Αξιολόγηση, πλεονάσματα και χρέος…
Η πραγματικότητα είναι πιο σύνθετη και η έκβαση του προγράμματος αβέβαιη, καθώς σκοπός είναι η εξασφάλιση αποπληρωμής του χρέους, με υπερβολική λιτότητα, που οδηγεί την κοινωνία στην εξαθλίωση.
Είναι σαφές πως κλείσιμο της αξιολόγησης σημαίνει:
α. Μείωση των συντάξεων.
β. Μείωση του αφορολόγητου.
γ. Απορρύθμιση της αγοράς εργασίας.
δ. Πώληση του 40% των μονάδων της ΔΕΗ.
Περικοπές συντάξεων και μείωση αφορολογήτου δεν είναι μεταρρυθμίσεις. Δεν προσφέρουν στην ανταγωνιστικότητα, ενώ η επαπειλούμενη μείωση της ζήτησης θα προκαλέσει νέο υφεσιακό σοκ. Το πρόβλημα του Ασφαλιστικού είναι δικαιότερο να αντιμετωπισθεί μεσοπρόθεσμα και όχι εδώ και τώρα. Εξάλλου η ιδιωτικοποίηση της ΔΕΗ μπορεί να οδηγήσει σε επιβάρυνση του ενεργειακού κόστους των επιχειρήσεων. Υπενθυμίζεται πως η Γαλλία δεν έχει απελευθερώσει την ενεργειακή της αγορά, ενώ έχει εξαγοράσει όλο το ενεργειακό δυναμικό του Βελγίου. Τέλος, η πλήρης απορρύθμιση της αγοράς εργασίας αποτελεί καινοφανές πείραμα στον ευρωπαϊκό χώρο.
Είναι φυσικό πως η κυβέρνηση δεν μπορεί να επωμισθεί εύκολα το βάρος αυτών των υφεσιακών μέτρων. Είναι προφανές πως οι αρνητικές επιπτώσεις θα είναι δραματικές για την αγοραστική δύναμη των πολιτών -συνεπώς και για την αγορά- και θα πλήξουν την αξιοπιστία της κυβέρνησης, παρά τα όποια αντίμετρα κοινωνικής προστασίας. Ακριβώς για τον λόγο αυτό η αντιπολίτευση, που υποστηρίζει το άμεσο κλείσιμο της αξιολόγησης, δεν θα ψηφίσει τα μέτρα, προσδοκώντας να αποκομίσει οφέλη από τη συρρίκνωση της επιρροής της κυβέρνησης. Είναι υποχρεωμένη λοιπόν η κυβέρνηση να αναζητήσει πολύ προσεκτικά φόρμουλα διεξόδου, καθώς οι δανειστές δεν της προσέφεραν μέχρι τώρα τα μεσοπρόθεσμα μέτρα ελάφρυνσης του χρέους.
Η υπόσχεση των δανειστών, που εκκρεμεί από το 2014, εντέχνως μετατοπίζεται χρονικά με διάφορες δικαιολογίες. Η πιο πρόσφατη είναι οι γερμανικές εκλογές του Σεπτεμβρίου. Το σχέδιο των δανειστών είναι να εξασφαλίσουν πρώτα την ψήφιση των μέτρων λιτότητας που αναφέρθησαν παραπάνω και με βάση τη δημοσιονομική τους επίπτωση να προχωρήσουν κατά την εαρινή σύνοδο του ΔΝΤ στον προσδιορισμό του ύψους των πρωτογενών πλεονασμάτων (3,5%) μέχρι το 2025 τουλάχιστον. Όσο υψηλότερα είναι τα πλεονάσματα τόσο μικρότερη η ελάφρυνση χρέους που θα απαιτήσει το ΔΝΤ προκειμένου να συμμετάσχει στο πρόγραμμα. Βέβαια, εάν τα μέτρα και τα υψηλά πλεονάσματα για πολλά χρόνια αφαιρούν μεγάλα ποσά από την οικονομία (15% του ΑΕΠ ετησίως), η Γερμανία θα ισχυρισθεί πως δεν χρειάζεται ελάφρυνση του χρέους, καθώς αυτό θα «εξυπηρετείται» με τη διαρκή φτωχοποίηση των Ελλήνων.
