Φτάσαμε στο τέλμα
Μια σκηνή που έφτιαξε με πολύ κόπο με τον άνδρα της, τον αξιόλογο ηθοποιό Αντώνη Ξένο, με τον οποίο μετρούν 37 χρόνια κοινής ζωής. Εξομολογείται στο «ΠΑΡΟΝ» ότι τη στιγμή που οι τράπεζες αρνήθηκαν να της δανείσουν ένα μικρό ποσό, οι φίλοι πήγαν σπίτι της χωρίς εκείνη να τους ζητήσει τίποτα και της άφησαν τα χρήματα πάνω στο τραπέζι.
Και εκείνη με τον σύντροφό της τα επέστρεψαν τα δανεικά, γιατί η ευθύνη στους φίλους είναι μεγαλύτερη. Λίγο πριν από την Ανάσταση του Θεανθρώπου, τα μάτια της υγραίνονται όταν σκέφτονται την απώλεια της αδερφής της, της ταλαντούχας τραγουδίστριας Νατάσας Γερασιμίδου. Μας τονίζει ότι τη βλέπει στα όνειρά της, ντυμένη με ωραία ρούχα, και την παρακαλά να έρχεται στον ύπνο της πιο συχνά.
Και εκείνη μεταφυσικά της έχει «σταθεί» σε δύο σημαντικά χειρουργεία της. «Η αδερφή μου έφυγε από καρκίνο και βύθισε σε θλίψη τους γονείς μου, τα παιδιά της, εμένα. Όμως με έναν περίεργο τρόπο είναι δίπλα μας. Την αισθάνθηκα κοντά μου να μου δίνει δύναμη και ηρεμία σε δύο επεμβάσεις μου. Οι άνθρωποι που αγαπάμε δεν πεθαίνουν ποτέ. Τους κουβαλάμε μέσα μας και ευελπιστούμε να τους δούμε ξανά».
Όσο για την οικονομική κρίση και τους Έλληνες, που κάνουν ουρές στις εκκλησίες για ένα κομμάτι κρέας, ώστε να κάνουν Λαμπρή, η Ελένη Γερασιμίδου, λέει: «Φτάσαμε σε τέλμα.
Πρέπει ο λαός να πιστέψει ξανά στη δύναμή του και να αποφασίσει να αντιδράσει. Έγιναν πάρα πολλά για να πειστεί ο κόσμος ότι δεν υπάρχει ελπίδα και να κυριαρχήσει ο φόβος».
***
> Πώς πήρατε την απόφαση να φτιάξετε το δικό σας θέατρο στο Γκάζι μαζί με τον σύζυγό σας, τον ηθοποιό Αντώνη Ξένο, και μάλιστα εν μέσω οικονομικής κρίσης; Δεν φοβηθήκατε τα χρέη;
Ήταν μεγάλη μας επιθυμία. Συνηθίζαμε να κάνουμε δικές μας παραγωγές και νοικιάζαμε πάντα τις θεατρικές στέγες. Είπαμε λοιπόν να πάρουμε το ρίσκο. Βρήκαμε λοιπόν αυτόν τον χώρο, που ήταν γκαράζ, έπεσε πολύ χρήμα και προσωπική δουλειά από τον Αντώνη, την κόρη μου, την Αγγελική, που έχει σπουδάσει σκηνοθέτης, και εμένα. Δάνεια δεν μας έδωσαν οι τράπεζες. Ευτυχώς η τράπεζα δεν μου έδωσε χρήματα. Πήγα και ζήτησα δάνειο, αλλά δεν μας το έδωσαν και ενώ ήξεραν ότι είχα και μια μικρή περιουσία. Και μιλάμε για μικρό ποσό. Μας παίδεψαν πολύ και ήταν και προσβλητική η συμπεριφορά τους, ειδικά του διευθυντή. Και αν δεν έδωσαν δάνειο σε εμένα που με ξέρει ο κόσμος, φανταστείτε τι περνάει ένας άνθρωπος που δεν έχει την αναγνωρισιμότητα τη δική μου. Αλλά για αυτούς ούτε εγώ είχα πρόσωπο. Ξέρετε ποιοι βοήθησαν;
Οι φίλοι μας. Δεν τους ζητήσαμε τίποτα. Ήρθαν άνθρωποι και μας είπαν πάρτε αυτά τα χρήματα. Και η ευθύνη να ξεχρεώσεις φίλους είναι πιο μεγάλη. Και το έχουμε καταφέρει επειδή μας εμπιστεύτηκαν.
