Ας ειπωθεί η αλήθεια, όσο δυσάρεστη κι αν είναι
Η επιχειρηματολογία της κυβέρνησης περί νέων αιτημάτων που δεν συμπεριλαμβάνονται στο πρόγραμμα έχω την εντύπωση ότι δεν ευσταθεί, δεδομένου ότι είχαν με σαφήνεια διατυπωθεί -την τελευταία φορά από το ΔΝΤ, στην έκθεσή του για την ελληνική οικονομία- από τον Μάιο του 2016. Η αύξηση της φορολογικής βάσης με μείωση του αφορολόγητου, η μείωση της συνταξιοδοτικής δαπάνης, τα ζητήματα της αγοράς εργασίας αλλά και η ανάγκη πρόσθετων μέτρων μετά το 2018 για να επιτευχθούν πρωτογενή πλεονάσματα ύψους 3,5% ήταν γνωστές ως απαιτήσεις. Απλώς η ελληνική κυβέρνηση, υπό μια έννοια, είχε δημιουργήσει το αφήγημα, κυρίως μιλώντας με τον εαυτό της, ότι αυτά δεν θα τεθούν ή και αν ακόμη τεθούν το ΔΝΤ δεν θα επιμείνει, δεδομένου ότι οι Ευρωπαίοι δεν θα τα στηρίξουν. Δυστυχώς το αφήγημα αποδείχτηκε φενάκη.
Από την άλλη πλευρά, η αντιπολίτευση (αξιωματική και άλλη), προκειμένου να αποκομίσει πολιτικό όφελος, επιχειρηματολογεί ότι τα ζητούμενα μέτρα οφείλονται στην καθυστέρηση της κυβέρνησης να κλείσει τη δεύτερη αξιολόγηση, στην έλλειψη εμπιστοσύνης κ.λπ. Ουδέν ψευδέστερον, διότι όλοι, όπως είπαμε, γνώριζαν τις απαιτήσεις των δανειστών. Τα δημοσιονομικά μέτρα για την περίοδο 2019-2020 δεν οφείλονται στην υστέρηση των πρωτογενών πλεονασμάτων του 2016 (αντιθέτως υπάρχει υπέρβαση), ενώ τα μέτρα για την αγορά εργασίας, τη μείωση της συνταξιοδοτικής δαπάνης και τη μείωση του αφορολόγητου αποτελούν πάγιες -ιδεολογικής προέλευσης- αντιλήψεις του ΔΝΤ. Όμως αυτή η κενή ουσιαστικού περιεχομένου (εκτός φυσικά της προσπάθειας αποκόμισης πρόσκαιρου πολιτικού οφέλους, κομματικού και προσωπικού) επικοινωνιακή αντιπαράθεση εμποδίζει τη λήψη εκείνων των αποφάσεων που, εντός ενός ασφυκτικού πλαισίου, θα μπορούσαν να οδηγήσουν την ελληνική οικονομία προς κάποια μεσοπρόθεσμη διέξοδο. Δυστυχώς, έχουν αποτύχει όλες οι προσπάθειες των ελληνικών κυβερνήσεων να αποκτήσουν βαθμούς ελευθερίας εντός του συγκεκριμένου προγράμματος δημοσιονομικής προσαρμογής. Όταν τα πολιτικά κόμματα βρίσκονται στην κυβέρνηση και έχουν να αντιμετωπίσουν το συγκεκριμένο πρόγραμμα αλλά και τους δράκους που το περιφρουρούν, γίνεται άμεσα κατανοητή η αδυναμία τους να ξεφύγουν έστω και ελάχιστα από όσα επιβάλλει το πρόγραμμα. Οι ιδεολογικές διαφορές των πολιτικών κομμάτων αποτελούν πεδίο αντιπαράθεσης για εσωτερική κατανάλωση, παρά τις επιμέρους πρακτικές προς συγκεκριμένες κοινωνικές κατηγορίες. Παράλληλα, η συνεχής αντιπαράθεση μεταξύ τους συσκοτίζει όλο και περισσότερο την πραγματική κατάσταση της ελληνικής οικονομίας, ενώ τρέφει έναν ευρισκόμενο σε σύγχυση και απόγνωση λαό με φρούδες ελπίδες.
