Η σκοπιμότητα της μακροχρόνιας διαπραγμάτευσης

Οι πληροφορίες συγκλίνουν ότι πράγματι τα τεχνικά κλιμάκια θα επιστρέψουν στις αρχές της Μεγάλης Εβδομάδας.

Οι μακροχρόνιες συζητήσεις για το κλείσιμο της δεύτερης αξιολόγησης, πρωτίστως εκ του αποτελέσματος που θα περιλαμβάνει η συμφωνία, όποτε και αν αυτή επιτευχθεί, θα πρέπει να αξιολογηθούν. Καλύτερα, θα έλεγα, θα πρέπει να δικαιολογηθούν από τη μεριά των ελλήνων διαπραγματευτών. Αυτό αποτελεί μια στοιχειώδη αποτίμηση κόστους-οφέλους, ικανή να μας καταδείξει την αποτελεσματικότητα της διαπραγμάτευσης.

Όμως για να είμαστε σε θέση να αποτιμήσουμε τις μακριές διαπραγματεύσεις θα πρέπει να έχουμε όλα τα στοιχεία. Κάτι που σήμερα δεν συμβαίνει. Επίσης θα πρέπει να λάβουμε υπόψη τα αιτήματα των δανειστών αλλά και τα αιτήματα της ελληνικής κυβέρνησης που έχουν τεθεί στο τραπέζι της διαπραγμάτευσης. Παρότι δεν έχουμε την ολοκληρωμένη απόφαση, μπορούμε να προβούμε σε ορισμένες, κατʼ αρχάς, σκέψεις με βάση τα υπάρχοντα στοιχεία.

Είναι γνωστό το έμμεσο κόστος που καταβάλλει σήμερα η ελληνική οικονομία λόγω της υπάρχουσας αβεβαιότητας, απόρροια της μη ολοκλήρωσης της δεύτερης αξιολόγησης. Προσοχή όσον αφορά το κόστος που αναλογεί σε αυτήν την κατάσταση. Διότι το αφήγημα ότι όλα θα ακολουθήσουν τον σωστό δρόμο μετά το κλείσιμο της δεύτερης αξιολόγησης έχει πολλούς δράκους, που κρύβονται επιμελώς από τους επιτήδειους. Πάντως πράγματι υπάρχει σημαντικό κόστος, διότι στην οικονομία ο χρόνος παίζει μεγάλο ρόλο και επειδή όλα τα οικονομικά μεγέθη λειτουργούν με βάση το εναλλακτικό κόστος.

Τώρα υπάρχει άμεσο κόστος, δηλαδή συνέχιση της δημοσιονομικής προσαρμογής τουλάχιστον μέχρι και το 2020; Προσωπικά, πιστεύω πως θα παραταθεί μέχρι το 2022, όταν λήγει η περίοδος χάριτος των δανείων, και θα χρειαστεί συγκεκριμένη παρέμβαση για την αναδιάρθρωση του ελληνικού δημοσίου χρέους. Όμως όλα αυτά είναι πολύ μακρινά.

Σαφέστατα υπάρχει νέα δημοσιονομική προσαρμογή: Για τα έτη 2019-2020 3,8 δισ. ευρώ ή 2% του ΑΕΠ. Αν το ΑΕΠ το 2019 και το 2020 μεγεθυνθεί, σύμφωνα με τις προβλέψεις, τα 3,8 δισ. ευρώ θα αυξηθούν αναλόγως, δεδομένου ότι το μέτρο είναι το 2% του ΑΕΠ. Τώρα αν η εφαρμογή των μέτρων ύψους 1% του ΑΕΠ στο Ασφαλιστικό γίνει το 2019 και 1% του ΑΕΠ στο Φορολογικό πραγματοποιηθεί το 2020 έχει ελάχιστη σημασία.

Η εξέλιξη αυτή συνιστά σαφέστατη υποχώρηση της ελληνικής κυβέρνησης και απόλυτη επικράτηση των απόψεων του ΔΝΤ, με την ακραιφνή υποστήριξη της Γερμανίας και τη σιωπηρή αποδοχή της Ευρωπαϊκής Επιτροπής.

Το αίτημα της ελληνικής κυβέρνησης για επαναφορά των συλλογικών συμβάσεων με επεκτασιμότητα δεν φαίνεται να ικανοποιείται. Θα συζητηθεί μετά το τέλος του προγράμματος, δηλαδή ζήσε Μαύρε μου να φας τριφύλλι.

Το αίτημα των δανειστών για αλλαγή του συνδικαλιστικού νόμου επίσης φαίνεται ότι γίνεται αποδεκτό. Αντιθέτως, φαίνεται να μην αυξάνεται το ποσοστό των ομαδικών απολύσεων.

Τα ενεργειακά θέματα οδηγούνται σε διευθετήσεις σύμφωνες με τις αποφάσεις του θεσμικού πλαισίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Απλά σπρώχνονται οι αποφάσεις χρονικά και συγκεκριμένα για το φθινόπωρο.

Τα θέματα του χρέους το πιθανότερο είναι να αρχίσουν να συζητιούνται μετά τις γερμανικές εκλογές και πριν από την ολοκλήρωση του προγράμματος.

Τι λοιπόν απέδωσε εν τοις πράγμασι η τόσο μακροχρόνια διαπραγμάτευση;

Νομίζω ότι και με τη συμβολή της αντιπολίτευσης, η οποία απλώς πίεζε να κλείσει η αξιολόγηση, έδωσε τη δυνατότητα στην ελληνική κυβέρνηση να στρέψει τον προβολέα μόνο στον στόχο «ολοκλήρωση της αξιολόγησης πάση θυσία» και να τον απομακρύνει, επιμελώς, από το περιεχόμενο της αξιολόγησης, όπου η υποχώρηση είναι ολική και άτακτη.

Το μοναδικό βέβαιο συμπέρασμα ύστερα από εφτά χρόνια διαπραγματεύσεων είναι ότι οι δυνατοί επιβάλλουν τη θέλησή τους. Όσοι στις διαπραγματεύσεις πορεύονται μόνο με ηθικοκανονιστικά προτάγματα, χωρίς αίσθηση της ισχύος, έχουν ηττηθεί πριν καν ξεκινήσει η μάχη.


Σχολιάστε εδώ