> Τι παράσταση ανεβάζετε στο νέο καλλιτεχνικό σας σπίτι, στο «Από κοινού θέατρο» (Ευπατρίδων 4, Γκάζι);
Έγραψα ένα έργο, το «Φόρτυ 1/2 (μύησις)». Το έργο μιλάει για το τίποτα. Αυτό το τίποτα στην τέχνη για μένα είναι η βαλκάνια καλλιτέχνης Μαρίνα Αμπράμοβιτς, η οποία αυτοπροσδιορίζεται ως ηθοποιός με το να μη μιλάει πάνω στη σκηνή. Αυτό το δήθεν της τέχνης δεν το μπορώ. Είναι κουλτούρα αυτό; Αφυπνίζει τον κόσμο; Η ελίτ της διανόησης μπορεί να μη συμφωνεί μαζί μου.
Αλλά ο λαϊκός κόσμος που έρχεται και βλέπει την παράσταση γελάει με την καρδιά του, συγκινείται, προβληματίζεται, με χτυπάει φιλικά στην πλάτη γιατί τολμώ να πω την αλήθεια μου.
Η παράσταση θα ταξιδέψει και στην Πάτρα μετά το Πάσχα και το καλοκαίρι θα συνεχίσουμε στο θεατράκι μας είτε με αυτό το έργο είτε με κάποιο άλλο. Δεν θα κλείσουμε.
Μας αρέσει να βασανίζονται;
> Πώς σας φαίνεται το γεγονός ότι ο ελληνικός λαός βλέπει το «Survivor» με πρότυπα παίκτες που τους χαρακτηρίζει η φράση «ο θάνατός σου η ζωή μου»;
Έχει χαλάσει η κεραία μου από την κακοκαιρία του χειμώνα και δεν την έχω φτιάξει επίτηδες. Και μπορεί να μην το πιστέψετε, αλλά δεν το έχω δει καθόλου. Ξέρω όμως από το διαδίκτυο ότι κάνει τρομερή τηλεθέαση, σαν να βλέπαμε την Εθνική ομάδα ποδοσφαίρου σε κρίσιμο αγώνα. Τι να πω;
Μας αρέσει να βλέπουμε τους άλλους να υποφέρουν; Να λέμε μεταξύ μας, τουλάχιστον εμείς τρώμε ψωμί, αυτοί οι μαύροι τρώνε καρύδες; Μας ενδιαφέρει ποιος θα πάρει το έπαθλο των 100.000 ευρώ; Μας αρέσει να βλέπουμε τους άλλους να βασανίζονται για τα λεφτά -γιατί απʼ ό,τι μαθαίνω πληρώνονται- και εμείς να νιώθουμε καλά στην κουβέρτα μας και ας μην έχουμε πετρέλαιο για θέρμανση;
Δεν έχουμε λεφτά για να βγούμε για διασκέδαση και βλέπουμε μόνο τηλεόραση; Τι μας έχει κάνει η κρίση πραγματικά δεν ξέρω. Μάλλον μας έχει κάνει πιο κουτσομπόληδες, αφού ζούμε με τις ζωές των «Μαχητών» και των «Διασήμων».
> Για τα αλλεπάλληλα τηλεοπτικά τάλεντ σόου τι λέτε; Έχουν λόγο ύπαρξης;
Το θέατρό μας είναι κοντά στην Ιερά Οδό. Πολλά μεγάλα ονόματα δεν δουλεύουν. Σταρ του ελληνικού πενταγράμμου. Η ελληνική δισκογραφία εδώ και πέντε χρόνια δεν υπάρχει.
Μα δεν το βλέπουν τα νέα παιδιά και θέλουν να γίνουν όλοι τραγουδιστές; Ξέρω τι γίνεται στην Πειραιώς, στα θέατρα είμαι. Δεν προχωράνε τα σχήματα. Ένα κλαμπ δουλεύει με πιτσιρίκια στην Ιερά Οδό. Αυτό της Λόχαν, της χολιγουντιανής σταρ…
> Από την τηλεόραση φύγατε με φέσι ή πληρωθήκατε;
Δεν το έζησα αυτό. Έζησα τις καλές στιγμές της ελληνικής τηλεόρασης. Τους δούλεψα αλλά και πληρώθηκα καλά. Μάζεψα χρήματα από τη μικρή οθόνη και αγόρασα το σπίτι μου.
Έβαλα και κάτι στην άκρη. Ωστόσο τα τελευταία χρόνια απείχα. Επέστρεψα με την εξαιρετική σειρά του ΑΝΤ1 και του Βασίλη Θωμόπουλου «Συμμαθητές», φυσικά όχι με τα λεφτά που πληρωνόμουν κάποτε, αλλά λέω και «δόξα τω Θεώ» γιατί πληρώνομαι και με σέβονται.
Αμείβομαι κάθε μήνα. Αυτό για μένα είναι η καλύτερη συνθήκη εργασίας, συν το καλό σενάριο, η άψογη σκηνοθεσία, το έμπειρο συνεργείο και το λαμπρό καστ.
> Η ενασχόλησή σας με την πολιτική πώς προέκυψε; Στις εκλογές του Μαΐου και του Ιουνίου του 2012 καθώς και του Ιανουαρίου του 2015 εκλεχθήκατε ως βουλευτής με το ΚΚΕ στην εκλογική περιφέρεια της Βʼ Θεσσαλονίκης.