Ύστερα από εφτά χρόνια μνημονιακών πολιτικών, κατά τη διάρκεια των οποίων έχουν ακουστεί σχεδόν τα πάντα (όλα τα λουλούδια άνθισαν, ακόμη και οι τσουκνίδες και τα διαβολόχορτα), εκτός από την ωμή αλήθεια για την πραγματικότητα. Δεν επιθυμώ να αναφερθώ σε όλα αυτά τα θέματα στο παρόν άρθρο.
Το μοναδικό σενάριο
Τελικά, το μοναδικό σενάριο που έχει απομείνει δυστυχώς είναι αυτό που έχει υποδειχθεί από τους δανειστές και στην ουσία αποτελεί και το αφήγημα της παρούσας ελληνικής κυβέρνησης. Ήτοι:
• Να κλείσει η αξιολόγηση τουλάχιστον μέχρι και τις 22 Μαΐου.
• Να υπάρξει έστω και υπαινικτική υπόσχεση για συμφωνία για τα μετά το 2019 πρωτογενή πλεονάσματα και τα μεσοπρόθεσμα μέτρα για το χρέος.
• Να ανακοινώσει η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, μέσα Ιουνίου, ότι θα εντάξει τη χώρα στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης – πιθανότατα υπάρχει περιθώριο για 3-4 δισ. ευρώ εντός των προσεχών μηνών. Εφόσον η ανακοίνωση του κ. Ντράγκι γίνει εντός Ιουνίου, η Ελλάδα μπορεί να αρχίσει να βγαίνει δοκιμαστικά στις αγορές, για μικρά ποσά, τους προσεχείς μήνες. Διότι δεν πρέπει να λησμονούμε ότι με τη λήξη του προγράμματος, το καλοκαίρι του 2018, η Ελλάδα θα πρέπει να αναχρηματοδοτήσει μόνη το χρέος της.
Αν τέτοιες εξελίξεις επαληθευτούν, η αβεβαιότητα, που διαχέεται με δηλητηριώδη τρόπο, θα αρθεί και το στοίχημα να αποκτηθούν ορισμένοι βαθμοί ελευθερίας και να εισέλθει η ελληνική οικονομία σε μια περίοδο κανονικότητας μπορεί να κερδηθεί.
Η κυβέρνηση άρχισε να αντιλαμβάνεται την πραγματικότητα μόλις τον προηγούμενο μήνα και με την τελευταία επίσκεψη των δανειστών, δηλαδή πριν από δεκαπέντε μέρες άρχισε η πραγματική αντιμετώπιση των προβλημάτων. Η κυβέρνηση θα επιδιώξει να πετύχει το κλείσιμο των καυτών ζητημάτων της δεύτερης αξιολόγησης, κάτι που δεν επιτεύχθηκε έπειτα από τέσσερις μήνες διαπραγματεύσεων με τους «θεσμούς», στο Eurogroup της 22ας Μαΐου.
Αυτό σημαίνει ότι η συμφωνία θα μπορούσε να είχε επιτευχθεί πολύ νωρίτερα, έτσι ώστε να αποφευχθούν οι αρνητικές συνέπειες στα μακροοικονομικά μεγέθη της οικονομίας. Όμως, η υπάρχουσα καθυστέρηση στο κλείσιμο της δεύτερης αξιολόγησης, περιορίζει και τον χρόνο που απομένει για την προετοιμασία ελεγχόμενης εξόδου της Ελλάδος στις χρηματοπιστωτικές αγορές, δεδομένου ότι με τη λήξη του προγράμματος θα πρέπει να αναχρηματοδοτήσει μόνη της ανάγκες της, γεγονός που αποτελεί έναν από τους απαραίτητους πυλώνες για να βγει η χώρα από τον ζουρλομανδύα του Μνημονίου. Σύμφωνα με τα παραπάνω, γίνεται αντιληπτό ότι ο χρόνος σιγά σιγά τελειώνει και πρέπει να ληφθούν οι απαραίτητες αποφάσεις.