Πόσο ανησυχητική είναι μια λιποθυμία
Ένα σημαντικό ποσοστό συγκοπτικών επεισοδίων, παρά τον ενδελεχή έλεγχο, παραμένει χωρίς σαφή αιτιολόγηση, οπότε και έχει καλοήθη πρόγνωση.
Όταν όμως η συγκοπή οφείλεται σε καρδιολογικά αίτια, η πρόγνωση είναι δυσμενέστερη και η ανάγκη θεραπευτικής παρέμβασης απαραίτητη», διευκρινίζει ο καρδιολόγος Σταύρος Αλεξάκης, συνεργάτης του Ιδιωτικού Πολυϊατρείου Ηλιούπολης. «Αρρυθμίες (όπως βραδυκαρδία ή επεισόδια κοιλιακής ταχυκαρδίας), δομικές καρδιακές βλάβες (όπως στένωση αορτικής βαλβίδας) και στεφανιαία νόσος αποτελούν τους λόγους που τα λιποθυμικά επεισόδια προκύπτουν εξαιτίας καρδιακών προβλημάτων.
Επιπλέον μπορεί να οφείλονται σε νευρολογικά αίτια (όπως π.χ. ισχαιμικό εγκεφαλικό ή κρίση επιληψίας) αλλά και σε αγγειοπαρασυμπαθητικά, μετά από έντονο πόνο, θέαση αίματος και στρες.
Η ορθοστατική συγκοπή, η οποία προκαλείται από απότομη πτώση της αρτηριακής πίεσης όταν ο άνθρωπος από ύπτια θέση μεταβαίνει γρήγορα σε όρθια θέση, είναι άλλος ένας λόγος συγκοπτικού επεισοδίου και μπορεί να οφείλεται σε λήψη φαρμάκων, όπως διουρητικά ή αντιπυρετικά φάρμακα», προσθέτει.
Οι αιτίες της συγκοπής διαφέρουν από ηλικία σε ηλικία. Ο επιπολασμός της συγκοπής αυξάνεται με τη γήρανση και υπερβαίνει το 20% σε άτομα ηλικίας ≥ 75 ετών. Οι ενήλικες μεγαλύτερης ηλικίας με συγκοπή έχουν κατά μέσο όρο 3,5 φορές περισσότερες χρόνιες παθήσεις και λαμβάνουν 3 φορές περισσότερα φάρμακα από τον γενικό πληθυσμό, παράγοντες που συμβάλλουν στην πολυπλοκότητα της αξιολόγησης και της διαχείρισης των λιποθυμικών επεισοδίων σε ενήλικες μεγαλύτερης ηλικίας. Εκτός από την πολυνοσηρότητα και την πολυφαρμακία, υπάρχουν επίσης αλλαγές που σχετίζονται με τη δομή και τη λειτουργία της καρδιάς λόγω ηλικίας, οι οποίες συμβάλλουν στην υψηλότερη συχνότητα εμφάνισης και τον επιπολασμό της συγκοπής στους ηλικιωμένους.
Μεταξύ όλων, οι αρρυθμίες και οι διαρθρωτικές καρδιαγγειακές αιτίες ευθύνονται για τη μειονότητα των περιστατικών.
Η αιφνίδια απώλεια συνείδησης είναι επικίνδυνη τόσο για τον ίδιο τον ασθενή όσο και για το περιβάλλον του.
Εάν π.χ. συμβεί κατά τη διάρκεια οδήγησης μπορεί να προκαλέσει σοβαρό τραυματισμό ή θάνατο του χειριστή ή / και άλλων ανθρώπων, αλλά και σημαντικές υλικές ζημιές. Οι διεθνείς κατευθυντήριες οδηγίες προτείνουν αποχή από την οδήγηση για μέχρι και 6 μήνες μετά από επεισόδιο συγκοπής και επανέναρξη αν το επεισόδιο δεν επαναληφθεί κατά τη διάρκεια αυτού του χρονικού πλαισίου.
«Η αντιμετώπιση ενός ανθρώπου που λιποθυμά είναι ο έλεγχος της αναπνοής του και η τοποθέτησή του σε ύπτια θέση, με τα πόδια σε υψηλότερη θέση από το υπόλοιπο σώμα, καθώς η στάση αυτή βοηθά στην καλύτερη αιμάτωση του εγκεφάλου.
Αφού το άτομο επανέλθει, είναι καλό να μη μετακινηθεί ούτε να ανασηκωθεί για τουλάχιστον 15 λεπτά, εφόσον οι συνθήκες είναι ευνοϊκές, π.χ. δεν βρίσκεται στο πεζοδρόμιο μεσημέρι καλοκαιριού», καταλήγει ο κ. Αλεξάκης.