστω κι άν μέ βαφτίσανε
μέ όνομα Λεωνίδας.
•••
Οι Θερμοπύλες δέν αρκούν
οι Πέρσες περισσεύουν,
όμοιοι καί απαράλλαχτοι
οι ντόπιοι πού χαζεύουν.
•••
Γυναίκα δέ απόχτησα
μέ τόση, τόση βρώμα,
μοσχοβολούν τά Ανάκτορα
μέ γητευτή τό κόμμα.
•••
Οι αρουραίοι βρίζουνε
έναν νεκρό στό χώμα
έναν βρωμιάρη Έλληνα
μέ τά παγκάκια στρώμα.
•••
Μπαίνω σέ μία Εκκλησιά
γιά νά λουστώ λιβάνι,
οι ζωγραφιές χαλάσανε
σέ τοίχους καί ταβάνι.
•••
Γιατί βρωμάω άραγε
σέ ήλιους κι ακρογιάλια,
κι η θάλασσα αγανακτεί
καί σκίζονται κοράλλια.
•••
Ανέβηκα καί σέ βουνά
καί σέ σπηλιές κοιμόμουν
μά στά στραβά μου όνειρα
πάντα βρωμιές θυμόμουν.
•••
Οι κλινικές μέ διώξανε
καί οι γιατροί χαθήκαν
οι νοσοκόμες φύγανε
καί τήν βρωμιά αφήκαν.
•••
Μόνο ένας καλόγερος
πού ʽχε τά ίδια πάθει
τι φταίει μού εξήγησε
γιά τής βρωμιάς τʼ αγκάθι.
•••
«Εσύ καλέ μου δέν βρωμάς
σέρνεις τήν βρώμα άλλων
τών μέγιστών μας Αρχηγών
ή δʼ άλλως παπαγάλων».
…………………………….
…………………………….
Βρήκα τήν λύση
στήν αρρώστιά μου:
Πέταξα από τό παράθυρο τηλεόραση,
ράδιο, εφημερίδες
καί πίνοντας
ένα κιλό κρασί πέρασα έξω από τά
ανάκτορά τους φτύνοντας.
Καί ξεβρόμισα.