Σε τοίχο η κυβέρνηση
Ειδικότερα δε στα εργασιακά έχουν γίνει ακόμη περισσότερο αδιάλλακτοι και απαιτούν επώδυνα μέτρα, και μάλιστα στην πιο ακραία τους εκδοχή. Δεν περιορίζονται μάλιστα εκεί, αλλά διατυπώνουν, έστω και με έμμεσο τρόπο, απειλές για δραματικές συνέπειες, ακόμη και κλείσιμο των τραπεζών. Η χαρακτηριστική φράση –«μας έχουν κολλήσει στον τοίχο»– κυβερνητικού παράγοντα που εμπλέκεται στις διαπραγματεύσεις περιγράφει ανάγλυφα και με δραματικό τρόπο την κατάσταση. Ταυτόχρονα αποκαλύπτει την αγωνία που διαπερνά απʼ άκρου εις άκρον το κυβερνητικό στρατόπεδο. Υπό αυτό το πρίσμα, είναι λογικό και επόμενο οι διαπραγματεύσεις να έχουν περιέλθει σε τέλμα, ενώ το χρονικό ορόσημο για την επίτευξη συμφωνίας μετατίθεται διαρκώς όλο και μακρύτερα, με ορατό τον κίνδυνο να φθάσουμε μέχρι τον Μάιο, με ό,τι αυτό σημαίνει για την ελληνική οικονομία και ιδιαίτερα τις τράπεζες. Ο στόχος του αυριανού Eurogroup έχει προ πολλού χαθεί και πλέον οι ελπίδες μετατίθενται για την άτυπη συνεδρίαση της 7ης Απριλίου, όπου στόχος της ελληνικής πλευράς είναι να υπάρξει συμφωνία σε τεχνικό επίπεδο, με την τελική συμφωνία να μετατίθεται πλέον για τον Μάιο, ενώ ρόλο στις εξελίξεις θα διαδραματίσει και το αποτέλεσμα της συνεδρίασης του ΔΝΤ το τρίτο δεκαήμερο του Απριλίου. Στο εσωτερικό της χώρας υπάρχουν φωνές, όπως αυτή του διοικητή της Τράπεζας Ελλάδος Γ. Στουρνάρα, που ζητούν ουσιαστικά από την κυβέρνηση να υποχωρήσει πλήρως στις απαιτήσεις των δανειστών, ενώ δεν λείπουν κι εκείνοι (Κ. Σημίτης) που επισείουν τον κίνδυνο του Grexit, αν και εφόσον η κυβέρνηση δεν υποταχθεί πλήρως.
Πληροφορίες από απόλυτα έγκυρες πηγές αναφέρουν ότι από τα εννέα στον αριθμό αντίμετρα που έχει βάλει στο τραπέζι η κυβέρνηση οι δανειστές αποδέχονται μόνον τα δύο: Την αύξηση κατά 30% στους βρεφονηπιακούς σταθμούς, από 40.000 που είναι σήμερα να φτάσουν στις 60.000, και την αύξηση του αριθμού των δωρεάν σχολικών γευμάτων στις 300.000.
Δεδομένου ότι ο αριθμός των μαθητών αγγίζει τις 600.000, σημαίνει ότι μόνον ένας στους δύο θα απολαμβάνει το ευεργετικό αυτό μέτρο. Οι δανειστές ωστόσο απορρίπτουν κατηγορηματικά όλα τα υπόλοιπα αντίμετρα: Την επέκταση του επιδόματος ενοικίου, πέραν αυτών που δεν έχουν ιδιόκτητη κατοικία, και σε όσους έχουν πάρει δάνειο για την απόκτηση πρώτης κατοικίας.
Την παροχή ειδικών κινήτρων για την επιστροφή στην Ελλάδα όσων επιστημόνων (γιατρών κ.ά.) έχουν φύγει εκτός. Τη χορήγηση επιδόματος σε όσους διαμένουν σε φτωχογειτονιές και αντιμετωπίζουν προβλήματα διαβίωσης (ρεύμα, νερό κ.ά.). Τη μείωση της συμμετοχής των συνταξιούχων στα φάρμακα. Τη μείωση κατά 400 εκατ. του συνολικού ποσού που θα εισπραχθεί από τον ΕΝΦΙΑ. Τη μείωση του φόρου για τις επιχειρήσεις από το 22,5% στο 19%. Τέλος, τη μείωση από 6,5% στο 2,5% των ασφαλιστικών εισφορών για τον κλάδο υγείας.
Τοίχος στα εργασιακά
Εκεί που η κυβέρνηση έχει πέσει πραγματικά σε τοίχο, καθώς οι δανειστές, με οδηγό το ΔΝΤ, επιμένουν στην πιο σκληρή εκδοχή των απαιτούμενων μέτρων. Επιμένουν να αυξηθεί στο 10% το όριο για τις ομαδικές απολύσεις, να ισχύσει το δικαίωμα του λοκ άουτ για τους εργοδότες και να γίνουν δραστικές αλλαγές στον συνδικαλιστικό νόμο. Όσον αφορά τα άλλα επίμαχα ζητήματα, οι δανειστές παραμένουν αμετακίνητοι στις απαιτήσεις τους για μείωση των συντάξεων και μείωση του αφορολόγητου σε ένα ποσό πέριξ των 6.000 ευρώ. Τέλος, όσον αφορά το πλεόνασμα, υπάρχουν τρεις προτάσεις: Του Β. Σόιμπλε (για 3,5% σε βάθος δεκαετίας), του ΔΝΤ (3% για πέντε χρόνια) και της κυβέρνησης (3% για 3 χρόνια).
Θα τα ψηφίσουν όλα!
Στο μεταξύ, οι βουλευτές του ΣΥΡΙΖΑ δείχνουν να έχουν αποδεχτεί τη μοίρα τους, αφού, όπως λένε, τα μέτρα θα ψηφιστούν από τη Βουλή χωρίς απρόοπτα. Στη διάρκεια της ενημερωτικής συνάντησης που είχαν με τους Ευκλ. Τσακαλώτο και Έφη Αχτσιόγλου όσοι μετέχουν στην Επιτροπή Οικονομικών της Βουλής ακούστηκαν γκρίνιες και ενστάσεις, αλλά ουδείς δήλωσε ή υπαινίχθηκε ότι θα καταψηφίσει τα μέτρα.
Ο προβληματισμός και η ανησυχία των κυβερνητικών βουλευτών έχει να κάνει περισσότερο με την επόμενη ημέρα και τις επιπτώσεις που θα υπάρξουν για την κυβέρνηση, τον ΣΥΡΙΖΑ και κατʼ επέκταση τους ίδιους.
Οι φόβοι τους εντείνονται περαιτέρω λόγω του ότι η ενημέρωση που έχουν για τις διαπραγματεύσεις είναι ελλιπής, ενώ δεν βλέπουν να υπάρχει σχεδιασμός όσον αφορά την αντιμετώπιση των συνεπειών που αναπόφευκτα θα υπάρξουν τόσο σε πολιτικό επίπεδο όσο και στο επίπεδο της κοινωνίας.