Μεγαλώσαμε σε ένα σπίτι πολιτικοποιημένο. Για εμένα τα πάντα είναι πολιτική. Θέλω μια καλύτερη ζωή για όλο τον κόσμο αλλά τον ίδιο αγώνα έκανα και στο σωματείο μου.
Δεν μου αρέσει η εκμετάλλευση και το να προσκυνάω. Μου αρέσει το δίκιο. Μου έκαναν την τιμή στο ΚΚΕ. Δεν το επιδίωξα αλλά τους ευχαριστώ όλους.
> Τα πράγματα στην Ελλάδα πάνε από το κακό στο χειρότερο. Θα μας φέρουν και τέταρτο Μνημόνιο λέτε;
Έχουμε φτάσει σε οριακό σημείο. Ο λαός πρέπει να αποφασίσει. Αυτά που λέω τα πιστεύω. Μόνο αυτός έχει τη δύναμη. Φτάσαμε σε τέλμα. Πρέπει ο λαός να πιστέψει ξανά στη δύναμή του και να αποφασίσει να αντιδράσει. Έγιναν πάρα πολλά για να πειστεί ο κόσμος ότι δεν υπάρχει ελπίδα και να κυριαρχήσει ο φόβος.
Μα, είναι δυνατόν να έχει αναθέσει το κράτος σε εισπρακτικές εταιρείες την καταβολή των χρεών που έχουν οι πολίτες; Τι αδυσώπητη κυβέρνηση είναι αυτή; Αυτό το έκαναν μέχρι σήμερα οι τράπεζες και τα καταστήματα, τώρα το κάνει και το Δημόσιο;
Πού οδηγούν τον κόσμο; Στην αυτοκτονία; Το καπιταλιστικό σύστημα έχει δείξει τα δόντια του. Στην παράσταση «Ωχ τα νεφρά μου» λέει ο ήρωας: «Μα, γιατί τα βάζεις μαζί μου; Βάλτα με έναν καπιταλιστή». Αυτή είναι η αλήθεια, για να μην κοροϊδευόμαστε.
> Θα γίνουμε σκλάβοι των ξένων;
Το μαγαζί είναι γωνιακό. Δεν μπορεί να λέει ο λαός ακόμη, ύστερα από όσα έχουμε ζήσει, «τι φταίει το παλικαράκι;» (σ.σ.: Αλέξης Τσίπρας). Για εμένα κάποιοι βρίσκονται σε εντεταλμένη υπηρεσία. Αλίμονο αν δεν γίνει κοινωνική έκρηξη στην Ελλάδα. Να γίνει όμως συνειδητά και με σκέψη.
> Στον κλάδο σας πώς πάνε τα πράγματα;
Τραγικά. Δεν υπάρχει κατοχύρωση του επαγγέλματος. Ο μεγαλύτερος αριθμός ηθοποιών είναι απογοητευμένος. Το ΣΕΗ (Σωματείο Ελλήνων Ηθοποιών) κλείνει εκατό χρόνια ζωής, και το λέω αυτό με πολύ υπερηφάνεια. Αλλά θα ήθελα τους ηθοποιούς πιο αγωνιστές.
> Διανύουμε τη Μεγάλη Εβδομάδα. Η εσωτερική αναζήτηση του καθένα μας πάνω στη ζωή, τον θάνατο, την Ανάσταση ψυχών και σωμάτων είναι μεγάλη. Σας περνάνε από το μυαλό σας τα πρόσωπα που χάσατε;
Θυμάμαι την αδερφή μου, τη Νατάσα. Ήταν τόσο δυνατή, πάλεψε τόσο πολύ με τον καρκίνο, και μάλιστα για καιρό, που δεν πιστεύαμε ότι θα πεθάνει. Πώς διαχειριστήκαμε την απώλειά της όσοι απομείναμε, και κυρίως τα παιδιά της, είναι ένα μεγάλο θέμα.
Αυτό που καταφέραμε κάποια στιγμή είναι να την κουβαλάμε μαζί μας, είναι σαν να νιώθουμε ότι είναι εδώ. Θυμόμαστε με την κόρη της και τον γιο της τα αστεία της Νατάσας. Είναι ώρες όμως που μας λείπει η σαρκική επαφή.
Η αγκαλιά της. Ξέρετε, σε όλη μου τη ζωή, ό,τι και να μου συνέβαινε, έπαιρνα τηλέφωνο τη μάνα μου και την αδερφή μου. Ακόμη και τώρα, στα δύσκολα και στα εύκολα, παίρνω το τηλέφωνο και ασυναίσθητα σχηματίζω αυτά τα δύο τηλέφωνα. Η μάνα μου έφυγε έξι χρόνια μετά τον θάνατο της Νατάσας, κουβαλώντας την πίκρα της απώλειας.