Είναι γνωστό πως η Γερμανία δεν δέχεται να συζητηθεί το θέμα του χρέους πριν από τις γερμανικές εκλογές. Το κρίσιμο ζητούμενο λοιπόν είναι να δεσμευθεί η κ. Μέρκελ για τη μεσοπρόθεσμη ρύθμιση, μέχρι το Eurogroup της 22ας Μαΐου. Το θέμα θα συζητηθεί στη Σύνοδο του ΔΝΤ τον Απρίλιο, αφού θα έχουν δημοσιευθεί τα στοιχεία της Eurostat για το 2016. Επομένως η κυβέρνηση δεν μπορεί να κλείσει την αξιολόγηση με μέτρα λιτότητας που αφορούν την περίοδο μετά το 2018, χωρίς να εξασφαλίσει τα μεσοπρόθεσμα μέτρα ελάφρυνσης του χρέους.
Κάτι τέτοιο θα αποτελούσε πολιτική αυτοκτονία, καθώς δεν θα έχει κανένα ελαφρυντικό για μια τέτοια διαχείριση του δράματος της ελληνικής οικονομίας, που θα υποστεί νέο υφεσιακό σοκ μετά την τυπική λήξη του τρίτου Μνημονίου και θα έχει να αντιμετωπίσει μακρά περίοδο ανέφικτων πλεονασμάτων.
Το ΔΝΤ -μέτοχος του ESM- θα παρουσιάσει τις νέες του εκτιμήσεις για την πορεία της βιωσιμότητας του χρέους με βάση τα δημοσιευμένα στοιχεία του 2016.
Καθώς αυτά δεν είναι θετικά για το τελευταίο τρίμηνο του 2016 και το πρώτο τρίμηνο του 2017, ανατρέπονται οι εκτιμήσεις για την ανάπτυξη του 2017 και υπάρχει πιθανότητα να αυξήσουν οι δανειστές τις απαιτήσεις για νέα μέτρα μέχρι το 2018. Στην περίπτωση που η Γερμανία αρνηθεί να δεσμευθεί για το χρέος τον Απρίλιο, στις συζητήσεις με το ΔΝΤ, δεν αποκλείεται το κλείσιμο της αξιολόγησης να καταλήξει σε δύο φάσεις.
Στην πρώτη, με νομοθέτηση μέτρων για την περίοδο μέχρι το καλοκαίρι του 2018, θα χορηγηθεί μέρος της αναμενόμενης δόσης για πληρωμή των δανειακών υποχρεώσεων του Ιουλίου. Η δεύτερη θα μπορούσε να ολοκληρωθεί μετά τις γερμανικές εκλογές, ώστε να συμπεριληφθεί στη συζήτηση και το θέμα της ελάφρυνσης των ετήσιων τοκοχρεωλυτικών υποχρεώσεων.
Κλειδί του γρίφου αποτελεί η δήλωση της κυβέρνησης στην ημερίδα του Γραφείου Προϋπολογισμού της Βουλής: «Η ελάφρυνση του χρέους είναι βασικός όρος για την επιτυχή ολοκλήρωση του προγράμματος», «η κυβέρνηση επιδιώκει μια συνολική συμφωνία».
Είναι αλήθεια πως μόνο η απομείωση του χρέους θα εμποδίσει τον πλήρη αφελληνισμό της παραγωγής και θα διατηρήσει αναπτυξιακές προοπτικές. Να εξασφαλίσουμε δηλαδή βιωσιμότητα της ανάπτυξης και όχι μόνο βιωσιμότητα του χρέους.