Οι τουρκικές υπερβολές και οι αδυναμίες της ΕΕ

Βασική αιτία αποτέλεσε η απόφαση της ολλανδικής κυβέρνησης να μην επιτρέψει στον τούρκο ΥΠΕΞ -επικαλούμενη λόγους δημόσιας τάξης- να επικοινωνήσει, σε ανοικτή συγκέντρωση, με τους τούρκους πολίτες που είναι εγκαταστημένοι στην πατρίδα του Εράσμου και της τουλίπας για να ζητήσει την ψήφο και την υποστήριξή τους στο δημοψήφισμα της 16ης Απριλίου, από το αποτέλεσμα του οποίου θα κριθεί η μετατροπή του πολιτεύματος από Προεδρευομένη σε Προεδρική Δημοκρατία ή σουλτανικού τύπου, σύμφωνα με τους σχεδιασμούς Ερντογάν. Αμέσως μετά, η υπουργός Οικογενειακών Υποθέσεων της Τουρκίας αποφάσισε να μεταβεί οδικώς στο Ρότερνταμ για να συναντηθεί με τους εκεί ομοεθνείς της, ωστόσο οι ολλανδικές αρχές της ζήτησαν να εγκαταλείψει το ολλανδικό έδαφος. Οι αντιδράσεις της Άγκυρας ήταν άμεσες. Αφενός μεν απαγορεύτηκε η επιστροφή του διαπιστευμένου ολλανδού πρέσβη στην Άγκυρα -κάτι που είναι πρωτόγνωρο στη διεθνή πρακτική των διπλωματικών σχέσεων, που διέπονται από τη Συνθήκη της Βιέννης- αφετέρου δε, διά στόματος του ιδίου του Προέδρου της Δημοκρατίας κ. Ταγίπ Ερντογάν, ασκήθηκε δριμύτατη κριτική κατά του ολλανδικού λαού με βαρύτατες εκφράσεις, ενώ υπήρξε και απόδοση ευθυνών στους ολλανδούς στρατιώτες που δήθεν δεν εμπόδισαν τα δολοφονία αμάχων βόσνιων μουσουλμάνων στη Σρεμπρένιτσα από σέρβους εξτρεμιστές. Ο τούρκος Πρόεδρος δεν περιορίστηκε μόνο σε φραστικές επιθέσεις, προχώρησε και σε απειλές για άμεση λήψη μέτρων που θα έθιγαν σημαντικά οικονομικά συμφέροντα της Ολλανδίας στην Τουρκία.

Δεν είναι καθόλου βέβαιο αν τελικά οι απειλές θα υλοποιηθούν, δεδομένου ότι οι ξένες επενδύσεις ωφελούν τόσο τον επενδυτή όσο και τη χώρα στην οποία πραγματοποιούνται. Η δημιουργηθείσα ένταση στις σχέσεις μεταξύ των δύο χωρών είναι και προϊόν της κατάστασης που επικρατεί στην ΕΕ και σε πολλές χώρες-μέλη. Η Ολλανδία αντιμετώπιζε τη διεξαγωγή βουλευτικών εκλογών, οι οποίες διεξήχθησαν μέσα σε ένα αρκετά έντονο προεκλογικό κλίμα, καθώς υπήρχε έντονος ο φόβος για άνοδο στην εξουσία του ακροδεξιού Κόμματος της Ελευθερίας, που κινείται στην ίδια αντιευρωπαϊκή γραμμή με τους βρετανούς ευρωσκεπτικιστές και έχει ως πρόγραμμα τη διενέργεια δημοψηφίσματος με σκοπό το Νexit. Αν η κυβέρνηση επιδείκνυε ανοχή προς την Άγκυρα, πιθανότατα θα ενισχύονταν οι θέσεις του κόμματος του Βίλντερς, το οποίο εκτός από αντιευρωπαϊκό είναι, παράλληλα, ξενοφοβικό και αντιισλαμικό.

Το εκλογικό αποτέλεσμα απέδειξε ότι οι αντιδράσεις του πρωθυπουργού κ. Ρούτε στις τουρκικές απαιτήσεις και προκλήσεις λειτούργησε θετικά και απέτρεψε την ανάδειξη του Κόμματος της Ελευθερίας σε πρώτο κόμμα. Όμως οι εντυπώσεις για τις τουρκικές παρεμβάσεις μένουν και εκτιμάται ότι θα είναι δύσκολο οι τουρκοολλανδικές σχέσεις να επανέλθουν στα προ της κρίσης επίπεδα, τουλάχιστον βραχυπρόθεσμα. Η Ολλανδία δεν ήταν η μόνη ευρωπαϊκή χώρα που υπέστη τις σφοδρές επιθέσεις της Άγκυρας. Ανάλογες απειλές και ύβρεις δέχθηκαν η Γερμανία, Αυστρία και τελευταίως η Δανία. Από πού αντλεί τόση αυτοπεποίθηση ο τούρκος Πρόεδρος για να στρέφεται αδιακρίτως κατά ευρωπαϊκών χωρών και κατʼ επέκταση της Δύσης; Προφανώς υπερεκτιμάει τη γεωπολιτική σημασία της χώρας του, η οποία όμως -ίσως ο ίδιος να μην το αντιλαμβάνεται- αρχίζει να μειώνεται. Η γεωπολιτική αξία μιας χώρας δεν εξαρτάται μόνο από τη γεωγραφική της θέση αλλά και από άλλους παράγοντες, όπως, π.χ., την πολιτική σταθερότητα, τη βούληση συνεργασίας, το δημοκρατικό πολίτευμα και άλλα συναφή στοιχεία.

