Ο σακχαρώδης διαβήτης στην Ελλάδα στα χρόνια της κρίσης
Μπορεί η δυτικοποίηση του τρόπου ζωής, με την εγκατάλειψη των παραδοσιακών προτύπων διατροφής και τη μειωμένη φυσική δραστηριότητα, να πυροδότησε την εκρηκτική άνοδο της συχνότητας του Διαβήτη τύπου 2, που αφορά το 95% των περιπτώσεων, εντούτοις και ο Διαβήτης τύπου 1, που αποτελεί ένα αυτοάνοσο νόσημα, φαίνεται να αυξάνει τα ποσοστά του. Πιστεύεται ότι τα αίτια για την άνοδο αυτού του τύπου διαβήτη υποκρύπτονται στη μείωση του μητρικού θηλασμού, στις τοξίνες που προσλαμβάνονται μέσω της τροφικής αλυσίδας, στο stress, στις κλιματικές αλλαγές και στη μόλυνση της ατμόσφαιρας. Οι επιβαρυμένες ατμοσφαιρικές συνθήκες φαίνεται να σχετίζονται επίσης με την άνοδο της παιδικής παχυσαρκίας και του Διαβήτη τύπου 2, μιας και τα παιδιά που διαβιούν σε φτωχές και υποβαθμισμένες βιομηχανικές ζώνες υποφέρουν σε μεγαλύτερο βαθμό. Η παχυσαρκία αποτελεί καταλυτικό παράγοντα εμφάνισης Διαβήτη τύπου 2 και εφόσον η Ελλάδα είναι πρωταθλήτρια στα ποσοστά της παιδικής παχυσαρκίας σε όλες τις χώρες του ΟΟΣΑ, το μέλλον προβλέπεται ζοφερό.
Στις διαπιστώσεις αυτές έρχονται να προστεθούν και οι συνιστώσες της οικονομικής κρίσης, δηλαδή η απώλεια εισοδήματος, η αύξηση των ποσοστών ανεργίας, η επιδείνωση της ποιότητας ζωής τόσο στην εργασία όσο και στον προσωπικό χώρο αλλά και η μείωση των κοινωνικών παροχών και καλύψεων. Η λειτουργία των υπηρεσιών υγείας καθίσταται δυσχερής, ενώ όλο και περισσότεροι πολίτες δεν έχουν πρόσβαση σε αυτές. Από την έναρξη της κρίσης, οι δαπάνες για την υγεία μειώθηκαν κατά 40%, με περικοπές δαπανών στις υπηρεσίες περίθαλψης – αποκατάστασης και διάθεσης αναλωσίμων σε εξωνοσοκομειακούς ασθενείς. Η Ελληνική Στατιστική Υπηρεσία επισημαίνει ότι το 49,3% του ελληνικού πληθυσμού παρουσιάζει χρόνιο πρόβλημα υγείας, ενώ μικρές μεν αλλά καλά σχεδιασμένες επιδημιολογικές μελέτες υποδηλώνουν ότι το 7,5% του πληθυσμού έχει διαβήτη και το 4% ακόμα πάσχει χωρίς ακόμα να το γνωρίζει. Από την επεξεργασία της βάσης δεδομένων της ηλεκτρονικής συνταγογράφησης του ΕΟΠΥΥ προκύπτει ότι σήμερα στην Ελλάδα συνταγογραφούνται αντιδιαβητικά φάρμακα στο 7% του πληθυσμού. δηλαδή σε 720.764 άτομα. Αν προσθέσουμε αυτούς που δεν γνωρίζουν ότι πάσχουν και αυτούς που ρυθμίζονται μόνο με δίαιτα, τότε η αναλογία είναι ένας διαβητικός στους δέκα συμπολίτες μας. Η Ελληνική Στατιστική Υπηρεσία ανεβάζει το ποσοστό στον 1 στους 4 στις «εύθραυστες» ηλικιακά ομάδες άνω των 65 ετών. Εκτός από τις δυσμενείς επιπτώσεις της κρίσης στις υγειονομικές καλύψεις, η απώλεια εισοδήματος οδηγεί στη μείωση της δυνατότητας προμήθειας ακριβών αλλά υγιεινών τροφίμων, όπως τα ψάρια, τα φρέσκα φρούτα και τα λαχανικά. Όσο για το κάπνισμα, αν και υπάρχει μια σχετική μείωση στον αριθμό των καπνιστών από την έναρξη της κρίσης, το ποσοστό του πληθυσμού που κάνει χρήση καπνού είναι στο πολύ υψηλό επίπεδο του 40%, που μας δίνει έναν ακόμα αρνητικό ευρωπαϊκό πρώτο τίτλο. Επειδή αυξάνεται το κόστος συμμετοχής στα φάρμακα, ο διαβητικός πολύ συχνά είναι αντιμέτωπος με πολυφαρμακία (υπέρταση, δυσλιπιδαιμία, καρδιαγγειακά νοσήματα κ.λπ.). Επιπλέον, ενώ η σύνταξη συνεχώς μειώνεται, ο ασθενής επιλέγει φθηνά, αλλά συχνά μη ασφαλούς νέας τεχνολογίας φάρμακα.
Παράλληλα μειώνει και τον βαθμό συμμόρφωσής του στην προτεινόμενη αγωγή με αυθαίρετη διακοπή ή δοσολογική μείωση της θεραπείας και περικόπτει τις ιατρικές επισκέψεις στους ειδικούς λόγω κόστους. Η ΕΛΣΤΑΤ και πάλι μας πληροφορεί ότι το 11,2% του πληθυσμού παρουσιάζει οικονομική αδυναμία αγοράς φαρμάκων, το 13,9% οικονομική αδυναμία επίσκεψης σε ιατρό, το 6,1% δεν λαμβάνει αγωγή γιατί έκλεισαν κοντινές του υγειονομικές δομές και είναι δυσχερής η μετακίνησή του και το 13,1% δεν έλαβε θεραπεία λόγω της μεγάλης λίστας αναμονής.
Συμπερασματικά, θα μπορούσαμε να τονίσουμε ότι η οικονομική κρίση στην Ελλάδα υποβάθμισε τις προσφερόμενες υπηρεσίες υγείες σε άτομα με αυξημένες ανάγκες ιατρικής παρακολούθησης όπως οι διαβητικοί, αφού μείωσε τις κοινωνικές παροχές σε χρόνια πάσχοντες, ενώ αύξησε το κόστος συμμετοχής στις δαπάνες για τους ασθενείς, γεγονός δυσβάσταχτο για εκείνους που υποχρεούνται σε πολυφαρμακία.
Τέλος, η μείωση του εισοδήματος οδηγεί σε μη υγιεινές διατροφικές επιλογές. Είναι λοιπόν καιρός να ληφθούν δραστικές αποφάσεις που θα στηρίζονται σε ανθρωπιστικές αξίες, γιατί πίσω από τα οικονομικά μεγέθη κρύβονται ζωές και όνειρα.