Κι ο Έλλην ξεσπαθώνει – ξεσπαθώνει…
Ας παρελάσει ο στρατός μας, που τόσο οι εχθροί μας μισούν, και ας θυμόμαστε μονάχα πως εκεί, σε μια κόγχη της Αγια-Σοφιάς, ο μαρμαρωμένος βασιλιάς, ακούραστος, μας περιμένει…
Υπήρξαν όμως στο παρελθόν δύο 25ες Μαρτίου αλλιώτικες από τις συνηθισμένες. Η μια ήταν το 1941, κατά τον ελληνοϊταλικό πόλεμο, και η άλλη τον Μάρτιο του ʽ43, όταν η σκλαβωμένη από τρεις κατακτητές Ελλάδα τίμησε την ιστορία της και το παρελθόν της. Τότε, το 1941, η Ελλάδα μεσουρανούσε.
Τα ελεύθερα έθνη υποκλίνονταν μπροστά στο μεγαλείο της, καθώς είχε χαρίσει την πρώτη νίκη στον ηττημένο ελεύθερο κόσμο. Λίγους μήνες νωρίτερα είχε τσακίσει τα πλευρά του ιταλού εισβολέα στα βουνά της Βορείου Ηπείρου μας και είχε απελευθερώσει τις ελληνικότατες πόλεις Κορυτσά, Πρεμετή, Αργυρόκαστρο, σβήνοντας τις ελπίδες του Μουσολίνι για μια νικηφόρα ανοιξιάτικη επίθεση, που άρχισε με φανφάρες και έληξε άδοξα. Με την ουρά υπό τα σκέλη ο Μπενίτο έφυγε από την Αλβανία, όπου πήγε σαν Ιούλιος Καίσαρ, και απερχόμενος φιλοδώρησε τους στρατηγούς του με ένα «σας σιχαίνομαι»!
Κάτω απʼ αυτές τις συνθήκες, πολύ λιτή ήταν η παρέλαση τη χρονιά του πολέμου, μιας και ο στρατός πολεμούσε στο μέτωπο ή επάνδρωνε τα οχυρά της γραμμής Μεταξά. Τηρώντας το έθιμο, παρελάσανε χωροφύλακες με τις καινούργιες μοτοσυκλέτες, αστυνομικοί, πυροσβέστες, τα παιδιά της ΕΟΝ και νοσοκόμες του Ερυθρού Σταυρού, γεμίζοντας υπερηφάνεια τους λιγοστούς θεατές. Οι ενδείξεις ότι οι αήττητοι Γερμανοί, που συνέτριψαν τη Γαλλία και κατακτήσανε σε λίγους μήνες ολόκληρη την Ευρώπη, ετοιμάζονται να επιτεθούν στην Ελλάδα για να σώσουν τους Ιταλούς από το ρεζιλίκι δεν κιότευαν τους Έλληνες, που με τις νίκες τους έγιναν υπερφίαλοι, ευελπιστώντας πως θα νικούσαν και τους Γερμανούς, και ήρεμοι αντιμετώπιζαν το μέλλον. Τα γεγονότα εξελίχθησαν νομοτελειακά: Κατοχή, πείνα, θάνατοι από λιμό, εκτελέσεις.
Στην Ακρόπολη κυματίζουν τρεις σημαίες. Η πολεμική γερμανική, η ιταλική και ανάμεσά τους η ελληνική. «Ο Χριστός σταυρωμένος ανάμεσα στους δύο ληστές», είπε προσφυώς κάποιος και ξημέρωσε πένθιμη και σκοτεινή η εθνική μας επέτειος.
Τελείως ανοργάνωτα, χωρίς καμιά συνεννόηση, δραστηριοποιήθηκαν οι φοιτητές, οι εργαζόμενοι, όλο το ανώνυμο πλήθος και τίμησαν την ημέρα. Με πανηγυρικούς στις τράπεζες, στα υπουργεία, τα σχολεία και τα πανεπιστήμια μίλησαν για την πανάκριβη τη λευτεριά. Στεφάνωσαν ανδριάντες, έκαναν διαδηλώσεις με επικεφαλής τραυματίες και γενικά υπήρχε στην πρωτεύουσα ένα έντονο αντιστασιακό κλίμα. Φρύαξαν οι Ιταλοί. Έβγαλαν στρατό, έκλεισαν δρόμους, κύκλωσαν τις ανώτατες σχολές, και κυρίως το πανεπιστήμιο, όπου βάρεσαν στο ψαχνό, ξαπλώνοντας αρκετούς διαδηλωτές, ενώ έφιπποι καραμπινιέροι περιπολούσαν στο κέντρο της Αθήνας κάνοντας μπόλικες συλλήψεις.
Τα ίδια συνέβησαν την προηγηθείσα 28η Οκτωβρίου, αλλά οι Γερμανοί το απέδωσαν τότε στη δικαιολογημένη έχθρα κατά των Ιταλών. Αλλά και οι Ιταλοί, που την 28η Οκτωβρίου εόρταζαν την επέτειο επιβολής του φασισμού, φαντάσθηκαν πως οι Έλληνες πανηγυρίζουν μαζί τους και τους άφησαν ατιμώρητους.
Τον άλλο χρόνο όμως, τον Μάρτιο του 1943, οι Γερμανοί πήραν τα μέτρα τους, καθώς ο Χίτλερ είχε δηλώσει πως στην Ελλάδα ήρθαν σαν φίλοι, αποφάσισαν να εορτάσουν μεγαλοπρεπώς την επέτειο της Επανάστασης του ʽ21, ελπίζοντας να καλοπιάσουν έτσι τους Έλληνες. Με δοξολογία στη Μητρόπολη, όπου παρέστη σύσσωμη η κατοχική κυβέρνηση, ο γερμανός πρεσβευτής και η ενταύθα ηγεσία της Wehrmacht.
Μαζί με την κατάθεση στεφάνου στον Άγνωστο Στρατιώτη από γερμανό στρατηγό, όπου απέδωσε τιμές γερμανικό άγημα στην ελληνική σημαία, η εορτή έκλεισε με το ηλεκτρικό, που κοβόταν την ημέρα, αφού ήρθε το βράδυ στα σπίτια μιαν ώρα ενωρίτερα.
Δεν «μάσησαν» οι Έλληνες. Αγνόησαν τις τελετές και ελάχιστοι επίσημοι παρέστησαν στη Μητρόπολη, αδιαφόρησαν για τα διάφορα «φερμπότεν» και από τον Άγνωστο Στρατιώτη πετάξανε το γερμανικό στεφάνι στα σκουπίδια. Τοποθέτησαν άλλο στη θέση του, στολισμένο με κυανόλευκες κορδέλες.
Εκφωνήθηκαν πανηγυρικοί, έψαλλαν τον εθνικό ύμνο, αναρτήσανε σημαίες σε στύλους της ηλεκτρικής και έγιναν πολλές στέψεις ηρώων. Λύσσαξαν με τις προσβολές οι Γερμανοί.
Προχώρησαν σε αντίποινα. Η ημέρα βάφτηκε με αίμα. Οι Έλληνες ορθώθηκαν και ξανάζησαν ημέρες της Επανάστασης του 1821, αποδεικνύοντας πως «η Ελλάδα ποτέ δεν πεθαίνει»…