Επιπλέον, η διαφαινόμενη πρόθεση του κ. Ερντογάν να προσδώσει στην Τουρκία θρησκευτικό-εθνικιστικό χαρακτήρα ή -όπως φημολογείται- να επαναφέρει το Χαλιφάτο το οποίο κατάργησε ο Κεμάλ Ατατούρκ το 1925 μειώνει ακόμη περισσότερο την αξιοπιστία της. Προφανώς, ο κ. Ερντογάν θέλει να εκμεταλλευθεί και το γεγονός ότι πολλές δυτικές χώρες έχουν σοβαρά οικονομικά συμφέροντα στην Τουρκία με επενδύσεις δισεκατομμυρίων. Σύμφωνα με δημοσιεύματα, οι ολλανδικές αγγίζουν το ποσό των 22 δισ. και ακολουθούν οι γερμανικές. Και η επιδίωξη ανάπτυξης στενότερων σχέσεων με τη Ρωσία, έναντι της οποίας η Δύση εξακολουθεί να εφαρμόζει πολιτική απομονωτισμού, μπορεί να συμπεριλαμβάνεται στο οπλοστάσιο του κ. Ερντογάν. Δεν αποκλείεται το παραπάνω σκηνικό να αλλάξει άρδην μετά τη διεξαγωγή του δημοψηφίσματος του Απριλίου. Όλα όμως καταγράφονται και ενίοτε επηρεάζουν. Ο τούρκος Πρόεδρος ασφαλώς και είναι ένας ικανός παίκτης, παράλληλα όμως είναι και απρόβλεπτος και έχει καταστήσει την Τουρκία άβολο και αναξιόπιστο εταίρο για τη Δύση. Στη συμπεριφορά της Τουρκίας εξεταστέα και η τηρηθείσα στάση των κοινοτικών θεσμικών οργάνων απέναντι στον τούρκο Πρόεδρο.

Η κ. Μοργκερίνι, υπεύθυνη για τα εξωτερικά θέματα της Ευρωπαϊκής Ένωσης, περιορίσθηκε να απευθύνει απλώς μια γενικόλογη έκκληση προς όλες τις πλευρές προκειμένου να πέσουν οι τόνοι της αντιπαράθεσης. Και μόνο όταν η ρητορική των τούρκων αξιωματούχων ξεπέρασε τα επιτρεπτά όρια εδέησαν τόσο ο πρόεδρος της ΕΕ όσο και ο πρόεδρος του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου -την παραμονή της διεξαγωγής των εκλογών στην Ολλανδία- να προβούν σε δηλώσεις προειδοποιώντας την Τουρκία ότι με τη συμπεριφορά της απομακρύνει την προοπτική ένταξής της στην ΕΕ. Αν και καθυστερημένα, επιδείχθηκε η δέουσα κοινοτική αλληλεγγύη. Μακάρι να επιδεικνυόταν ανάλογη αλληλεγγύη και έναντι της Ελλάδος, που δέχεται συνεχώς τις τουρκικές προκλήσεις στο Αιγαίο και επωμίζεται το μεγαλύτερο βάρος στο Προσφυγικό. Ορθώς η ελληνική κυβέρνηση απέφυγε να εμπλακεί άμεσα και ενεργά στη διαμάχη της Τουρκίας με τις χώρες στις οποίες διαβιεί τουρκικό στοιχείο. Σχετικές δηλώσεις του αναπληρωτή υπουργού Εξωτερικών κ. Κατρούγκαλου, που ήταν σωστές από πλευράς ουσίας και πραγματικότητας, παρεξηγήθηκαν από ορισμένους μάλλον για λόγους εσωτερικής πολιτικής σκοπιμότητας. Ας ευχηθούμε τα ανατολίτικα παζάρια της Άγκυρας να γίνουν αντιληπτά και να τύχουν της δέουσας αντιμετώπισης από πλευράς ΕΕ. Να ισχύσει το THE GAME IS OVER.


Σχολιάστε εδώ