Ο Τραμπ διαψεύδει τις ελπίδες για μια άλλη πορεία

Τα λόγια αυτά τα απευθύνει η Αθηνά στις Ερινύες, που θέλει να μετατρέψει σε Ευμενίδες, στην «Ορέστεια» του Αισχύλου. Προβάλλει τη δύναμή της και τη σχέση της με τον ύπατο των θεών, τον πατέρα της, Δία, χαρακτηριστικό σύμβολο της ισχύος του οποίου είναι ο παγκρατής κεραυνός, τον οποίο εχάλκευσαν γιʼ αυτόν οι Κύκλωπες. Το εξόχως συμβολικό στη στιχομυθία αυτή είναι η σχέση της Αθηνάς με τον κεραυνό. Η Αθηνά είναι η θέα της σοφίας, η θεά παραστάτης των μεγάλων και ωραίων έργων και των ηρώων που τα επιτελούν. Η ισχύς του Διός και το κατʼ εξοχήν σύμβολο που την εκφράζει, ο κεραυνός, συνδέεται με τη σοφία της Αθηνάς. Ο κεραυνός δεν είναι τυφλή δύναμη καταστροφής αλλά σύνεργο ηθικής τάξεως, σοφής χρήσεως και τιμωρίας της ύβρεως στη συμπεριφορά των ανθρώπων.

Ο Αμερικανός Πρόεδρος Τραμπ ίσως να μη γνωρίζει τον Αισχύλο και τη σχέση που είχε στην Ελληνική σκέψη ο τιμωρός κεραυνός με τη θεά της σοφίας Αθηνά. Η πυραυλική του όμως επίθεση κατά της Συρίας, με κατασκευασμένο πρόσχημα, είναι χαρακτηριστική περίπτωση της υπεροψίας με την οποία αντιμετώπισε μια κατάσταση που απαιτούσε και απαιτεί μια άλλη πολιτική και όχι την παλινδρόμηση σε μια χρεοκοπημένη και επικίνδυνη πολιτική που άσκησαν οι προκάτοχοί του σε παρασκηνιακή συμπαιγνία με τους ακραίους Ισλαμιστές και αυτούς που τους στηρίζουν.

Το δυστύχημα στην περίπτωση αυτή είναι ότι ο Αμερικανός Πρόεδρος γνωρίζει ποια είναι η άλλη αυτή πολιτική: Την είχε διακηρύξει προεκλογικά. Την επιβεβαίωσε και μετά την εκλογή του, με δηλώσεις του υπουργού του Εξωτερικών και της Αμερικανίδος εκπροσώπου στον ΟΗΕ ότι ο Άσαντ είναι θέμα που αφορά τον Συριακό λαό και ότι προτεραιότητα για την Αμερικανική πολιτική είναι ο πόλεμος κατά των Τζιχαντιστών του Ισλαμικού Κράτους.

Η αιφνίδια αλλαγή πορείας δεν είναι, δυστυχώς, ανεξάρτητη από τον παρασκηνιακό πόλεμο που ξέσπασε, αμέσως μετά την εκλογή του, στους κόλπους του βαθέως Αμερικανικού κράτους, που έχει ως κεντρικό πυρήνα του μια ασύδοτη χρηματιστική ολιγαρχία και το βασίλειο του Πενταγώνου και των Μυστικών Υπηρεσιών. Το βαθύ αυτό κράτος είναι ταυτισμένο με την αντι-Ρωσική πολιτική και εχθρότητα, γιατί η Ρωσία, όπως και προηγουμένως η Σοβιετική Ένωση, προβάλλεται ως η μόνη χώρα που διεκδικεί ρόλο ισότιμου γεωπολιτικού ανταγωνιστή των ΗΠΑ. Εσχάτως έχει προστεθεί, κοντά στη Ρωσία, και η Κίνα, η οικονομική και στρατιωτική ανάπτυξη της οποίας προκαλεί ανησυχία και φόβο.

Η προτεραιότητα όμως που δίδεται από το βαθύ Αμερικανικό κράτος στη Ρωσία δεν σχετίζεται μόνο με τη γεωγραφική της εγγύτητα στην Ευρώπη, που αντιπροσωπεύει τον δεύτερο πόλο της Ευρω-Ατλαντικής Συμμαχίας και προβάλλει την ανταγωνιστική ισχύ της στον κρίσιμο άξονα από τη Βαλτική ως την Ανατολική Μεσόγειο και τη Μέση Ανατολή και τα Βαλκάνια. Δίδεται επίσης γιατί το βαθύ Αμερικανικό κράτος την αντιμετωπίζει ως το κύριο και πρωταρχικό εμπόδιο στην επιβολή της παγκοσμιοποιήσεως, την οποία επισήμως έχει καταστήσει, από τα μέσα της δεκαετίας του ʼ90, όχημα πολιτικής για παγκόσμια ηγεμονία.

Η πολιτική αυτή έφτασε στα όριά της και κατέδειξε ότι αυτό που είναι προς το συμφέρον μιας ολιγαρχίας, κυρίως χρηματιστικής, δεν είναι προς το πραγματικό εθνικό συμφέρον μιας χώρας, ακόμη και των ΗΠΑ, που είναι η ισχυρότερη χώρα του κόσμου.

