Περιμένοντας τους βαρβάρους
Το Πάσχα του πολέμου. Τότες που, παιδιά εμείς, νιώθαμε την Ιστορία να γράφεται στο πετσί μας. Ήταν τέτοιες ημέρες του 1941, όταν η Ελλαδίτσα μας βρισκόταν στο απόγειο της δόξας της και ενώ όλοι νιώθαμε τη γερμανική «δαμόκλειο σπάθη» να αιωρείται πάνω από τα κεφάλια μας, παραμέναμε ήρεμοι. Βλέπαμε τα μαύρα σύννεφα που συσσωρεύονταν, ευελπιστούσαμε όμως πως δεν θα μας αγγίξει η μπόρα. Στο αλβανικό μέτωπο, αφού τσακίστηκαν οι Ιταλοί με την εαρινή τους επίθεση, οι επιθετικές επιχειρήσεις περιορίστηκαν στο ελάχιστο. Στα μετόπισθεν, κουτσά-στραβά, τα καταφέρναμε και επιβιώναμε, χωρίς πολλές ελλείψεις. Οι σύμμαχοί μας Βρετανοί μας έστειλαν στρατιωτική βοήθεια τα λιοντάρια του Ουέιβελ από την Αφρική, δηλαδή λίγους Νεοζηλανδούς, ώστε να αντιμετωπίσουμε εμείς, ο «Δαυίδ», τον Γερμανό «Γολιάθ»…
Στις 20 Απριλίου του ʽ41 εορταζόταν το ελληνικό Πάσχα και στις 13 το Πάσχα των Δυτικών. Ρομαντικός ο Έλληνας, εφησύχαζε, μη μπορώντας να φαντασθεί πως οι Γερμανοί, λαός χριστιανικός, περιφρονώντας τις άγιες ημέρες, θα εξαπέλυαν πόλεμο πασχαλιάτικα και δίναμε απεριόριστες αναβολές σε πιθανή επίθεση. Γνωρίζαμε εξάλλου πως έτρεφαν απεριόριστο σεβασμό προς την Ελλάδα. Αυτοί καθιέρωσαν να παίρνουν την Ιερή Φλόγα από την Ολυμπία για να φωτίζει τους Ολυμπιακούς Αγώνες. Ο Χίτλερ έστειλε το προσωπικό του αεροπλάνο και πήρε τον Σπύρο Λούη, τον ολυμπιονίκη των πρώτων Ολυμπιακών Αγώνων και τον έβαλε τιμητικά επικεφαλής της παρέλασης των αθλητών στην έναρξη των Αγώνων του 1936. Και το γερμανικό Εθνικοσοσιαλιστικό Κόμμα προσέφυγε στην ελληνική μυθολογία και διάλεξε για έμβλημά του τον αγκυλωτό σταυρό, τη λεγομένη «σβάστικα». Όλα έδειχναν πως η Ελλάδα είχε τους Γερμανούς στο τσεπάκι. Οι πόλεμοι όμως του 20ού αιώνα ήσαν ολοκληρωτικοί. Δεν ήσαν σαν άλλοτε που κυριαρχούσαν οι καλοί τρόποι, η καλή συμπεριφορά, ο ιπποτισμός. Τώρα ήταν αλλιώς. Τώρα υπήρχαν Στούκας, υπήρχαν Πάντσερ, υπήρχε ο κακός και ο ψυχρός τους ο καιρός.
Από την αυγή της 6ης Απριλίου μια τεράστια πολεμική μηχανή, που όμοιά της δεν ξανάγινε, άρχισε να βαράει ασυγκράτητη την Ελλάδα. Η ακατανίκητη πολεμική τους αεροπορία εφορμούσε και βομβάρδιζε αδιακρίτως πόλεις και χωριά χωρίς σταματημό, χωρίς διάλλειμα, με το μεγαλύτερό της ξεσάλωμα τη Μεγάλη Παρασκευή, σκορπώντας τον θάνατο. Στην Αθήνα οι συναγερμοί διαδέχονταν ο ένας τον άλλον και οι σειρήνες ηχούσαν σχεδόν ακατάπαυστα. Τα σμήνη των αεροπλάνων αυλάκωναν τον αττικό ουρανό μαγαρίζοντας την Ακρόπολη. Οι στρατιωτικές δυνάμεις τους προελαύνανε διά πυρός και σιδήρου, ερειπώνοντας τα πάντα. Παρακολουθούσαμε τις ειδήσεις από το ραδιόφωνο, μιας και τις εφημερίδες τις ξεπερνούσαν τα γεγονότα. Στα οχυρά μας, στη γραμμή Μεταξά, οι Γερμανοί έσπασαν τα μούτρα τους και το Ρούπελ έγινε μυθικό. Βρήκαν όμως τα μηχανοκίνητά τους ανοιχτό τον δρόμο από τη Γιουγκοσλαβία, ξεχύθηκαν στις μακεδονικές πεδιάδες και καταλάβανε τη Θεσσαλονίκη. Μαύρισε η παραλία μπροστά στον Λευκό Πύργο από τα τανκς και τα τεθωρακισμένα που παρκάρανε να ξαποστάσουν, ενώ οι στρατιές συνέχισαν να ανοίγουν δρόμο προς την πρωτεύουσα. Φως δεν υπήρχε από πουθενά. Μια μαυρίλα σκέπαζε τα πάντα. Η θρησκεία παρέμενε το μοναδικό στήριγμα του λαού και οι εκκλησίες ήσαν πάντα γεμάτες. Την Κυριακή των Βαΐων η λειτουργία ήταν συνοπτική. Βάγια δεν μοιράστηκαν. Τη Μεγάλη Εβδομάδα η Ακολουθία του Νυμφίου γινόταν στις 4 το απόγευμα. Τις ψαλμωδίες σιγοντάριζε ο βόμβος των αεροπλάνων και οι σειρήνες των Στούκας, που πετούσαν και βομβάρδιζαν τα γύρω. Ψαλιδίστηκαν τα 12 Ευαγγέλια και η «Σταύρωση» έγινε το απόγευμα, όπου ακούστηκε το «Σήμερον κρεμάται επί ξύλου». Με το φως της ημέρας έγινε και η περιφορά του Επιταφίου μέσα στην εκκλησιά. Όσο για το «Χριστός Ανέστη», λέχτηκε χαμηλόφωνα μέσα στην εκκλησιά, στις 8 το πρωί της Κυριακής. Η σκέψη όλων βρισκόταν στο μέτωπο. Στον Όλυμπο η άμυνα έσπασε και τα Πάντσερ ξεχύθηκαν στη Θεσσαλία. Οι Άγγλοι άρχισαν να φεύγουν, ζώντας μια δεύτερη Δουνκέρκη, και η λέξη συνθηκολόγηση άρχισε στα μουλωχτά να συζητιέται. Μεγάλη Παρασκευή αυτοκτόνησε ο πρωθυπουργός Κοριζής και για τρεις ημέρες δεν υπήρχε κυβέρνηση, καθώς κανείς δεν δεχόταν να αναλάβει. Τελικά ορκίστηκε πρωθυπουργός ο ίδιος ο βασιλιάς Γεώργιος.
Οι Έλληνες προετοιμάζονταν για τα χειρότερα…