Η ανάσταση της Ρωσίας με τον Πούτιν, μετά την τραγική της πτώση με τον Γιέλτσιν, την επανέφερε ως χώρα εθνικής οικονομίας και την όρθωσε ως ανυπέρβλητο εμπόδιο στην επιβολή της παγκοσμιοποιήσεως. Επιπλέον, χώρες όπως η Κίνα και η Γερμανία επωφελήθηκαν από την παγκοσμιοποίηση και την κατέστησαν δικό τους ανταγωνιστικό πλεονέκτημα. Η Κίνα, στηριζόμενη στην απεραντοσύνη της, το χαμηλό επίπεδο ζωής, τον κεντρικό έλεγχο και τον στρατηγικό σχεδιασμό, με τη βοήθεια του πολιτικού της συστήματος, και στη μη μετατρεψιμότητα του νομίσματός της. Η Γερμανία, επωφελούμενη από τον ηγεμονικό ρόλο που κατέκτησε στην Ευρώπη, με την Ευρωπαϊκή Ένωση και το ευρώ και την αμυντική της κάλυψη από το ΝΑΤΟ, που της επιτρέπει, όπως και σε πολλές άλλες Ευρωπαϊκές χώρες, να έχει έναν πολύ χαμηλό αμυντικό προϋπολογισμό.

Οι ΗΠΑ διεπίστωσαν με καθυστέρηση πως η περιβόητη παγκοσμιοποίηση, που είχε προβληθεί κυρίως από τους Κλίντον, ως μια ηγεμονική πολιτική, που ήταν δήθεν αναπόφευκτη, συνδεόμενη με την εξέλιξη του κόσμου και η οποία συνέφερε δήθεν τις ΗΠΑ, υπέσκαπτε στην πραγματικότητα την ισχύ των ΗΠΑ και οδηγούσε σε παρακμή και μαρασμό τη βιομηχανία και την οικονομία της. Αυτή η σιωπηρή συνειδητοποίηση από τον απλό κόσμο έφερε την έκπληξη Τραμπ στις Προεδρικές εκλογές.

Ο Πρόεδρος Τραμπ έσπευσε να δώσει δείγματα της νέας πολιτικής, καταγγέλλοντας επισήμως την παγκοσμιοποίηση και αφήνοντας ανοικτό το ενδεχόμενο να πάρει μέτρα προστασίας της Αμερικανικής οικονομίας, παραλλήλως προς τα μέτρα ελέγχου των Αμερικανικών συνόρων από τη λαθρομετανάστευση. Είχε διακηρύξει επίσης ότι θα συνεργασθεί με τη Ρωσία για τον πόλεμο κατά της τρομοκρατίας στη Μέση Ανατολή και για την ανάπτυξη της διεθνούς συνεργασίας και ειρήνης.

Η στροφή με τον βομβαρδισμό στη Συρία επιφέρει μεγάλο πλήγμα στις ελπίδες που είχαν δημιουργηθεί για μια άλλη Αμερικανική πολιτική. Επαναφέρει την Αμερικανική πολιτική στην ίδια και ακόμη πιο επικίνδυνη προοπτική. Ακόμη και αν γίνει δεκτή η θεωρία ότι η προσφυγή στην πυραυλική επίθεση στη Συρία ήταν μια κίνηση εκτονώσεως των πιέσεων που ασκούνται στον νέο Πρόεδρο από το βαθύ Αμερικανικό κράτος, οι συνέπειες δεν είναι εύκολα αναστρέψιμες. Θα ήταν ακόμη πολύ χειρότερη οποιαδήποτε κλιμάκωση της κρίσεως με την αποστολή χερσαίων δυνάμεων στη Συρία.

Η επίσκεψη Τίλερσον στη Μόσχα δεν φαίνεται να έφερε κάποιο μήνυμα αποκλιμακώσεως. Αντιθέτως, σύμφωνα με όσα μεταδίδονται από τα πρακτορεία ειδήσεων, ο Αμερικανός υπουργός κάλεσε, εκ μέρους του Προέδρου Τραμπ, τη Μόσχα να επιλέξει μεταξύ της φιλίας και της συνεργασίας με τις ΗΠΑ και του προέδρου Άσαντ της Συρίας. Είναι, προφανώς, προκλητικό να καλείται η Μόσχα να εγκαταλείψει τον σύμμαχό της, ύστερα από μια προκατασκευασμένη επίθεση με χημικά όπλα.

Η ένταση στις σχέσεις μεταξύ των δύο μεγάλων είναι ιδιαίτερα επικίνδυνη για ολόκληρη την περιοχή και την ειρήνη του κόσμου. Για την Ελλάδα και την Κύπρο ειδικότερα δεν προμηνύει τίποτε καλό, γιατί κάθε φορά που μεγαλώνει η ένταση μεταξύ των δύο υπερδυνάμεων ενισχύεται και η στρατηγική σημασία της Τουρκίας, η οποία καραδοκεί να την εκμεταλλευθεί. Αυτό που, ευτυχώς, λειτουργεί σήμερα ανασχετικά είναι η Αμερικανική πολιτική για τους Κούρδους της Συρίας αλλά και η βαθιά δυσπιστία προς τον μεγαλομανή και αναξιόπιστο Ταγίπ Ερντογάν.


Σχολιάστε εδώ